Κατάφορτος συναισθήματα θυμάμαι καθόμουν, εκείνο το πρωί, χάμω στην ψιλή άμμο μίας παραλίας στο Table View. Μολονότι μέχρι εκείνη την στιγμή ο ενθουσιασμός είχε γενικά επικρατήσει μέσα μού, και μία έντονη λαχτάρα με τραβούσε να κινήσω το συντομότερο, ένιωθα πως πρέπει να στραγγίξω έως και τα τελευταία κατάλοιπα του νοσταλγικού συναισθηματισμού που είχαν απομείνει στην διάθεσή μου.
Καθόμουν και θωρούσα επιμόνως τα κύματα που έσκαγαν στον γιαλό, το αγέρωχο Τραπεζοβούνι στο βάθος, και τον καταγάλανο εκείνον ουρανό που τα σκέπαζε· σάμπως για να σιγουρεύσω πως θα αποτυπωθούν καλά στην μνήμη μου και ποτέ δεν θα πέσουν στην λήθη. Πιθανόν να ήταν η στερνή φορά που τα θωρούσα.
Αυτή η ιστορία είναι απόσπασμα από το βιβλίο μου «Από το Κέιπ Τάουν στην Αλεξάνδρεια», στο οποίο αφηγούμαι το επικό, μοναχικό μου ταξίδι από άκρη σε άκρη της σαγηνευτικής Αφρικής, και διαβιβάζω μία σοβαρή μεν, γλαφυρή δε, απεικόνιση της ετερόμορφης και ιδιάζουσας αφρικανικής πραγματικότητας.
Έτσι καθόμουν αφοσιωμένος στον αποχαιρετιστήριο ρεμβασμό μου, όταν δυο-τρία διαδοχικά κορναρίσματα, ακολουθούμενα από το κάλεσμα του ονόματός μου, με συνέφεραν. «Come on! Time to go!» ένα από τα μέλη της παρέας μου μού φώναξε, αφού είχα στρέψει το κεφάλι προς τα πίσω να δω τι συμβαίνει. Όντως, ώρα να πηγαίνουμε, σκέφτηκα κι εγώ. Σηκώθηκα, γύρισα την πλάτη μου στον ωκεανό, και άρχισα να ανηφορίζω την αμμουδιά προς τον δρόμο.
Μαζί με τα υπόλοιπα, μια δεκαριά περίπου, άτομα της παρέας, που στο εξής θα ήταν συνταξιδιώτες μου, επιβιβαστήκαμε στο όχημα που για τις ερχόμενες εβδομάδες προέκειτο να αποτελέσει την κινητή μας κατοικία. Ήταν ένα παλαιό, αλλά δυνατό και σε καλή κατάσταση, μετατραπέν σε λεωφορείο λόρι. Σείστηκε όλο το σκαρί του, και τα διάφορα μέρη του άρχισαν να τρίζουν, όταν ο ισχυρός του κινητήρας ετέθη σε λειτουργία. Όλα τα παράθυρα ανοίχτηκαν διάπλατα για να επιτρέψουν στον θαλασσινό αέρα να λυτρώσει την καμπίνα από το κάμα που επικρατούσε. Όλα ήταν πλέον έτοιμα. Ακούστηκε ο βρόντος του κινητήρα που ανέβασε στροφές, και είχαμε πάρει τον δρόμο.
Όταν είχα αρχίσει να προδιαγράφω αόριστα την πορεία μου προς τον βορρά, η βασική μου ιδέα ήταν η γραμμή Λεσότο, Γιοχανσβέργη, Σουαζιλάνδη, Μοζαμβίκη και βόρεια, ακολουθώντας την ανατολική ακτή της Αφρικής. Ωστόσο, μιάς-και η πορεία αυτή δεν ήταν παρά μία βασική ιδέα, άλλαξε λιγάκι ― ή ίσως τελείως. Οδηγούσαμε βόρεια ακολουθώντας την δυτική ακτή, και με προορισμό την Ναμίμπια.
Δεν πήρε πολλή ώρα μέχρι που είχαμε αφήσει πίσω μάς οριστικά τα τελευταία προάστια του Κέιπ Τάουν. Ο δρόμος είχε παρατήσει την συντροφιά της ακτογραμμής, και στενούτσικος είχε μπει στην ενδοχώρα, όπου συνέχιζε σε μία φαινομενικά ατελείωτη ευθεία προς τον βορρά. Το μόνο που μπορούσες να διακρίνεις αναγύρω ήταν απέραντα, επίπεδα, περιφραγμένα βοσκοτόπια· στα οποία θα κέρδιζαν το πάχος των οι πολυάριθμες αγελάδες των μεγαλογαιοκτημόνων της περιοχής, πριν τα διάφορα μέλη των καταλήξουν στις ευρωπαϊκές υπεραγορές. Εδώ-και-‘κεί θα έβλεπες διάφορες καλλιέργειες και σκόρπια αγροκτήματα με ψηλούς σιρούς και περιποιημένα υποστατικά. Πού-και-πού θα συναντούσαμε λίγα μικρά, προχειροφτιαγμένα χωριουδάκια, όπου μάλλον θα στεγάζονταν οι κακοπληρωμένοι ― καθώς φαινόταν ― εργάτες των κτημάτων.
Μια διακοσαριά χιλιόμετρα θα είχαμε διανύσει πάνω-κάτω, όταν φτάσαμε σ’ εκείνη την ειδυλλιακής ομορφιάς ορεινή περιοχή της Νοτίας Αφρικής, που είναι γνωστή ως Cederberg Μountains. Εκεί προβλεπόταν να διανυκτερεύσουμε αυτήν την πρώτη νύχτα.
Αράξαμε σε ένα αγρόκτημα, όπου ο κάτοχός του διατηρούσε έναν χώρο κατασκήνωσης. Εκεί έστησα για πρώτη φορά την σκηνούλα που κουβαλούσα μαζί μού, και πολλές φορές έμελλε στο εξής να προσφέρει κατάλυμα στο κορμί μου τις μαύρες νύχτες. Ήταν απομεσήμερο όταν είχαμε πια όλοι στήσει τις σκηνές μας, και είχαμε ολοκληρώσει το γεύμα που ετοιμάσαμε με την βοήθεια της φιάλης υγραερίου που φέραμε μαζί μάς. Ήταν ώρα να κινήσουμε για μία απογευματινή εξόρμηση στα πρωτοειδωμένα όρη που μας περιέβαλλαν.
Ένας διασκεδαστικός, καραμαστουρωμένος νεαρός τυπάκος, οικότροφος του αγροκτήματος, που φορούσε ένα αλά Μπομπ Μάρλεϊ σκουφάκι και ένα περιδέραιο με το φύλλο της μαριχουάνας, ανέλαβε να μας ξεναγήσει ανά τις ατραπούς της περιοχής. Στον δρόμο προσπαθούσε οκνηρά ― σε μία γλώσσα που έμοιαζε λίγο με αγγλικά, και μάλλον υπετίθετο να ήταν κιόλας ― να μάς εξηγήσει τις γνώσεις του περί της ντόπιας γης: τις ιδιότητες των διαφόρων φυτών που ευδοκιμούν εκειπέρα· τις συνήθειες των ζώων που κατοικούν την· την ιστορία των ανθρώπων της ανά τους αιώνες· καθώς επίσης και έναν θρύλο ― κατά τον ίδιο σημερινή πραγματικότητα ― περί ενός αλλόκοτου, μυστηριώδους ανθρωποφάγου ψαριού που διέμενε σε κάποιο ποταμάκι της περιοχής.
Δυστυχώς δεν κατάφερε να εξηγήσει και πολλά με την λαλιά του· αλλά σίγουρα μας οδήγησε σε πολλές αξιοθέατες γωνίτσες πάνω στο βουνό. Εξετείνονταν προς το βάθος οι πλαγιές, κεκαλυμμένες με θεόρατους σχηματισμούς βράχων που έπαιρναν διάφορες συγκλονιστικές μορφές και διατάξεις· αλλού έκαναν τείχη, αλλού πύργους, αψίδες, επάλξεις… Μία απέραντη, γιγαντιαία καστροπολιτεία είχε ποιήσει εκεί η φύση.
Μορφές-και-μορφές ζωής ευημερούσαν σε αυτόν τον τόπο. Διάσπαρτα χαμόθαμνα και άνθη κάλυπταν τις πλαγιές εδώ-και-‘κεί· και με τα ζωηρά των χρώματα, έσπαζαν την μονοτονία που ο κοκκινωπός ψαμμίτης κατά-τ’-άλλα επέβαλλε στο τοπίο. Κάπου-κάπου θα έβλεπες και κάποιο μοναχικό ξερόδενδρο, του οποίου οι ρίζες είχαν καταφέρει να διεισδύσουν στο πετρώδες υπέδαφος, επιτρέποντας στο μικρό σποράκι, που τυχαία ο άνεμος θα είχε φέρει εκεί έναν περασμένο καιρό από κάποιον τόπο αλαργινό, να βλαστήσει, να σταθεί όρθιο, να μεγαλώσει, και να περάσει εκεί την μοναχική του ζήση. Πάνω στα κλαδιά αυτών των λίγων δένδρων μαζεύονταν και τα διάφορα μικρά πτηνά να χτίσουν τα σπιτικά των και να διδάξουν τα ιλαρά των τραγούδια στις επόμενές των γενεές.
Ωκύποδες σαύρες έτρεχαν και σκαρφάλωναν πάνω στις επιφάνειες των βράχων. Σκορπιοί πηγαινοέρχονταν στον χαμηλό κόσμο, δείχνοντας πολυάσχολoι. Διακόψαμε για λίγο έναν εξ αυτών από τις ασχολίες του, όταν ο μαστουρωμένος μας φίλος τον άρπαξε από το κεντρί για να μάς τον δείξει. Μία μαγκούστα φάνηκε εκείνη την στιγμή και αποχώρησε γοργά, τσαντισμένη και ζηλοτυπούσα μάλλον, αφού εκείνο το μεγάλο δίποδο με το πολύχρωμο κεφάλι μόλις τής είχε κλέψει έναν υποψήφιο μεζέ. Ένα μοναχικό καρακάλι είδαμε σε μία φάση. Καθόταν και μας περιεργαζόταν από έναν βράχο στο βάθος. Μάλλον θα συλλογιζόταν: χμ… πολύ μεγάλα για φαΐ, πολύ αργοκίνητα για απειλή… Σε κάποιο σημείο, κάποιες ζωγραφιές στον βράχο, που με κάποια έντονη, ερυθρή μπογιά είχαν ζωγραφίσει κάποιοι πρωτόγονοι άνθρωποι, απεικόνιζαν μία αγέλη ελεφάντων, και μαρτυρούσαν την άλλοτε ύπαρξή των σε αυτόν τον τόπο.
Όταν πια ο ήλιος ετοιμαζόταν να χαθεί πίσω από τις κορυφές, είχαμε τελειώσει την περιπλάνησή μας στο σημείο της εκκίνησής της: στην κατασκήνωση· όπου οι εναπομείναντες πίσω λοιποί της παρέας, που δεν είχαν διάθεση για περπάτημα, είχαν ήδη προετοιμάσει ένα αρχοντικό δείπνο. Μετά από μία καλή μάσα και λίγες μπύρες γύρω από την φωτιά που ανάψαμε, ήταν ώρα για ύπνο. Την επομένη μας περίμενε μία μακρά μέρα οδήγησης.
Εκείνο το πρωί σηκώθηκα παρέα με τον ήλιο, όταν το πρώτο, γλυκό φως της χαραυγής διαπέρασε το λεπτό ύφασμα της σκηνής μου και τα σφαλισμένα βλέφαρά μου, μηνύοντάς μού την έλευση μίας εξαιρετικώς ερατεινής ημέρας. Εξήλθα της σκηνής, και αφού διεξήγον την καθιερωμένη μου ορθρινή τελετουργία (του καφέ και του τσιγάρου), απολαμβάνοντας την θέα των γαληνών βουνών που με περιέβαλλαν, ξέστησα την σκηνή και ετοιμάστηκα προς αναχώρηση.
Δεν θα πήρε πάνω από μία ώρα από το χάραμα, και είχαμε ήδη βγει στον δρόμο. Οδεύαμε σταθερά προς τον βορρά. Αφήσαμε πίσω μάς τα βουνά και συνεχίσαμε διασχίζοντας τις αχανείς, επίπεδες εκτάσεις, που δεν φιλοξενούσαν τίποτε, παρά ξερόθαμνα και βράχους. Όσο βορειότερα πηγαίναμε, τόσο αραιότερη γινόταν η βλάστηση, και ακόμη αραιότερη η ανθρώπινη παρουσία.
Κατά το μεσημέρι, ύστερα από πολλές ώρες οδήγησης, και αφότου είχαμε ήδη περάσει τα σύνορα της νοτιοαφρικανικής περιφέρειας του Southern Cape και είχαμε εισέλθει σε αυτήν του Northern Cape, σταματήσαμε στην κωμόπολη Springbok. Εκεί ήταν ο τελευταίος ανθρώπινος συνοικισμός που θα συναντούσαμε για κάμποσες ημέρες· ήταν το ύστατο άκρο του ανθρωπίνου πολιτισμού σε αυτήν την γωνία του πλανήτη. Επίσης ήταν ο τελευταίος τόπος που μπορούσαμε να προμηθευτούμε νερό, φαγητό, και τα λοιπά προς το ζην απαραίτητα. Έτσι και το λοιπόν επεβάλλετο μία στάση για ψώνια.
Αφού είχα ήδη τελειώσει με τα λιγοστά μου ψώνια, και ενώ περίμενα και τους υπολοίπους να κάνουν το ίδιο, εκμεταλλεύτηκα την ευκαιρία για να πραγματοποιήσω μια σύντομη βόλτα στην πόλη. Ήταν μία μικρή κωμόπολη, χτισμένη πάνω στην συμβολή των δύο αυτοκινητοδρόμων που οδηγούσαν στην περιοχή: του ενός που μόλις μας είχε φέρει εδώ· και ενός ακόμη που ερχόταν από την ανατολή, από την Πρετόρια.
Η οικονομία της θα βασιζόταν το-δίχως-άλλο στην κίνηση των περαστικών· και σε μικρότερο βαθμό, σε κάποια παρηκμασμένα χαλκωρυχεία που ακόμη υπολειτουργούσαν λίγο παραέξω. Λίγοι πάντως από τους κατοίκους της φαίνονταν απασχολημένοι. Κάθε ένα από τα λιγοστά ισκιερά καταφύγια από τον καυτό ήλιο που μπορούσε κανείς να εντοπίσει ήταν κατειλημμένο από μπουλούκια αέργων ανθρώπων· που άλλοι καθιστοί, άλλοι ξαπλωτοί, δεν έδειχναν να πράττουν τίποτε άλλο πέρα από το να κάθονται ή να ξαπλώνουν.
Κατέφυγα κι εγώ σε έναν από εκείνους τους ίσκιους, έξω από το κατάστημα, περιμένοντας πότε η υπόλοιπη παρέα ― οι γυναίκες κυρίως ― θα τελείωναν με τα ψώνια. Εκεί έπιασα την κουβέντα με έναν φυλακόβιο ― όπως έκρινα εξ αρχής από τα τατού και τις λοιπές χαραγματιές που κάλυπταν το δέρμα του πέρα-ως-πέρα ― νωθρό τύπο.
«Πώς πάει;» του απηύθυνα τον λόγο πρώτος.
«Πάει… ως ανέκαθεν» μού απάντησε ραθύμως.
«Βλέπω… Ο περισσότερος κόσμος κάθεται. Δεν πρέπει να υπάρχουν και πολλά να κάνεις εδώ δα, ε;»
«Τίποτε, όχι· και γιατί να κάνεις και κάτι άλλωστε…»
«Εσύ ψάχνεις για δουλειά;»
«Ποιος; Δουλειά; Εγώ; Από πού-κι-ως-πού; Να ψάξω; Και να μού την έδιναν στο πιάτο ακόμη, την καλύτερη δουλειά του κόσμου, ρε πρόεδρο να μού έλεγαν να με κάνουν… δεν θα πήγαινα ούτε με σφαίρες.»
«Πώς έτσι; δεν θα ήθελες να κερδίσεις λίγα λεφτά;»
«Λεφτά; Τι να τα κάνω; Ποτέ μού δεν είχα… Ποτέ μού δεν έχω δουλεύσει· ούτε μία μέρα. Να το κάνω τώρα στα γεράματα μού λες;»
«Και πώς την βγάζεις αν επιτρέπεται;»
«Η καημένη η μάνα μου, η συγχωρεμένη, μονάχη τής με ανέθρεψε, με τα χίλια ζόρια, μέχρι που πέθανε… θα ήμουν δώδεκα χρονών. Από τότε και στο εξής με ανέλαβε το ίδρυμα… Δόξα τω Θεώ, μια χαρά τα περνάω εκειμέσα! Εδώ, στην Νότια Αφρική τουλάχιστον. Μία φορά έκανα το λάθος και με μπαγλάρωσαν στην Ναμίμπια. Τρία χρόνια έκανα εκειμέσα… Πφφ! Κόλαση! Εδώ είναι καλά πάντως.»
«Τώρα είσαι έξω όμως…»
«Διακοπές κάνω. Έτσι… έχει πολύ πλάκα να βλέπεις για λίγο τι γίνεται εδώ έξω· να, τύπους σαν κι εσένα για παράδειγμα! Πολύ πλάκα έχετε εσείς οι Ευρωπαίοι… Αποφυλακίστηκα πριν δύο βδομάδες. Ε, τώρα όπου-νά-‘ναι λέω να ξαναμπώ.»
Τα-και-τα λέγαμε με τον μπάρμπα, μέχρι που όλοι οι δικοί μου ήταν έτοιμοι και κινήσαμε να φύγουμε. Όταν πια είχαμε αφήσει την κωμόπολη κάμποσα χιλιόμετρα πίσω μάς, άρχισε να γίνεται ορατό το ότι δεν ήταν μόνο οι άνθρωποι που αποδώ και στο εξής θα απουσίαζαν, αλλά η ζωή εν γένει. Όσο πηγαίναμε, τα ίχνη της οιασδήποτε ζωής γίνονταν όλο-και αραιότερα. Μόνο κάποια μικρά, κατάξερα χαμόθαμνα μπορούσες να διακρίνεις διάσπαρτα εδώ-και-‘κεί, που διψασμένα αγωνίζονταν να κρατηθούν στην ζωή, καρτερώντας τα βροχοσύννεφα, που χρόνια μάλλον τώρα δεν θα είχαν επισκεφτεί αυτόν τον τόπο. Κατά-τ’-άλλα, δεν έβλεπες παρά άμμο και βράχους· οι οποίοι βράχοι, κατά κάποιον περίεργο τρόπο, ήταν σωριασμένοι ο ένας πάνω στον άλλο, εν πολλαίς περιπτώσεσι σε σωρούς μεγέθους μικρών βουνών.
Είχαμε εισέλθει στην έρημο. Εν μέσω τής, ωστόσο, η ζωή είχε ένα τελευταίο καταφύγιο, στο οποίο και θα διανυκτερεύαμε εκείνη την νύχτα. Ο Πορτοκαλής Ποταμός, που πηγάζοντας από τα βουνά του Λεσότου, πραγματοποιεί ένα μακρύ ταξίδι προς δυσμάς μέχρι να χυθεί στον Ατλαντικό Ωκεανό· και σε αυτό το σημείο αποτελεί το φυσικό σύνορο μεταξύ της Νοτίας Αφρικής και της Ναμίμπιας.
Μετά από μία πολύωρη διαδρομή υπό το λιοπύρι της ερήμου, φτάσαμε τελικά σ’ εκείνη την παραδεισένια όαση στην όχθη του ποταμού, όπου θα κατασκηνώναμε απόψε.
Όλη την ημέρα στον δρόμο, φαντασιωνόμουν μία δροσερή βουτιά. Ήγγικεν τελικά η ώρα. Αφού έστησα στο-τσακ-μπαμ την σκηνή, κατέβηκα στην όχθη, όπου ευρισκόταν μία μικρή ξύλινη αποβάθρα, κρυμμένη ανάμεσα στις καλαμιές, και πήδηξα κατευθείαν μέσα στα, ονόματι πορτοκαλιά, χρώματι πάντως φαιά, νερά του ποταμού. Πήρα να κολυμβάω κόντρα στο ρεύμα, που ακόμη και κοντά στην όχθη ήταν ορμητικότατο, ώστε να παραμείνω στο ίδιο σημείο. Στην αντίθετη όχθη, μια τριανταριά μόλις μέτρα, ευρισκόταν η Ναμίμπια. Μία ένθερμη επιθυμία μού δημιουργήθηκε να περάσω αμέσως απέναντι κολυμβώντας· το θεώρησα ωστόσο συνετότερο να περιμένω έως αύριο ― εφόσον δεν ήθελα να βιώσω την κόλαση που μού έλεγε νωρίτερα ο γεράκος.
Η νύχτα είχε πλακώσει για-τα-κάλα όταν και οι τελευταίοι της παρέας μου, που είχαν απομείνει ξύπνιοι να λέμε μαλακίες γύρω από την φωτιά, αποσύρθηκαν και αυτοί στις σκηνές των. Είχα απομείνει πλέον μόνος· μόνος παρέα με την νύχτα. Είχα ήδη αποφασίσει πως δεν θα κοιμόμουν εκείνη την νύχτα. Ήξερα πως κάθε προσπάθεια που μπορεί να κατέβαλλα προς αποκοίμιση, δεν θα μπορούσε να ήταν παρά μάταια.
Ήταν μία από αυτές τις νύχτες τις τόσο εξαιρετικά σπάνιες· από αυτές που ασκούν πάνω σού μία τόσο απόκοσμη, μυστικιστική σαγήνη, που κάνει την καρδιά σου να χτυπάει σε έναν τόσο αφύσικο, θαλπωρικό ρυθμό, και τον νου σου να γρικάει μαυλιστικές, μελοποιητικές φωνές, που κατά πάσα πιθανότητα είναι κάποιες νυχτερινές μούσες, που εμπνέουν στην ψυχή σου ένα εκστατικό συναισθηματικό ντελίριο.
Είχε πανσέληνο· μία τόσο φαεινή πανσέληνο! Φεγγοβολούσε καταιγιστικά την, επί τη πλήρει απουσία τεχνητού φωτός, άσπιλη γη· η οποία με την σειρά της στραφτάλιζε σε ένα στιλπνό, ασημένιο χρώμα.
Κατέβηκα στην όχθη και πήρα να περπατάω αποδίπλα τής. Λαμποκοπούσαν τα ασημένια βουνά στην αντίπερα όχθη. Έλαμπε η σελήνη αποπάνω· έλαμπε και ο κατοπτρισμός της, παλλόμενος μαζί με το ρεύμα επί της καταρρέουσας επιφάνειας του ποταμού. Διάφορα μικρά ή μεγαλύτερα ψάρια χοροπηδούσαν έξω από το νερό· σαν κι εμένα κι αυτά φαίνεται, μη δυνάμενα να κοιμηθούν μία τέτοια νύχτα.
Συνέχισα να περπατάω δίπλα στην όχθη για ώρα πολλή, γρικώντας τις μειλίχιες μουσικές μέσα στο κεφάλι μου. Ένιωθα, πράγματι, σαν να ήμουν σε κάποιο ταξίδι ή τριπάκι υπό ψυχοτρόπο ουσία. Κάποια στιγμή ευρέθηκα να κάθομαι σ’ εκείνη την αποβάθρα που κολυμβούσα νωρίτερα. Πήρα το λοιπόν να κολυμβήσω ξανά. Ποια εκλεκτή απόλαυση να κολυμβάς μία ζεστή νύχτα υπό το σεληνόφως!
Τελικά ξύπνησα το πρωί αποκοιμισμένος στην αποβάθρα. Πόσο αλλιώτικο μού φάνηκε εκείνη την στιγμή αυτό το τοπίο! Πιο αληθοφανές, πιο γήινο από εκείνο το αποκρυφιστικό, ημικίβδηλο οψεσινό. Τελείως διαφορετικά ήταν αυτά τα δύο τοπία· εξίσου όμορφα πάντως.
Ανέβηκα πάνω στην κατασκήνωση, όπου κάποιοι φρεσκοξυπνημένοι από την παρέα, αγνοώντας τελείως το τι απίθανα είχαν συμβεί την νύχτα, ετοιμάζονταν για μία πρωινή βαρκάδα. Δεν θα μπορούσα να μην ακολουθήσω. Συνεννοηθήκαμε με τον τύπο που διατηρούσε την κατασκήνωση, και μάς ενοικίασε πιρόγες, μεταφέροντάς μας επίσης με το φορτηγάκι του κάμποσα χιλιόμετρα ανωρεματιά.
Αρχίσαμε κωπηλατώντας να κατεβαίνουμε τον ποταμό. Λογιών-λογιών πτηνά και μικρά θηλαστικά ήταν μαζεμένα παρά τις όχθες, όπου ευρισκόταν η μοναδική αξιόλογη συγκέντρωση νερού σε ακτίνα εκατοντάδων χιλιομέτρων. Οι όχθες, ανά σημεία, έσφυζαν από καλαμιές, νούφαρα, και λοιπή υδρόφιλη χλωρίδα. Έναν πολύ ιδιότυπο συνδυασμό χρωμάτων σχημάτιζαν αυτές οι ψιλές λωρίδες πρασινάδας, ανάμεσα στα φαιά νερά και στα κοκκινωπά ερημοβούνια, υπό τον αμιγώς γαλάζιο ουρανό.
Κάμποσες ώρες μάς πήρε μέχρι να κατέβουμε πίσω στην κατασκήνωση. Σαν φτάσαμε ήταν μεσημέρι· και υπό το αλύπητο ηλιοκοπάνημα ― που λίγο μόνο ακόμη βόρεια ήθελε να ήμασταν ίνα αρχίσει να χτυπάει την γη κατακόρυφα από τις ενενήντα μοίρες ― κινήσαμε να αφήσουμε την Νότια Αφρική.
Περάσαμε το νοτιοαφρικανικό σημείου ελέγχου. Έτι μία παχιά, μεσήλικη, ένστολη, σοβαροφανής τύπισσα μού χτύπησε τώρα την σφραγίδα της εξόδου. Σύντομα διασχίζαμε την γέφυρα που οδηγούσε στην άλλη όχθη. Έριξα μία ματιά, όσο πρόλαβα, προς την πρασινάδα του ποταμού. Αυτή ήταν η τελευταία που έμελλε να δω για κάμποσο καιρό· αφού πέρα από αυτό το μικρό φυλάκιο με την κυματίζουσα ναμιμπιανική σημαία ψηλά αποπάνω τού, που στεκόταν τώρα μπροστά μάς, δεν υπήρχε τίποτε παρά έρημος.