Η θέα ήταν μοναδική. Οι πυραμίδες του Χέοπος και του Χεφρήνου φάνταζαν κατά πολύ μικρότερες απότι πριν· ενώ οι μικρότερες πυραμίδες και τα λοιπά κτίρια του συγκροτήματος δεν έκαναν πια παρά για τουβλάκια. Προς δυσμάς, άγρια και επιβλητική εξαπλωνόταν η άνυδρη Σαχάρα. Προς ανατολάς, μπορούσα αποκεί πάνω να δω τον ταξιδιάρη Νείλο και την τερατούπολη που τον περιβάλλει, αχνά πίσω από το παχύ, μελανό σύννεφο καυσαερίου που σκέπαζε όλον τον ανατολικό ορίζοντα.
Νομίζω εκεί ήταν και το υψηλότερο σημείο που είχα σκαρφαλώσει μέχρι στιγμής σε αυτήν την χώρα. Όμως αυτό δεν έμελλε να μείνει για πολύ έτσι. Πέρα στην ανατολή, πίσω από το Κάιρο και την ρύπανσή του, πίσω από πολλά ακόμη χιλιόμετρα μοναχικής ερήμου και Ερυθράς Θαλάσσης, εκεί στεκόταν ένα βουνό ψηλό και αγέρωχο. Και εκείθε ακριβώς ετοιμαζόμουν να κινήσω σαν θα αποχωρούσα από αυτήν την τρελή πολιτεία.
Αυτή η ιστορία είναι απόσπασμα από το βιβλίο μου «Από το Κέιπ Τάουν στην Αλεξάνδρεια», στο οποίο αφηγούμαι το επικό, μοναχικό μου ταξίδι από άκρη σε άκρη της σαγηνευτικής Αφρικής, και διαβιβάζω μία σοβαρή μεν, γλαφυρή δε, απεικόνιση της ετερόμορφης και ιδιάζουσας αφρικανικής πραγματικότητας.
Σαν εκείνο το ηλιόλουστο πρωί είχα επιβιβαστεί στο λεωφορείο που σιγά-σιγά προσπερνούσε τον κοσμοχαλασμό του Καΐρου, δεν ήταν απλά-και-μόνο μία πόλη που αποχαιρετούσα. Αυτήν την φορά θα άφηνα πίσω μού μία ολόκληρη ήπειρο. Εκείνη την ημέρα θα έλεγα αντίο στην Αφρική. Μετά από όλους αυτούς τους μήνες βαθέων συγκινήσεων, οι αφρικανικές μου περιπέτειες, εκείνη την ημέρα, θα ελάμβαναν επίσημα τέλος.
Ένα τρίωρο πάνω-κάτω μετά την αναχώρηση, το λεωφορείο διερχόταν από την διώρυγα του Σουέζ. Ήμασταν πλέον στην Ασία. Σύντομα αφότου περάσαμε την γέφυρα, το όχημα στράφηκε προς νότον και πήρε να κυλάει παράλληλα της δυτικής ακτής της χερσονήσου του Σινά. Εκτυφλωτικώς αστράφτιζε η κυανοπράσινη Ερυθρά Θάλασσα υπό τον δεινό μεσημεριάτικο ήλιο. Εναλλάσσονταν διαδοχικά τα απέραντα αμμουδερά πεδία με κατάξερα, άξεστα βραχοβούνια στην ξηρά. Μίλι-το-μίλι, ώρα-την-ώρα, σιμώναμε τον προορισμό μας.
Το ταξίδι δαύτο θα ήταν κατά πολύ βραχύτερο, εάν δεν ήταν όλα εκείνα τα στρατιωτικά μπλόκα και οι έλεγχοι, που εκείνον τον καιρό, λόγω της αστάθειας της περιοχής, πετύχαινες ανά όλη την χερσόνησο. Κανονικά, εμένα δεν μού επιτρεπόταν να ευρίσκομαι καν στο λεωφορείο. Είχαν σταματήσει να εκδίδουν εισιτήρια σε ξένους, καθόσον στον εγγύς χώρο δραστηριοποιούνταν φονταμενταλιστικές τρομοκρατικές ομάδες, αλλά είχα βάλει έναν ντόπιο να μού το αγοράσει. Μία κάποια έκπληξη δοκίμαζαν όλοι οι φαντάροι που τύχαιναν να ελέγξουν τους επιβαίνοντες του λεωφορείου. Με-το-που έβλεπαν ελληνικό διαβατήριο όμως, με παρατούσαν αναντίρρητα, με ένα πλατύ χαμόγελο, και συνήθως με λίγες λέξεις στα ελληνικά.
Ήταν πάνω στην ώρα που έδυε ο ήλιος και ανέτειλε η παρά μία νύχτα γεμάτη σελήνη, όταν επιτέλους αφιχθήκαμε στην Αγία Αικατερίνη. Αποβιβαστήκαμε στην κεντρική πλατεία του χωριού, που ήταν χτισμένο εντός εκείνης της χαμένης, ξερής κοιλάδας ανάμεσα στις υψηλές και απότομες πλαγιές των βουνών του Σινά. Πήρα να βηματίζω, και σε λιγάκι εισερχόμουν στο πρώτο ξενοδοχείο που αντίκρισα μπρος μού. Ήταν ένα ωραίο μέρος, με ευρύ κήπο, μεγάλα, καθαρά δωμάτια, και πισίνα. Μού έδωσε ο τύπος πρώτη τιμή στα ογδόντα δολάρια την νύχτα. Μέσα σε μισό λεπτό την είχα τελικά ρίξει στα πέντε, και είχαμε συμφωνία.
Το βρήκα ιδιαιτέρως άκοπο να διαπραγματευτώ μαζί τού· μιάς-και, πρώτον: δεν είχε ούτε έναν πελάτη· και δεύτερον: τού είπα ότι είμαι Έλληνας, και κατάλαβε πως εάν δεν μού δώσει την τιμή που θέλω, μπορούσα κάλλιστα να κοιμηθώ τζάμπα στο μοναστήρι ― Πράγματι, εφόσον το είχα θελήσει, θα μπορούσα να πάω στο μοναστήρι, κανα-δυό μόνο χιλιόμετρα έξω από το χωριό, και να μείνω εκεί δωρεάν στους κοιτώνες. Ωστόσο δεν μού έκανε η καρδιά να χαλάσω τα αισθήματα των μοναχών, που θα κοιμόμουν και θα έτρωγα μόνο, χωρίς να αγοράσω τίποτε από τα ξύλινα και λοιπά φιλοτεχνήματά των (κοστίζουν τα θαύματα)· και εξάλλου το μοναστήρι δεν είχε πισίνα.