Επωφελούμενοι των άδειων κατά τις ορθρινές ώρες δρόμων της πόλης, πήρε μόνο λίγα λεπτά μέχρι που αφήσαμε πίσω μάς την Καμπάλα. Εκεί έκλεινε και άλλο ένα κεφάλαιο του ταξιδιού μου για να ανοίξει ένα καινούργιο. Ήταν καιρός να συνεχίσω την πορεία μου προς τον βορρά. Πριν γίνει αυτό, ωστόσο, είχα εκείνη την ημέρα να διανύσω περί τα επτακόσια χιλιόμετρα ανατολικά, καθώς και μιάμιση σχεδόν γεωγραφική μοίρα νότια· επιστρέφοντας προσωρινά στο νότιο ημισφαίριο. Το ταξίδι αυτό, παρότι μακρύ, προδιαγραφόταν ιδιαίτερα άνετο. Προς μεγάλη μου έκπληξη, και κατά κάποια αξιοπερίεργη σύμπτωση, είχα τύχει στο πιο ευρύχωρο λεωφορείο που είχα δει, όχι μόνο στην Αφρική, αλλά και στην ζωή μου ολάκερη.
Αυτή η ιστορία είναι απόσπασμα από το βιβλίο μου «Από το Κέιπ Τάουν στην Αλεξάνδρεια», στο οποίο αφηγούμαι το επικό, μοναχικό μου ταξίδι από άκρη σε άκρη της σαγηνευτικής Αφρικής, και διαβιβάζω μία σοβαρή μεν, γλαφυρή δε, απεικόνιση της ετερόμορφης και ιδιάζουσας αφρικανικής πραγματικότητας.
Καλά βολεμένος, το λοιπόν, είχα μείνει να θαυμάζω τα πεντάμορφα τοπία που διασχίζαμε κινούμενοι παράλληλα του ισημερινού. Όταν ο ήλιος είχε πια πάρει καλά την ανωφέρεια, κάναμε μία στάση στην Τζίντζα: την πέμπτη μεγαλύτερη πόλη της Ουγκάντας. Εκεί είχα τον χρόνο να ακρατιστώ και να αποχαιρετήσω την λίμνη Βικτώρια πριν συνεχίσουμε. Όταν ο ήλιος πια μεσουρανούσε, φάνηκε στο εμπρόσθιο βάθος η θέα του μεγαλοπρεπούς Όρους Έλγον· πάνω από το οποίο διέρχονται τα ουγκαντοκενυατικά σύνορα. Και σε λίγο ήμασταν κι εμείς στα σύνορα, επί της πεδιάδας που αγναντεύει την νότια όψη του βουνού.
Ως συνήθως, μας άφησε το λεωφορείο να διέλθουμε τα σύνορα πεζοί και να επανεπιβιβαστούμε στην απέναντι μεριά. Ο χώρος όλος ήταν κοσμοπλημμυρισμένος με ταξιδιώτες, νταλικιέρηδες, μπάτσους, στρατιώτες, γραφιάδες, μικροπωλητές, συναλλαγματίες, μπαγαπόντηδες, και κάθε λογής ξεκάρφωτους. Άνευ απροόπτων, εξέδωσα εύκοπα την κενυατική μου βίζα και εισήλθα στην νέα χώρα. Ανησύχησα λίγο στην αρχή, διότι δεν μπόρεσα άμεσα να διακρίνω που έχει σταθμεύσει το λεωφορείο ― είχα μέσα τού αφημένα όλα μου τα υπάρχοντα. Σύντομα όμως το εντόπισα, και ανακουφισμένος πήρα να βαδίζω με το πάσο μου προς το μέρος του.
Γύρω στα τριάντα μέτρα θα ήθελα ακόμη να το φτάσω, όταν, αίφνης, το βλέπω να κινείται προς τα μπρος. Ευθύς επιστράτευσα όλη την δύναμη των πνευμόνων μου να τρέξω όσο πιο γρήγορα μπορούσα, και συγχρόνως να κραυγάζω και όσο πιο μεγαλόφωνα μπορούσα. Προς ουδέν όφελος όμως. Προτού καλά-καλά καταλάβω τι ακριβώς συμβαίνει, το όχημα κόντευε να χαθεί τελείως από το οπτικό μου πεδίο. Μα για καλή μου τύχη, τελικά σταμάτησε λίγο πιο πέρα· λόγω ― όπως κατάλαβα ύστερα ― αδόκητου τελωνειακού ελέγχου. Με-το-που τους πρόφτασα αγκομαχώντας και άρχισα τον οδηγό στα καντήλια, πήρε αυτός να μού απολογείται ότι και-καλά δεν το πρόσεξε πως έλειπα. Απορώ πώς διάολο μπορεί να μην πρόσεξε πως λείπει ο μοναδικός λευκός επιβάτης. Τότε πετάγεται ένας των επιβατών, και με το δάχτυλο κατηγορηματικά τεταμένο προς τον οδηγό, τον δίνει στεγνά: «I told you Jesus was not here!» ― Συχνά με αποκαλούσαν Ιησού εκεικάτω· νομίζω λόγω της φουντωτής γενειάδας που είχα εκείνον τον καιρό (είχα ξεμείνει από ξυραφάκια).
Τέλος πάντων, τέλος καλό όλα καλά, συνεχίσαμε τον δρόμο. Έμεινα για το υπόλοιπο του ταξιδιού να χαζεύω τα ψηλά βουνά, τους κυματιστούς λόφους, τις ατέρμονες σαβάνες, και τις αχανείς τεϊοφυτείες και καφεοφυτείες που εναλλάξ κατελάμβαναν τον περίγυρο. Χαμήλωνε μοίρα-μοίρα ο ήλιος αποπίσω μάς, μέχρι που βούτηξε κάτω από τον ορίζοντα. Η γύροθέν μάς γη είχε βυθιστεί στο σκοτάδι, κι εγώ στον ύπνο, όταν πια αφιχθήκαμε στον προορισμό μας: το Ναϊρόμπι.