Συνωστισμός μεγάλος επικρατούσε στον σταθμό εκείνο το χάραμα. Η μοναδική του πύλη ήταν ακόμη αλυσιδωμένη και χώριζε το συγκεντρωμένο ανθρωπομάνι από έναν ολόκληρο στόλο μικρολεωφορείων, που ετοιμάζονταν εντός προς αναχώρηση. Ένα μεγάλο μπουλούκι ανθρώπων είχε στριμωχθεί μπροστά στην πύλη, ώστε να είναι οι πρώτοι που θα εισέλθουν όταν τελικά αυτή ανοίξει. Οι υπόλοιποι είχαν σκορπίσει από-‘δώ-κι-από-‘κεί, και κυρίως γύρω από τους πολυάριθμους πάγκους που προσέφεραν καφέ, τσάι, και λογιών-λογιών φαγητά, με τις σχάρες να δουλεύουν ασταμάτητα. Σε έναν από αυτούς ευρεθήκαμε κι εμείς τελικά, και μετά από αρκετή αναμονή και σπρωξίδι, καταφέραμε να παραγγείλουμε το πρωινό μας ― το οποίο εννοείται προσπάθησαν να μας χρεώσουν εις δεκαπλούν· εξίσου όμως εννοείται πως δεν ενδώσαμε και πήραν τα…
Αυτή η ιστορία είναι απόσπασμα από το βιβλίο μου «Από το Κέιπ Τάουν στην Αλεξάνδρεια», στο οποίο αφηγούμαι το επικό, μοναχικό μου ταξίδι από άκρη σε άκρη της σαγηνευτικής Αφρικής, και διαβιβάζω μία σοβαρή μεν, γλαφυρή δε, απεικόνιση της ετερόμορφης και ιδιάζουσας αφρικανικής πραγματικότητας.
Με-τα-πολλά, κατά το πρωτορόδισμα του ουρανού, άνοιξε η πύλη και μοναστραπίς τα ασκέρια προσόρμησαν μέσα κατά έναν τρόπο που θύμιζε άτακτη πολιορκία. Αφού περιμέναμε για λίγα λεπτά, μέχρι να ξεσπάσει η πρώτη έφοδος, πέσαμε κι εμείς στον αγώνα ηρωικά. Να μην πολυλογήσω τα της μάχης, κανα-μισάωρο μετά εξερχόμασταν του σταθμού αλώβητοι, επιβιβασμένοι σε ένα βανάκι με προορισμό την κωμόπολη Μετέμα, περί τα διακόσια χιλιόμετρα προς δυσμάς.
Η διαδρομή ήταν γραφικότατη. Η ανατολή του ηλίου, λίγο αφότου αφήσαμε το Γκόνταρ, σήμανε μία πανέμορφη μέρα. Το φως έλουζε αφειδώς τις πλατιές κοιλάδες και τα βαθιά φαράγγια που προσπερνούσαμε καθώς φέρναμε πάνω-κάτω το ένα βουνό μετά το άλλο. Έτσι, θαυμάζοντας λίγο τα υπέροχα ορεινά τοπία, και εξασκώντας λίγο και τις ικανότητές μας στην παντομίμα ώστε να συνομιλήσουμε με τους φιλοπερίεργους συνταξιδιώτες μας, περνούσαν μία-μία οι ώρες, περνούσαμε και ένα-ένα τα βουνά, μέχρι που φτάσαμε στην κορυφογραμμή του τελευταίου βουνού· που μετά από αυτό δεν υπήρχε τίποτε…
Σαν διήλθαμε υπέρ της τελευταίας εκείνης κορυφογραμμής, δεν αντικρίσαμε ένα ακόμη βουνό, όπως συνέβαινε με όλα τα προηγούμενα. Εκεί, χαμηλά, κάτω στο βάθος, μέχρι το τέρμα του ορίζοντα απλωνόταν ένα κατεπίπεδο, ωχρό πεδίο, που σε όλη του την απέραντη επιφάνεια δεν φιλοξενούσε τίποτε… τίποτε ειμή άμμο. Ενεός είχα μείνει να παρατηρώ εκείνο το μέγα θαύμα της φύσης, το απόλυτο σύμβολο ερήμωσης και θανάτου πάνω στον πλανήτη, το απαράβατο όριο των αρχαίων, το τέλος ενός κόσμου κάποιας άλλης εποχής… Μπροστά στα μάτια μου ευρισκόταν τώρα η Έρημος Σαχάρα. Μία μυστική συγκίνηση με είχε συνεπάρει καθώς κατηφορίζαμε γραμμή προς τα κάτω και θεωρούσα τους εκστατικούς ρεμβασμούς που είχαν κατακλύσει τον νου μου ατενίζοντας την νέκρα της ερήμου.
Μειωνόταν λεπτό-το-λεπτό το υψόμετρο, και για πρώτη φορά από τότε που άφηνα πίσω μού την ακτή του Ινδικού Ωκεανού, πέσαμε κάτω από τα χίλια μέτρα. Όταν πια αγγίξαμε τον πάτο, το υψόμετρο ήταν μόλις πάνω από εξακόσια μέτρα, και ο μεσημεριανός ήλιος βαρούσε ανελέητα, καθιστώντας την κατάσταση εντός του ακλιμάτιστου οχήματος αποπνικτική. Ευτυχώς δεν χρειάστηκε να οδηγήσουμε για πολύ ακόμη. Σύντομα προσεγγίσαμε την πόλη, και το λεωφορείο μας άφησε απέξω τής. Εκεί πήραμε ένα τουκτούκ για δυο-τρία χιλιόμετρα μέχρι το συνοριακό φυλάκιο, που ήταν βασικά μία αχυροκαλύβα και ένας στύλος με την αιθιοπική σημαία. Μετά από τις συνοπτικές διαδικασίες με τους Αιθίοπες γραφιάδες, ήμασταν ελεύθεροι να φύγουμε από την Αιθιοπία. Μπροστά μάς τώρα είχαμε το σουδανικό φυλάκιο και απροσμέτρητα χιλιόμετρα ερήμου.