Ενθυμούμαι εναργώς εκείνο το μεσημέρι που άρχισαν όλα. Είχα τότε καθίσει σε ένα από εκείνα τα μεταλλικά παγκάκια μπροστά από την είσοδο της αίθουσας αναχωρήσεων του αεροδρομίου της Αθήνας· ένα από εκείνα που κάθονται συνήθως οι ταξιδιώτες για να καπνίσουν ένα τελευταίο τσιγάρο πριν από κάποια πολύωρη πτήση ― ή, τουλάχιστον, έτσι φαντάζομαι ότι κάνουν· μιάς-και τούτο έκανα εγώ.
Αυτή η ιστορία είναι απόσπασμα από το βιβλίο μου «Από το Κέιπ Τάουν στην Αλεξάνδρεια», στο οποίο αφηγούμαι το επικό, μοναχικό μου ταξίδι από άκρη σε άκρη της σαγηνευτικής Αφρικής, και διαβιβάζω μία σοβαρή μεν, γλαφυρή δε, απεικόνιση της ετερόμορφης και ιδιάζουσας αφρικανικής πραγματικότητας.
Έβγαλα τον αναπτήρα από την τσέπη και προσέφερα φωτιά στο στριφτό τσιγάρο που περίμενε να καεί ακουμπισμένο στα χείλη μου. Τράβηξα μία βαθιά τζούρα, άφησα το κορμί μου να βουλιάξει σε μία αναπαυτική, οκνηρή στάση, και αποδέσμευσα τον καπνό. Υπακούοντας την φύση, πήρε την ανοδική του πορεία προς τον ουρανό.
Σήκωσα το βλέμμα μου ψηλά και πήρα να θωρώ τον πλατύ ουράνιο θόλο. Πεντακάθαρος ήταν την ημέρα εκείνη. Μόνο κάποιοι αχνοί θύσανοι μετεωρίζονταν ψηλά στην τροπόσφαιρα, στο βάθος, εκεί κάπου πίσω από τον Υμηττό, στον οποίον και προσέδιδαν μία κάποια υπέρμετρη μεγαλοπρέπεια. Ο ήλιος ήταν θωκισμένος στο ζενίθ της ημερησίας βόλτας του. Έλουζε την Αττική γη με άπλετο φως, που ανεμπόδιστο προσέκρουε στις υάλινες επιφάνειες των διαφόρων κτιρίων του αεροδρομίου αναγύρω και σού τσιγκλούσε το μάτι. Ήταν μία από αυτές τις ημέρες που θα έλεγες πως ο Θεός έχει κέφια.
Ένα ξαφνικό και απότομο φύσημα ενός ψυχρού αέρα, που μού προξένησε ένα ελαφρύ ρίγος και με συνέφερε από τον ρεμβασμό μου, χρειάστηκε για να με κάνει να θυμηθώ, μόνο τότε, ότι δεν ήταν καλοκαίρι. Ο χειμώνας ήταν στο κατώφλι. Ήταν αρχές Νοεμβρίου. Πάνω στην ώρα, σκέφτηκα με μία κάποια ανακούφιση… αύριο θα είμαι στο καλοκαίρι, κι άσε τον χειμώνα εδώ πάνω να κάνει ό,τι θέλει.
Ξαναβούλιαξα στο παγκάκι. Αγκάλιασα με τα χείλη το τσιγαρόφιλτρο, ρούφηξα, και άφησα τον νου μου να βυθιστεί στον ρεμβασμό εκ νέου. Έμεινα για λίγο να χαζεύω ένα κυκλάκι καπνού που μόλις είχα πετάξει από το στόμα μου. Είχε σταθεί μπροστά μού, εκεί που το έστειλα, και τρεμόπαιζε σαν να εμάχετο ενάντια στον αέρα να κρατήσει την συνοχή του· σαν να εμάχετο ενάντια στην φύση. Έδωσε-πήρε, διαλύθηκε, εξαφανίστηκε. Έφυγε σκόρπιο προς το άγνωστο.
Ένα νέο ρίγος με διαπέρασε. Δεν ήταν λόγω του κρύου αυτήν την φόρα όμως. Δεν ήταν απέξω, στο δέρμα. Ήταν απομέσα κάτι που ριγούσε· ίσως το αίμα μου που χόχλαζε μέσα στις αρτηρίες. Δεν ξέρω τι ακριβώς μπορεί να ήταν. Ξέρω ωστόσο τι εμήνυε. Πολλάκις στο παρελθόν είχα νιώσει αυτό το ίδιο ρίγος μόλις προτού με επισκεφτεί αυτό το πολυγνώριμό μου συναίσθημα· αυτό το ξεχωριστό και δυσπερίγραπτο συναίσθημα, που όνομα δεν τού έχω, άφατο είναι για το μυαλό μου, αλλά η καρδιά μου πάντοτε το κατανοεί εύδηλα και το θερμοϋποδέχεται σαν κάποιον καλό παιδικό φίλο· ένα συναίσθημα σαν ένα ανακάτωμα θλίψης και ενθουσιασμού· μία γλυκίζουσα θλίψη προκαταβολικής νοσταλγίας γι’ αυτά που αφήνω πίσω μού, μπερδεμένη με έναν εξαπτικό ενθουσιασμό γι’ αυτά τα μυστήρια και άγνωστα που με περιμένουν μπροστά μού. Ανέκαθεν το αγαπούσα αυτό το συναίσθημα. Ερχόταν πάντοτε και μού θύμιζε να εκτιμήσω όλα αυτά που ομόρφαιναν την ζωή μου μέχρι χθες, καθώς και αυτά τα άλλα που πρόκειται να την ομορφύνουν αύριο· αφού, το-δίχως-άλλο, κάτι θα την ομορφύνει. Μού θύμιζε, με άλλα λόγια, ότι η ζωή μου δεν είναι βαρετή· ότι δεν ζω απλά-και-μόνο για να ζω.
Ικανοποιημένος στο έπακρο από την στιγμή, τράβηξα άλλη μία τζούρα και σφάλισα τα μάτια ώστε να χαρώ τον εσώκοσμό μου ανενόχλητος. Προβαλλόμενες από την αναπόλησή μου, εικόνες διάφορες άρχισαν να παρελαύνουν στα τσίνορά μου… Κάποια κύματα του Αιγαίου Πελάγους ξεθύμαιναν μανιασμένα πάνω σε κάποια βραχώδη νησιωτική ακτή. Ένας αετός περιπολούσε υπερήφανος γύρω-γύρω μία ψηλή ελληνική βουνοκορφή. Νόστιμοι θαλασσομεζέδες άχνιζαν πάνω σε ένα ξύλινο τραπεζάκι, ντυμένο με γαλανόλευκο τραπεζομάντιλο. Δύο μάτια γυναικεία, καστανά, ξάνοιγαν όλο πάθος και λαχτάρα, συντορώντας μού την καρδιά.
Ξεσφάλισα τα μάτια. Έστρεψα τον λαιμό μου απ’-άκρη-σ’-άκρη να δω ξανά τι με περιβάλλει. Αναστέναξα. Δεν είχα καιρό πολύ που είχα γυρίσει στην πατρίδα, και τώρα πάλι θα έφευγα. Θα φέρει πάλι ο καιρός να νοστήσω άραγε, αναρωτήθηκα, και έριξα το βλέμμα στο τσιγάρο που ακόμη κρατούσα ανάμεσα στον αντίχειρα και τον δείκτη του δεξιού μου χεριού. Εκεί σιγοκαιγόταν, όσο είχε απομείνει. Πάνω από το μισό είχε ήδη πάρει τον δρόμο του.
Άλλη μία τζούρα, και έκανα να σφαλίσω τα μάτια εκ νέου. Αλλά δεν μπόρεσα. Στην στιγμή πετάχτηκαν πάνω τα βλέφαρά μου, ορθάνοιχτα· σαν μόλις να με είχε χτυπήσει ηλεκτρικό ρεύμα. Μπόρεσα να ακούσω την καρδιά μου να γοργοπάλλεται μέσα στο στέρνο μου. Όλο-και επιτάχυνε. Ανόρθωσα το κορμί μου· κοίταξα το ρολόι μου· κάπνισα δυο-τρείς τζούρες απανωτές. Η ώρα σίμωνε. Η στιγμή που διακαώς περίμενα τόσο καιρό ήταν εδώ αμετάκλητα.
Σήκωσα το βλέμμα προς τον ουρανό και άφησα την φαντασία μου να προβάλει πάνω τού εικόνες. Είδα ωκεανούς απέραντους, άγριους, τρικυμιώδεις, που ο Ποσειδών να ήξερε πως υπάρχουν, θα έβγαινε στην ξηρά να χτίσει καλύβα. Είδα όρη πεντάψηλα, αειχιόνιστα, αγέρωχα, που ο Δίας να τα έβλεπε, θα έβγαινε στην σύνταξη και θα πήγαινε να κάνει παρέα στον Άδη. Είδα ζούγκλες βαθιές, αχανείς, ανεξερεύνητες, που οι κάτοικοί της, όποιοι και να είναι, άνθρωποι δεν είναι, και ανθρώπου όψη ποτέ δεν έχουν αντικρίσει. Είδα ερήμους ατελείωτες, αφιλόξενες, νεκρικές, που μήτε άνθρωποι, μήτε ζώα κατοικούν τις…
Εικόνες πήγαιναν και έρχονταν σαν τρελές στην φαντασία μου, και απεικόνιζαν χιλίων-δύο λογιών συγκινήσεις και περιπέτειες. Ένιωσα την ψυχή μου να συσπάται μέσα στο στομάχι μου από ευτυχία. Ήμουν σε έξαψη. Αν κανείς με έβλεπε εκείνη την ώρα, θα νόμιζε πως κάποιο περίεργο ναρκωτικό θα είχα πάρει. Ανασκίρτησα, με έφερα στα συγκαλά μου, και κοίταξα την ώρα. Το τσιγάρο μου είχε μείνει στην ίδια θέση· σβηστό όμως πλέον από την απραγία. Ανέσυρα τον αναπτήρα και το άναψα ξανά. Έχοντας φέρει τον πισινό μου στην άκρη του παγκακίου, κάπνισα βιαστικά τις λίγες απομένουσες τζούρες. Το αποτελείωσα με μία βαθιά ρουφηξιά που έκανε την καύτρα να γλύψει το φίλτρο. Άπλωσα το χέρι προς τον κάδο στην δεξιά μου μπάντα, και φούνταρα την γόπα στο σταχτοδοχείο.