Αφού βόλευσα τα πράγματά μου στο δωμάτιο, ήταν επιτέλους ώρα για άραγμα. Ανέβηκα στην ταράτσα, πήρα μία παγωμένη μπύρα από το αυτοεξυπηρετούμενο μπαρ, και την έπεσα να τέρπομαι στο άκουσμα των βιρτουόζικων σκοπών που ένα τυπάκι έπαιζε σε ένα ουντούνγκου ― Αυτό είναι ένα παραδοσιακό έγχορδο μουσικό όργανο της Ουγκάντας που θυμίζει άρπα. Δεν το είχα ξανακούσει από κοντά πρωτύτερα, αλλά γνώριζα ήδη την ύπαρξή του, επειδή, στο Καμπάλε ακόμη, είχε τύχει να ακούσω μία άκρως συγκινητική ιστορία για ένα παιδί που το έλεγαν Τσάρλι.
Ο Τσάρλι καταγόταν από ένα μικρό χωριό της βόρειας Ουγκάντας. Μικρό παιδί καθώς ήταν, στην προεφηβική του ακόμη ηλικία, το χωριό του υπέστη επιδρομή από αντάρτες. Κατά την συνήθη των τακτική, λεηλάτησαν τον τόπο, ξεκλήρισαν τον ενήλικο πληθυσμό, και απήγαγαν τα παιδιά να τών δώσουν όπλα. Έτσι ο Τσάρλι πέρασε την εφηβεία του ως στρατιώτης, μαχόμενος στο πλευρό των ανταρτών. Η ψυχή του όμως, καθώς φαίνεται, δεν ήταν καμωμένη για πόλεμο και αίματα. Έτσι, χρόνια μετά, κατά το δέκατο όγδοο έτος της ζωής του, πήρε την απόφαση να διακινδυνεύσει την απόδρασή του. Και τα κατάφερε! Ξέφυγε, πέταξε το καλάσνικοφ, έπιασε το ουντούνγκου, και πήγε στην Καμπάλα, όπου πλέον διαπρέπει ως μουσικός.
Αυτή η ιστορία είναι απόσπασμα από το βιβλίο μου «Από το Κέιπ Τάουν στην Αλεξάνδρεια», στο οποίο αφηγούμαι το επικό, μοναχικό μου ταξίδι από άκρη σε άκρη της σαγηνευτικής Αφρικής, και διαβιβάζω μία σοβαρή μεν, γλαφυρή δε, απεικόνιση της ετερόμορφης και ιδιάζουσας αφρικανικής πραγματικότητας.
Αυτή η ιστορία ανέτρεχε στον λογισμό μου καθώς άκουγα το τυπάκι στην ταράτσα να τσιμπάει με τέχνη τις χορδές του οργάνου του, όταν, αίφνης, μού εντυπώθηκε η ιδέα πως ο σκοπός που έπαιζε μού ήταν γνώριμος. Σήκωσα τότε το κεφάλι και πήρα να τον ξανοίγω. Μία διαισθητική βεβαιότητα με κατέλαβε πως στην απέναντι μεριά της ταράτσας έπαιζε αυτοπροσώπως το ίδιο τυπάκι, του οποίου την ιστορία και τα τραγούδια είχε τύχει να ακούσω στο Καμπάλε. Από τα διάφορα τραγούδια του που μού είχαν βάλει να ακούσω, ήταν ένα που μού άρεσε ιδιαιτέρως και το είχα απομνημονεύσει. Ο τίτλος του ήταν Pingaru (ο άστεγος). Κατέβηκα τότε στο δωμάτιο και έφερα πάνω την κιθάρα. Κάθισα στην ίδια απόμερη γωνιά και έπιασα ένα ρε μινόρε: «Pingaru… pingaru… why you’re standing on my way… on my way to my freedom… on my way to my happiness…»
Σαν το άκουσε αυτό το τραγούδι το τυπάκι, σηκώθηκε και ήλθε να σταθεί μπροστά μού. Άκουγε και θωρούσε με ένα στραφταλίζον από συγκίνηση και υπερηφάνεια βλέμμα. Ντρρρν, βάρεσα το ρε μινόρε και έκλεισα το άσμα. Έμεινε τότε να με κοιτάει μπερδεμένος για λίγα δευτερόλεπτα, μέχρι που πρόφερε με μία φωνή μισο-αμήχανη και μισο-ενθουσιώδη: «This song is mine.» Ήταν πράγματι ο Τσάρλι. Γίναμε καλά φιλαράκια, και κατά την διάρκεια της παραμονής μου στην Καμπάλα, περάσαμε παρέα πολλές ώρες να παίζουμε μουσική και να συζητούμε την ζωή. Ήταν, πραγματικά, παρά τις κακοτοπιές του, παιδί σπάνιας αγνότητας και καλοκαρδοσύνης.
Ποιοι να είναι άραγε οι νόμοι εκείνοι της ειμαρμένης που προορίζουν κάποιους ανθρώπους για να μεταχειρίζονται πολυβόλα, και κάποιους άλλους μουσικά όργανα; Να είναι άραγε δυνατόν πως κάποιοι άνθρωποι μπορεί να προτιμούσαν το πρώτο από ελεύθερη επιλογή των, χωρίς να καταπιέζονται από κάποια μοχθηρή, ψυχοδιαφθείρουσα ανωτέρα βία; Πώς θα έμοιαζαν άραγε οι κοινωνίες μας εάν οι νέοι, αντί υποχρεωτικής στρατιωτικής θητείας, υποβάλλονταν σε υποχρεωτική μουσική παιδεία;