Ίσαμε τριάντα μοίρες ήταν το φεγγάρι από την δύση, και έλουζε με άπλετο, ασημένιο φως τον ακήρατο ουρανό και την ερημική κοιλάδα, όταν σηκώθηκα και πήρα να διασχίζω τους παντέρμους δρόμους του χωριού. Δεν πήρε πολύ, και ευρέθηκα να ανηφορίζω εκείνο το κατάξερο φαράγγι, με τις απόκρημνες βραχοπλαγιές να στραφτοκοπούν ζερβόδεξά μού υπό το τρισένδοξο σεληνόφως. Το φεγγάρι είχε πλέον βουτήξει πίσω από τα δυτικά όρη, και ως στεφάνι ο εγγύς στο Όρος Σινά ουρανός είχε πάρει να ερυθρίζει, όταν προσέγγισα εκείνη την φτενή κοιλάδα με τα λίγα διάσπαρτα νοικοκυριά και τους πράσινους κήπους. Συνέχισα την πορεία μου, και λίγο δρόμο ανωπλαγιά, την έπεσα σε έναν βράχο να θεωρήσω το ξύπνημα του κόσμου.
Αυτή η ιστορία είναι απόσπασμα από το βιβλίο μου «Από το Κέιπ Τάουν στην Αλεξάνδρεια», στο οποίο αφηγούμαι το επικό, μοναχικό μου ταξίδι από άκρη σε άκρη της σαγηνευτικής Αφρικής, και διαβιβάζω μία σοβαρή μεν, γλαφυρή δε, απεικόνιση της ετερόμορφης και ιδιάζουσας αφρικανικής πραγματικότητας.
Έκτη πρωινή, εγέρθηκε ο ήλιος άλκιμος υπέρ του βιβλικού όρους. Γαλάνευσε σε δύο στιγμές ολάκερος ο ουράνιος θόλος. Πλημμύρισε η κοιλάδα φως και ζέστη. Πυροκοκκίνισαν η άμμος και τα βραχοπλάγια. Υποχωρούσε η σιγή μπρος στην ανανήφουσα ζωή. Καλωσόριζαν οι πετεινοί τον όρθρο με όσο σθένος έφεραν τα λαρύγγια των. Φτεροκοπούσαν τα αγριοπερίστερα από σχισμάδα σε σχισμάδα, και λογιών-λογιών πουλάκια γλιστρούσαν τσιτσιρίζοντας από κυπαρίσσι σε κυπαρίσσι. Γκάριζαν τα γαϊδούρια προετοιμαζόμενα για την επιούσια δούλευση. Ένα βοσκόπουλο οδηγούσε το κουδουνιστό κοπάδι του σε ένα ανηφορικό μονοπάτι. Επωμισμένοι μία παχιά σωλήνα, μοχθούσαν τέσσερις χωριάτες ανηφορίζοντας ένα άλλο μονοπάτι. Πήρα κι εγώ το δικό μου προς τα πάνω.
Σαν τού είχα δηλώσει, την προηγουμένη, τού ξενοδόχου, πως θα πάω το πρωί να ανέβω την Κατερίνα, με προειδοποίησε για το αδύνατο του εγχειρήματος χωρίς κολαούζο και ειδική άδεια. «Είναι στρατός στον δρόμο» μού λέει. «Δεν θα σε αφήσουν να περάσεις.» Πέρα από κάμποσα παραστρατημένα πρόβατα και ένα ευγενικό βοσκόπουλο, όχι στρατό, ούτε ψυχή δεν συνάντησα καθ’ όλο το κακοτράχαλο μονοπάτι που ανέβαινε την απότομη πλαγιά προς την υψηλότερη κορυφή του Όρους Σινά.
Ογδόη πρωινή, στα 2.629 μέτρα, ήμουν ο υψηλότερα στεκούμενος άνθρωπος σε όλη την Αίγυπτο. Θρονίσθηκα σε έναν άνετο βράχο, λίγο παραδίπλα από το εκκλησάκι που κοσμούσε την κορυφή, και πήρα ενεός να μελετάω το μεγαλείο που με περιέβαλλε. Πολλές οι βουνοκορυφές που έχω ευτυχήσει να ανέβω· τίποτε όμως ποτέ δεν ομοίαζε αυτής κατ’ ελάχιστον.
Όλη η πλατιά σιναϊτική χερσόνησος πιάτο κάτωθέν μού! Ίχνος ζωής πουθενά· όχι δένδρο ή θάμνος, αλλά ούτε καν χορτάρι. Μόνο νέκρα τρισάπειρη· κρύος βράχος καφετής και αέρας. Προς παν σημείο του ορίζοντα βουνά άγρια, θανατερά εξαπλώνονταν κυματιστά προς το πέραν· άλλα μυτερά και τραχέα ως συντρίμμια υάλινων πύργων, άλλα ομαλά και λεία ως ένας σωρός βαμβάκι. Μόνο στην ανατολή και στην δύση δύο ψιλούτσικες λωρίδες μπλε έσχιζαν στην μέση την απόλυτη ωχράδα της ερήμου: ο Κόλπος του Σουέζ στην δύση, και εκείνος της Άκαμπας στην ανατολή· και άπω τών, κι άλλα βουνά αχνά, πλατιά, αλαργινά· αφρικανικά απέναντι από τον ήλιο, αραβικά αποκάτω τού, γίνονταν όλα ένα με τον εξίσου έρημο ουρανό.
Μεσημεράκι πια, σαν κατέβαινα το ίδιο πάλι μονοπάτι, και είχα προσεγγίσει εκείνο το χωριουδάκι εντός της φτενής κοιλάδας, ένας ευπροσήγορος Βεδουίνος, ορθοστεκούμενος παρά το προθύρι του, με προσκάλεσε στο σπιτικό του. Ήταν ο Ραμαντάν, ένας από τους 15-20 οικογενειάρχες που είχαν δημιουργήσει αυτήν την παραδεισένια όαση εν μέσω αυτού του αφιλόξενου, θεϊκού περιβάλλοντος. Οκλάσαμε σε μία σκιερή γωνίτσα της αυλής του, κάτω από ένα λεπτό, ανεμίζον ύφασμα, τεντωμένο με σπάγκους από την λάσπινη καλύβα του και τα κλαδιά μίας ακακίας. Και κάνοντας χρήση μίας μίξης απλής αγγλικής και ελληνικής, χειρονομιών, και λίγης παντομίμας, πιάσαμε την κουβέντα.
Ήταν πατέρας δεκατριών παιδιών. Ένα εξ αυτών, η μεγαλύτερή του κόρη θαρρώ, μία όμορφη, ψηλή και λυγερή, μαντιλωμένη κοπέλα γύρω στα είκοσι, βγήκε σε μία στιγμή από τον οίκο, και ντροπαλά μας φίλευσε καφέ, τσάι, ψωμί, και ελιές. Μία άλλη, η Φατμά, ένα κοριτσάκι γύρω στα δώδεκα, καθόλου ντροπαλή, καθόταν συνεχώς στην απέναντι γωνία και με περιεργαζόταν επιμόνως με τα κατάμαυρα ματάκια της.
Σε μία φάση, με σήκωσε ο Ραμαντάν και με περιήγησε στον κήπο του. Όλο περηφάνια μού επιδείκνυε τα διάφορα λαχανικά, μπόλικα ελαιόδενδρα, ροδακινιές, και λοιπά κηπευτικά που περιστοίχιζαν το σπιτικό του. Πρόβατα και γίδια έβοσκαν ανέμελα το λιγοστό χορτάρι που φύτρωνε στις χαραμάδες του εδάφους. Δύο όνοι περνούσαν το ρεπό των τεμπέλικα ξαπλωμένοι χάμω. Μία εύσωμη καμήλα, πεσμένη στα γόνατα, αναμασούσε ράθυμα την τροφή της, παρατηρώντας μας με τα μεγάλα, απαθή ματόμπαλά της. Μια δεκαριά ύρακες έτρεχαν άσκοπα πέρα-δώθε και πάνω-κάτω τους κλάδους που είχαν εντός του μεγάλου, αυτοσχέδιου κλουβιού όπου ήταν φυλακισμένοι. Μία μεγάλη γατοφαμίλια επίσης νοούσε τον κήπο αυτόν ως σπιτικό της. Τα γατάκια παιδιάριζαν συνεχώς παλεύοντα αναμεταξύ τών. Οι μάνες περίμεναν για φαΐ· άλλες υπομονετικά, παλουκωμένες σούζα, ξανοίγοντάς μας επιμόνως· άλλες ανυπόμονα, νιαουρίζοντας παραπονιάρικα. Και ο τετράπαχος πατέρας είχε κατειλημμένη την δροσερή του γωνιά, βυθισμένος σε έναν γλυκό ύπνο.
«Όλα μόνος έκανα» μού είπε ο Ραμαντάν στα σπαστά του ελληνικά, μοστράροντάς μού τις παλάμες του καμαρωτός-καμαρωτός.
«Όμορφα είσαι εδώ» τού έκανα κι εγώ, εξηγώντας τού πως μόλις εχθές είχα έλθει από το Κάιρο.
«Α, αα ― βαβούρα» μού εξήγησε αυτήν την λέξη με χειρονομίες και ηχομιμίες. «Me never Cairo. Cathrine most far, few times» κατέληξε με έναν τόνο απαξίωσης κατά την προφορά του ονόματος της μεγαλούπολης.