Το Πίκο ντε Ορισάμπα—ένας επιβλητικός, αείλευκος, άρτιος ηφαιστειακός κώνος—δεν είναι μόνο το ψηλότερο βουνό στο Μεξικό, αλλά και το τρίτο-ψηλότερο στην Βόρεια Αμερική. Απετέλεσε προφανή μας ορειβατικό στόχο.
Απρομελέτητα ως συνήθως, κατεβήκαμε στον σταθμό και πιάσαμε λεωφορείο για Ορισάμπα. Αυτό που συνειδητοποιήσαμε επ’ αφίξει, μετά από κανα-πεντάωρο ταξιδιού, ήταν ότι κατά λάθος είχαμε έλθει σε μία ομώνυμη πόλη νοτιοανατολικά του ηφαιστείου, άσχετη με τον σκοπούμενο προορισμό μας στους δυτικούς του πρόποδες.
Έδειχνε πάντως ωραία πόλη, ήσυχη και ειρηνική, καταχωμένη σε μία κοιλάδα ανάμεσα σε πράσινες πλαγιές. Είπαμε έτσι να επωφεληθούμε της γκάφας και να μείνουμε δυο μέρες να την δούμε.
Εγκατασταθήκαμε σε ένα ξενοδοχείο που θα έβλεπε το ευτρεπισμένο άλσος αποκάτω εάν δεν παίρναμε το μοναδικό διαθέσιμο, εσωτερικό δωμάτιο που δεν έβλεπε τίποτε ειμή τους τοίχους του. Το δωρεάν πρωινό, πάλι, που είπαν πως παρέχουν για να μας πείσουν, προέκυψε πως ήταν ένα αβγό ανά δύο άτομα.
Περάσαμε το πρώτο βράδυ με έναν περίπατο στο άλσος και δυο κορόνες στο αδειανό μπαράκι της γειτονιάς, και βγήκαμε το πρωί για εξερεύνηση. Κατά μήκος του ευχάριστου μονοπατιού που ακολουθούσε το οφιοειδές ποταμάκι της πόλης, είδαμε γραφικά γεφυράκια, ζωηρές τοιχογραφίες, και έναν ζωολογικό κήπο με διάφορα δύστυχα, εγκλωβισμένα εξωτικά πλάσματα. Στο κέντρο είχε ασυνώστιστους πλακόστρωτους δρόμους, χρωματιστά σπιτάκια, παλιές εκκλησίες, και πολύ αργόσχολο κόσμο, συχνά σε σιέστα υπό δένδρων με σομπρέρα ριγμένα στο πρόσωπο.
Αργότερα δειπνήσαμε παραδοσιακά, θαυμάζοντας το ηλιοβασίλεμα από ένα μπαλκόνι και μερακλώνοντας στο γλυκάκουσμα μίας κιθαρομπάντας στην κάτωθεν κεντρική πλατεία της Ορισάμπας. Αφότου έπεσε το σούρουπο και έσβησε η καψαϊκίνη από το στόμα, κατεβήκαμε να ακούσουμε αποκοντά.
Βολευτήκαμε σε μια πεζούλα ανάμεσα στο ακροατήριο. Σε μία φάση έλεγα κάτι στην Σόφη για την Malagueña Salerosa: αγαπητό μου μεξικανικό τραγούδι. Ως διά μαγείας, την έπαιξαν επόμενη. Ήταν δύο κοπελίτσες που κάθονταν αποδίπλα μάς, κρυφάκουσαν, και πήγαν έδωσαν παραγγελιά. Ήταν κι αυτές αλλοφερμένες, από την Βερακρούζ σε επαγγελματικό ταξίδι. Ταιριάξαμε, χορεύσαμε, και καταλήξαμε σε ένα μπαρ να παίζουμε μπιλιάρδο.
Νωρίς-νωρίς την επομένη ξαναπιάσαμε το πρόγραμμα. Ο σωστός μας προορισμός ήταν το χωριό Τλατσιτσούκα. Απείχε μόλις ενενήντα χιλιόμετρα, αλλά διότι δεν υπήρχε απευθείας σύνδεση, κάναμε σχεδόν τριακόσια αλλάζοντας λεωφορείο στην Πουέμπλα.
Φτάσαμε απόγευμα και τακτοποιηθήκαμε στο ένα από τα δύο πανδοχεία που, εκτός από στέγη και φαΐ, παρείχε ορειβατικές υπηρεσίες. Δεν χρειαζόμασταν κολαούζο, ενοικιάσαμε όμως χειμερινό ρουχισμό, αξίνες, και κραμπόνια. Και κανονίσαμε ένα τζιπ να μας πάει το πρωί στην κατασκήνωση βάσης.
Βγήκαμε μια γύρα και ξεκρίναμε με ευσέβεια το θεόρατο βουνό, σκεπασμένο με τούφες υδρατμών, να δεσπόζει υπέρ του ταπεινού χωριού. Κοιμηθήκαμε, ξυπνήσαμε, χλαπακιάσαμε ένα βαρβάτο πρωινό που μάς είχε λείψει το τελευταίο διήμερο, και μπουκάραμε στο τετρακίνητο έτοιμοι για περιπέτεια.
Ένα αραιό δάσος κωνοφόρων έδωσε την θέση του σε έναν απόκοσμο ερεικώνα καθώς για ώρες ανηφορίζαμε αμμοσκεπείς μουλαροδρόμους. Μας έβγαλαν σε ένα καταφύγιο καταμεσής ενός διαβολοκερατιάτικου πλατώματος στα 4.240 μέτρα. Κλείσαμε ραντεβού με τον οδηγό σε ένα σαρανταοκτάωρο στο ίδιο μέρος, έφυγε, και στήσαμε σκηνή μες στην ομίχλη που μόλις άρχιζε να πυκνώνει.
Μία μικρή ορειβατική ομάδα Μεξικανών ήταν εγκατεστημένη στο καταφύγιο, και ένας μοναχικός Κολοραντανός κατασκήνωνε παραδίπλα μάς. Ήταν οι μοναδικοί λοιποί παρευρισκόμενοι. Είχαν κλείσει κάμποσες ημέρες εγκλιμάτισης και προετοιμάζονταν για ανάβαση την επερχόμενη νύχτα. Εμείς κατετείναμε να ανέβουμε την μεθεπόμενη, μετά από μία μόνο μέρα εγκλιματισμού.
Μετά από παρατεταμένο ύπνο και ανόρμητη αφύπνιση, κινήσαμε το ύστερο πρωί για λίγη εγκλιματιστική ανάβαση και επόπτευση της διαδρομής στο ημερήσιο φως. Κερδίσαμε μια-πεντακοσαριά μέτρα και γυρίσαμε στην κατασκήνωση, όπου περιμέναμε τους άλλους να ακούσουμε εντυπώσεις. Ο Αμερικάνος χάθηκε και τα παράτησε προτού καν φτάσει στον παγετώνα· λιγότερα από τα μισά μέλη της ομάδας τα κατάφεραν. Αμφότεροι επιτυχόντες και αποτυχόντες έμοιαζαν σαν να επέστρεφαν από αιχμαλωσία πολέμου.
Οι εντυπώσεις ήταν επιεικώς αποκαρδιωτικές. Είχαμε ωστόσο αυτοπεποίθηση. Το πλάνο τώρα ήταν να φάμε και να κοιμηθούμε πριν βραδιάσει για να φύγουμε ξεκούραστοι την νύχτα. Μα έκανα το σφάλμα να ξεβουλώσω το Captain Morgan, έτσι-που με ήγειρε το ξυπνητήρι με δύο μόλις ώρες ύπνου λίγο μετά τα μεσάνυχτα. Τι να κάνεις, βάλαμε φακούς στα κούτελα και δρασκελίσαμε στην πλαγιά.
Η αυγή μας ηύρε στην παρυφή του παγετώνα που ενδύει τον μεγαλόπρεπο κώνο. Ποδεθήκαμε καρφιά, χεριάσαμε πιολέ, και αρχίσαμε το σκληρό σκαρφάλωμα. Η κλίση ηυξάνετο ως διαγραμματική τάση εκθετικού μεγέθους. Η τραχιά υφή του πάγου παρέπεμπε σε σταλαγμίτες. Το βουνό λευκάστραφτε τόσο που επισκίαζε τον καταγάλανο ουρανό και προκαλούσε πονοκέφαλο ακόμη και πίσω από πολωτικό υαλί. Κάπου στην μέση της πλαγιάς, οπόταν είχα ξενερώσει τελείως από το ρούμι, το κάθε βήμα μού δοκούσε άθλος.
Με προσπάθεια ανάλογη με το να ανέβαζα ψυγείο δέκα ορόφους, ολοκλήρωσα τις τελευταίες δρασκελιές προς την στεφάνη του ηφαιστείου. Παγωμένος, βαθύκρημνος, νεκρός εφανερώθη υπό του χείλους ο για σχεδόν δύο αιώνες αδρανής κρατήρας. Με λίγο ακόμη ήπιο κόπο κατά μήκος της περιφέρειάς του, πατήσαμε στην κορυφή του Μεξικού. Κάτω από έναν τέλειο, βαθυγάλανο ουράνιο θόλο, ως φίλτρο σέπια θόλωνε και ντίμαρε η ρύπανση τον απέραντο δίσκο κοιλάδων και χαμηλών βουνών που φαίνονταν όλα ισόπεδα από τα 5.636 μέτρα.
Μία μακρά και επώδυνη κατάβαση μας γύρισε εξουθενωμένους στην βάση αργά το απόγευμα. Ο οδηγός ευτυχώς περίμενε την καμποσόωρη καθυστέρησή μας. Αποκοιμηθήκαμε την ίδια στιγμή που κλείσαμε τις πόρτες του αυτοκινήτου και ξυπνήσαμε προσωρινά για να διασχίσουμε την απόσταση από την αυλή του πανδοχείου μέχρι το κρεβάτι. Ανανήψαντες, ξεκινήσαμε το πρωί το ταξίδι προς τον ωκεανό.
Βίντεο
Φωτογραφίες
Δες (και αν θες χρησιμοποίησε) όλες μου τις φωτογραφίες από το Μεξικό σε υψηλότερη ανάλυση.