Ακολουθεί η προσωπική μου ιστορία από την ανάβασή μου στο Όρος Κιλιμαντζάρο τον Ιανουάριο του 2015, απόσπασμα του βιβλίου μου «Από το Κέιπ Τάουν στην Αλεξάνδρεια». Εφόσον αναζητάς χρήσιμες, γενικού ή ορειβατικού ενδιαφέροντος πληροφορίες, δες αυτόν τον εις βάθος οδηγό για το Κιλιμαντζάρο.
Πρώτη φορά που το αντίκρισα ήταν τότε που διασχίζαμε τα πεδία της βόρειας Τανζανίας με το Τογιότα. Mόλις θα είχαμε προ ολίγου προσπεράσει την πόλη Μόσι. Το ανέμενα πως κάποια στιγμή θα το συναντήσουμε εκείνη την ημέρα. Αλλά όπως εμφανίσθηκε ξαφνικά, από το πουθενά, με έπιασε απροετοίμαστο. Ένα ρίγος, που μού έκανε κάτι σε τρόμο με δόσεις χαύνωσης, με διαπέρασε σύγκορμο. Μού πήρε λίγα δευτερόλεπτα να διακριβώσω ότι αυτός ο άσπρος όγκος, που έμοιαζε κάτι σε αγαλματωμένα νέφη, ή ιπτάμενο νησί, ή κάτι το γιγαντιαίο και αλλόκοτο που μόνο τού αιωρείται ψηλά στον ουρανό τελοσπάντων, είναι πράγματι το Κιλιμαντζάρο. Το βουνό το ίδιο ήταν χαμένο στα βάθη του ουρανού. Το είχε κάνει ένα με αυτό η σφοδρή μεσημεριάτικη ηλιοφάνεια. Μόνο η χιονισμένη του κορυφή φαινόταν από το παράθυρο, σαν μονάχη να στέκει πάνω εκεί ψηλά, ως κάποιο μυθοθεϊκό αεροσκάφος.
Αυτή η ιστορία είναι απόσπασμα από το βιβλίο μου «Από το Κέιπ Τάουν στην Αλεξάνδρεια», στο οποίο αφηγούμαι το επικό, μοναχικό μου ταξίδι από άκρη σε άκρη της σαγηνευτικής Αφρικής, και διαβιβάζω μία σοβαρή μεν, γλαφυρή δε, απεικόνιση της ετερόμορφης και ιδιάζουσας αφρικανικής πραγματικότητας.
Δεύτερη φορά το είδα από το Μέρου· συνεχώς παρόν στο πέραν της ανατολής, να παίζει κρυφτό ανάμεσα στα σύννεφα, και να αλλάζει τις διάφορες χροιές του καθώς ο ήλιος πήγαινε αποδίπλα τού στην άλλη μεριά του ορίζοντα, ξανά και ξανά, μέρα με την μέρα. Το θωρούσα κάθε που εμφανιζόταν, και μού γεννούσε συναισθήματα παρεμφερή αυτών που νιώθει κανείς θωρώντας τον Όλυμπο από τον Κίσσαβο· αλλά σε διπλή ένταση λόγω της διπλάσιας κλίμακας.
Τώρα το έβλεπα για τρίτη φορά. Ογκωνόταν και τράνευε στα ύψη του ουρανού, καθώς το πλησιάζαμε με το αυτοκίνητο που μας οδηγούσε στο χωριό Ματσάμε, υπό την νοτιοδυτική πλαγιά του όρους. Αποκεί θα αρχίζαμε σύντομα πορεία μακρά προς την κορυφή της Αφρικής. Χάθηκε τελικά από την όρασή μας, πίσω από τις πυκνές φυλλωσιές του βροχοδάσους, στο οποίο εισήλθαμε καθώς κοντεύαμε πια το Ματσάμε.
Αυτά όσον αφορά βεβαίως τα φυσικά. Στην φαντασία και τους ρεμβασμούς μου, πολλάκις το είχα αντικρίσει στο παρελθόν, από τότε ακόμη που πρωτοέμαθα περί της ύπαρξής του. Και το είχα σκαρφαλώσει, και είχα πηδήξει από την κορυφή του με αιωρόπτερο, και εν ολίγοις, είχα κάνει σχεδόν τα πάντα που δύναται κανείς να κάνει στον φαντασιακό του κόσμο όντας σε ένα τέτοιο βουνό.
Η όλη ιδέα αυτού του αφρικανικού ταξιδιού που πραγματοποιούσα ήταν στην ουσία η μετεξέλιξη και επέκταση ενός αρχικού σχεδίου ανάβασης αυτού του όρους. Αυτό το όρος που πλησιάζαμε τώρα, το λίκνο και αποκορύφωμα των αφρικανικών μου περιπετειών· αυτό θα σκαρφάλωνα τώρα με σάρκα και οστά.
Φτάσαμε προμεσήμερα στην πύλη Ματσάμε· έφυγε ο οδηγός με το αμάξι που είχα μισθώσει να μας φέρει εκεί· και πήραμε, εγώ και οι δύο μου σύντροφοι, να ετοιμαζόμαστε για την ανάβαση. Η οργάνωση του όλου εγχειρήματος ήταν κάπως δύσκολη, δεδομένου ότι επεβάλλετο να κρατήσω το κόστος το δυνατόν χαμηλότερο. Εν αντιθέσει με το Μέρου, εδώ δεν θα μας συνόδευε καλασνικοφόρος κολαούζος. Ήταν ωστόσο υποχρεωτική η συνοδεία από πιστοποιημένο οδηγό. Αυτός θα ήταν ο Μάκης: ένας σαρανταπεντάχρονος Τανζανός Τσάγκα, τον οποίο γνώρισα στην Αρούσα· και αφού κατείχε την άδεια οδηγού βουνού, κανονίσαμε να πάμε πάνω παρέα. Επίσης μαζί μάς θα ήταν και ο Κάσπερ: ένας ακόμη Τσάγκα, τριανταπέντε περίπου χρονών, τον οποίον είχα γνωρίσει στο Μέρου.
Κάμποσες ωρίτσες πήρε να τελειώσουμε με τα διαδικαστικά και την χαρτούρα στην πύλη. Ευθετήσαμε σε τρεις σάκους όλα τα εφόδια: ρουχισμό, σκηνές, υπνοσάκους, φαγητό, μαγειρικά, τσιγάρα, μπλα-μπλα-μπλά, και μπόλικο χόρτο. Τους φορτωθήκαμε, γύρω στα είκοσι κιλά έκαστος, και απογεύματος πεσόντος πλέον, πήραμε την ανηφόρα.
Εύκοπη πεζοπορία προβλεπόταν για την πρώτη μέρα της ανάβασης. Ξεκινήσαμε σε υψόμετρο 1800 μέτρων και ακολουθήσαμε το στρωτό και περιποιημένο μονοπάτι μέσα από το πυκνό βροχοδάσος που καλύπτει τα κατώτερα στρώματα του Κιλιμαντζάρου, και αποτελεί την πρώτη από τις τέσσερις διαφορετικές κλιματικές ζώνες που απαντώνται ανά τα υψομετρικά επίπεδα του όρους.
Πραγματικά, το δάσος αυτό ήταν μοναδικού χαρακτήρα και ξεχωριστού κάλλους. Πεζοπορούσαμε διαρκώς υπό τον βαθύ ίσκιο παράξενων, πανύψηλων, δασύφυλλων δένδρων. Αυτά ήταν τυλιγμένα με χοντρές πλεξούδες βρύων, που ανερριχώντο στους αψηλούς κορμούς και κρέμονταν μακρινάρια από τα κλαδιά. Η βάση του δάσους έβριθε από χαμόδενδρα, θάμνους, και ένα συνονθύλευμα κατάπηχτης πρασινάδας. Πού-και-πού θα έβλεπες και κάποιο ζωηρόχρωμο πτηνό να διαπετάει αστραπιαία ανάμεσα στα φυλλώματα· ενώ πολλά ακόμη παρέμεναν κρυμμένα και ήνδαναν ή έκραζαν αλλόκοτες ωδές ή κραυγές. Καλά κρυμμένες ήταν επίσης και οι σπάνιες κολοβές μαϊμούδες, τις οποίες μπορούσες να ακούσεις κατά διαστήματα, καθώς θα χοροπηδούσαν και θα ακροβατούσαν ψηλά πάνω στα δένδρα.
Η βλάστηση είχε αραιώσει όταν, μετά από τρεις-τέσσερις ώρες δρόμου, φτάσαμε στην κατασκήνωση Ματσάμε, στα 3000 περίπου μέτρα υψόμετρο, όπου και θα κατασκηνώναμε αυτήν την πρώτη νύχτα. Καθώς είχαμε ξεκινήσει αργά, το μονοπάτι μέχρις εκεί ήταν σχετικά έρημο. Ωστόσο δεν έπεσα στην παγίδα να θεωρήσω βεβιασμένα ότι θα είχαμε μία σχετικά ιδιωτική ανάβαση. Χιλιάδες χιλιάδων ανθρώπων προσέρχονται κάθε χρόνο στο βουνό, όπως πραγματοποιήσουν σεπτό προσκύνημα σε αυτό το περίλαμπρο μανιφέστο της παντοδυναμίας της μητέρας φύσης. Πόσο-μάλλον τώρα, που ήταν και η ευνοϊκότερη καιρικά εποχή του έτους προς περάτωση της ανάβασης… Ολόκληρο σύνταγμα άνετα θα σχημάτιζε το ανθρωπομάνι πού είχε ήδη συναθροιστεί στην κατασκήνωση, και από της επαύριον αρχίζουσας, θα προχωρούσαν ταυτόχρονα με εμάς.
Χαρά θεού και φύσης και ανθρώπου ξημέρωσε το επόμενο πρωί. Εκθαμβωτικά στραφτάλιζε η χιονοσκέπαστη κορυφή του όρους υπό την διαυγή ηλιοφάνεια. Τόσο αλαργινή και άπιαστη φαινόταν ακόμη εκεί ψηλά στον ουρανό· πιο κοντά από ποτέ άλλοτε, μολοντούτο. Περάσαμε το πρωινό μας χαλαρά και ράθυμα: φαγάκι, καφεδάκι, τσιγαράκι, κι άλλο καφεδάκι, κι άλλο τσιγαράκι… Αφού εν τω μεταξύ η κατασκήνωση είχε εκκενωθεί και είχαμε απομείνει τελευταίοι, μαζεύσαμε και ξεκινήσαμε, ύστερο πρωί, προς τα πάνω κι εμείς.
Πήραμε τον δρόμο· δεξί πόδι μπρος, αριστερό πόδι μπρος, δεξί, αριστερό… Πυκνά νέφη πλάκωσαν την νότια πλαγιά του Κιλιμαντζάρου, και την βύθισαν σε ομίχλη βαθιά και ζοφώδη. Το τοπίο είχε αρχίσει να αγριεύει και να αποξενώνεται. Το όργιο ζωής που χθες επικρατούσε στο βροχοδάσος είχε πλέον εκλείψει. Είχε τώρα αντικατασταθεί από ζωή επίλεκτη και υπερφυσική. Εξωγήινα φάνταζαν τα λιγοστά δένδρα και φυτά που ξεπετάγονταν εδώ-και-‘κεί ανάμεσα στα κατσάβραχα. Κατιτί δυσοίωνο μού εδόκει σχετικά με εκείνον τον εσμό των παχύραμφων, πισσόχρωμων κοράκων που μας είχε πάρει από κοντά καθ’ όλη την διαδρομή. Με θράσος πολύ μας ζύγωναν, και οι διάτορες κραυγές των έσχιζαν την σιωπή της ομίχλης, προξενώντας σύγκρυο στην ψυχή σου κατά το πέρασμά των.
Όταν η σύντομη σημερινή μας πορεία πήρε τέλος, είχαμε φτάσει στην κατασκήνωση Σίρα, στα 3800 περίπου μέτρα. Η θερμοκρασία είχε πια πέσει σε χειμερινά επίπεδα. Ζεστά ντυμένοι, στριμωχτήκαμε στην μία από τις μικρές σκηνές που φέραμε μαζί μάς. Είχαμε πιάσει από μία γωνία ο καθείς, ενώ στην μέση έκαιγε η γκαζομπουκάλα παράγοντας μία ελαφρά ζεστούλα· όχι σημαντική, αλλά ιδιαιτέρως ευφραντική μέσα στην βουβή παγωνιά. Η σιγή ήταν βαθιά· την έσπαζε μόνο το μεταλλικό τσάνκα-τσούνκα που παρήγαν οι καλαμποκόσποροι, καθώς προσέκρουαν στο αλουμινόχαρτο που τους σκέπαζε ενόσω ψήνονταν για να γίνουν ποπκόρν.
Ήμασταν και οι τρεις σιωπηλοί. Εγώ είχα την μύτη χωμένη μέσα σε μία κούπα με καυτό τσάι· να θάλπεται από την αρωματική ζεστασιά που απελευθερωνόταν καθώς, ρυθμικά και ευλαβικά, φυσούσα την επιφάνεια. Ο Κάσπερ ασάλευτος καθόταν στην γωνιά του και κοιτούσε έξω από το άνοιγμα της σκηνής· ενώ τα λαμπυρίζοντα, χαύνα μάτια του φανέρωναν κάποιον πονεμένο λογισμό. Ο Μάκης είχε εξ ολοκλήρου αφοσιωθεί στην αργή και μαστορική προετοιμασία ενός καλώς φορτωμένου μπάφου.
Κάπως έτσι περάσαμε το απόγευμα, μέχρι που κοντοζύγωνε βράδυ. Εισέδυσαν τότε ξάφνως στην σκηνή κάποιες ισχνές αχτίδες φωτός, και ανάγκασαν την ψυχή μου να σκιρτήσει. Εξήλθα και μαρτύρησα την ομίχλη να έχει αποχωρήσει. Πυκνά σύννεφα ακόμη κάλυπταν τον άνω ουρανό, αλλά μία λωρίδα γαλανού είχε ξεπροβάλει υπέρ του δυτικού ορίζοντα, εκεί ακριβώς που στεκόταν το Μέρου, φέρον κι αυτό ένα προσκολλημένο σαν χλαπάτσα, ογκώδες σύννεφο πάνω στην κορυφή του, που το έκανε να μοιάζει με μανιτάρι. Εκεί ακριβώς, υπέρ του Μέρου, ξεπρόβαλε και ο ήλιος κάτω από τα σύννεφα. Έλουσε με θερμό φως την πλαγιά που μας φιλοξενούσε, δημιουργώντας μία αποθεωτική ατμόσφαιρα για πέντε-δέκα λεπτά, και χάθηκε πάλι πίσω από το Μέρου· εγκαταλείποντας το Κιλιμαντζάρο στο νυχτερινό ψύχος.
Μετά από έναν καλό ύπνο ― θαλπωρικά κουρνιασμένος μέσα στον υπνόσακο ― ξημέρωσε και η επόμενη μέρα. Το ίδιο σκηνικό με χθες: πρωινή ευδία, ράθυμες ετοιμασίες, και έναρξη της πορείας. Πήραμε την ανηφόρα πάνω από το πλατό Σίρα. Σύντομα ύστερα, πλάκωσαν πάλι η ομίχλη και οι κόρακες. Όταν φτάσαμε στο κορύφωμα της πλαγιάς, στα 4600 μέτρα περίπου, ευρεθήκαμε να θαυμάζουμε τον πύργο της λάβας· ίσως τον δραματικότερο σχηματισμό αυτού του όρους. Αυτό δεν ήταν άλλο απότι το όνομά του υποδεικνύει: ένας πελώριος πύργος ηφαιστειακού πετρώματος, που περήφανα προεξείχε από την πλαγιά του βουνού. Με λίγη φαντασία, και αγνοώντας ή αναμερίζοντας λίγο την επιστήμη, κάλλιστα θα μπορούσε κανείς να υποθέσει πως τον είχαν χτίσει Κύκλωπες, οι κάποιες αφρικανικές εκδοχές αυτών τελοσπάντων, σε κάποιον καιρό αρχαίο.
Μείναμε εκεί όλο το μεσημέρι, ώστε να επιτύχουμε καλύτερο εγκλιματισμό στο υψόμετρο. Φάγαμε, ήπιαμε, καπνίσαμε, παίξαμε και λίγο σκαρφαλώνοντας τις πλευρές του πύργου, και πήραμε πάλι τον δρόμο· κατεβαίνοντας αυτή την φορά από την πέρα μεριά. Το μονοπάτι ήταν κακοτράχαλο, και η μπόλικη λάσπη και τα πρώτα ίχνη χιονιού που εκεί απαντήσαμε το καθιστούσαν γλιστερό. Τελικά κατεβήκαμε στα 3800 μέτρα πάλι, μέχρι το Μπαράνκο, όπου και θα κατασκηνώναμε απόψε.
Την επομένη το πρωί ξεκινήσαμε την πορεία προς το Μπαράφου: το τελευταίο κατασκηνωτικό πεδίο, στην βάση της κορυφής Ουχούρου: της κορωνίδας της Αφρικανικής Ηπείρου. Πήραμε να σκαρφαλώνουμε τον απότομο τοίχο του Μπαράνκο. Η πορεία εγεγόνει μακρά και το οξυγόνο αραιότατο. Ο Κάσπερ, που είχε ήδη από χθες χτυπηθεί από υψοναυτία, εξαντλήθηκε στον δρόμο. Έτσι τον ξεφορτώσαμε απ’ όσα πράγματα μπορούσαμε να φορτωθούμε ακόμη, και τον αφήσαμε πίσω να ανέβει στον ρυθμό του μέχρι το Μπαράφου, όπου θα έμενε να ξεκουραστεί, και δεν θα μας ακολουθούσε στην κορυφή.
Συνεχίσαμε με τον Μάκη. Ολότελα αμίλητοι ανεβαίναμε, βήμα-βήμα, πνίγοντας κάθε λέξη που μπορεί να θέλαμε να πούμε στο λαρύγγι, για να μην σπαταλήσουμε ενέργεια. Ο Μάκης, για να υποστηρίξει λίγο το φορτίο του, είχε σφίξει το επιστήθιο λουρί του σάκου του ανάμεσα στις δυο του χούφτες· τις οποίες είχε πλέξει αναμεταξύ τών με τα δάχτυλα, και καθόλου δεν τις έλυσε καθ’ όλον τον δρόμο. Παραμόνο προχωρούσε επίμονα και υπομονετικά, με τις παλάμες ενωμένες μπροστά στο στέρνο του, και με εκείνο το καμπουρωτό βάδισμα που τον έκανε να μοιάζει με προσευχόμενο στον δρόμο, ευλαβή προσκυνητή. Εγώ πάλι, υποστήριζα το δικό μου φορτίο εναλλάξ: πότε αρπάζοντας με τα χέρια τους ιμάντες του σάκου πάνω από τους ώμους· πότε τοποθετώντας τα αποκάτω τού, στην στάση εκείνη που κουβαλάει τον βράχο ο Οβελίξ.
Προχωρούσα το λοιπόν σιγά-σιγά, σιωπηρός· δεξί, αριστερό, δεξί, αριστερό, γρικώντας ευλαβικά την μουσική του σώματός μου: Μαέστρος η καρδιά έδινε τον ρυθμό: Γκαπ-γκαπ-γκαπ-γκαπ, ένα-δύο-τρία-τέσσερα, και ένα-δύο-τρία-τέσσερα. Ακομπάνιαραν και τα πνευμόνια: φφ-φφ-φου-φου, εισ-πνοή-εκ-πνοή, και εισ-πνοή-εκ-πνοή. Ακολουθούσε και όλος ο υπόλοιπος μηχανισμός συνθέτοντας μία αρμονική συμφωνία.
Με-τα-πολλά, φτάσαμε τελικά στο Μπαράφου, στα 4640 μέτρα, κατά το μεσημέρι, και στήσαμε σκηνές. Ξεπρόβαλε μετά από λίγο και ο Κάσπερ μέσα από την ομίχλη. Τυλιγμένοι με όσα ρούχα είχαμε, την βγάλαμε φωλιασμένοι μέσα στην μία σκηνή. Τσάι, φαΐ, χόρτο, κουβέντα… περνούσε η ώρα. Κόντευε να βραδιάσει. Έπρεπε να κοιμηθώ νωρίς, διότι μας περίμενε μακρά νύχτα και μακροτέρα μέρα αύριο· αλλά δεν μπορούσα. Μία υπερδιαγείρουσα συγκίνηση με είχε συνεπάρει· από αυτές που κάνουν την σκέψη και-μόνο του ύπνου αστεία.
Αφού οι άλλοι έπεσαν τελικά για ύπνο, κι εμένα η συγκίνησή μου δεν θα χωρούσε ακόμη στην σκηνή, έμεινα μόνος να βολοδέρνω τριγύρω στα ακροπλάγια. Κατά το ηλιοβασίλεμα, έκανε ο ουρανός ένα σύντομο ξάνοιγμα, ακριβώς στο σημείο που στεκόταν το Ουχούρου. Πόσο κοντά φαινόταν τώρα! Μόνο λίγα παραπάνω από χίλια μέτρα με χώριζαν από την σκεπή της Αφρικής! Σε λίγες ώρες θα ευρισκόμουν εκειπάνω.
Έπεσε η νύχτα, πλάκωσε το σκοτάδι, και πήγα τελικά κι εγώ και χώθηκα στον υπνόσακο· όχι διότι νύσταζα, αλλά διότι το ψύχος είχε καταστεί πολικό. Ώρες πρέπει να έμεινα κουκουλωμένος μέσα στον υπνόσακο, εντός της παγερής και σκοταδερής σκηνής, να συλλογούμαι περασμένες και άμεσα επικείμενες εκστατικές συγκινήσεις, μέχρι που εν τέλει αποκοιμήθηκα.
Δεν θα είχα συμπληρώσει δύο ώρες ύπνου, όταν περασμένης μεσονυκτίας, μού σήμανε ο Μάκης εγερτήριο. Ήταν ώρα να ξεκινήσουμε προς την κορυφή. Συγκέντρωσα όλο μου το κουράγιο για να εξέλθω του υπνοσάκου, και πέταξα στα-γρήγορα πάνω μού όσα ρούχα είχα. Το ψοφόκρυο περόνιαζε κόκκαλα. Το θερμόμετρο έγραφε μείον δεκαοκτώ Κελσίου. Πέταξα μέσα σε μία μικρή τσάντα που είχα τα λιγοστά πράγματα που χρειαζόμουν να πάρω μαζί στην κορυφή, τοποθέτησα και τον φακό κατακούτελα, και βγήκα έξω. Ο Μάκης είχε ήδη κάνει καφέ. Ήπιαμε από δύο κούπες, καπνίσαμε κι από δύο τσιγάρα, φάγαμε κι από δυο-τρία μπισκότα, ανυψώθηκε το ηθικό, και μαρς. «Τutakwenda kileleni!» είπε ο Μάκης.
Πεντακάθαρη είχε ξανοίξει η ατμόσφαιρα. Λαμποκοπούσαν οι άπειροι ήλιοι του σύμπαντος πάνω από τα κεφάλια μας· και παρ’ όλον αυτόν τον μακρύ δρόμο που είχαμε ανέβει προς αυτούς, έμοιαζαν πιο απρόσιτοι από ποτέ· και έτι απώτεροι μετά από κάθε βήμα που κάναμε. Ύστερα σταμάτησα πια να σηκώνω το βλέμμα, διότι η θέα του ουρανού μού προκαλούσε τρομάρα, μέχρι που με κυρίευε ίλιγγος. Κόλλησα το βλέμμα μου κάτω· να βλέπει μόνο το μικρό κομμάτι εδάφους όπου θα προσγειωνόταν το κάθε μου επόμενο βήμα· ενώ έστιλβαν υπό το φως του φακού μου τα παγοκρυσταλλίδια που επεκάλυπταν τις πέτρες που πατούσα.
Είχαμε πια ξεπεράσει τα 5000 μέτρα υψόμετρο και ανεβαίναμε σταθερά. Η περιεκτικότητα του οξυγόνου στον αέρα είχε πέσει υπό το ήμισυ αυτής που ήταν στην βάση του βουνού. Είχα αρχίσει να νιώθω το κεφάλι μου ελαφρύτερο, ή μάλλον άυλο· και οι αισθήσεις μου έκαναν παιχνιδάκια. Τέτοια κόλπα δεν με πτοούσαν όμως. Μάλλον μού άρεσαν κιόλας. Μού θύμιζε, η όλη αυτή αίσθηση, κάτι σαν τριπάκι ψιλοκυβινούχου μανιταριού.
Ακαταπτόητος ανέβαινε και ο Μάκης με βήμα σταθερό. Μόνο μία φορά σταμάτησε κάπου και μού έκανε νόημα να περιμένω. Έκλεισε τα μάτια για δέκα δευτερόλεπτα ― σαν να συγκεντρωνόταν να ανασύρει όλη την απομένουσα στα έγκατα της ψυχής του δύναμη. Τα άνοιξε πάλι, μού έριξε ένα αστραπιαίο βλέμμα, αποφασιστικό και ενθαρρυντικό, και έβαλε πάλι μπρος τον δρασκελισμό.
Λαός πολύς ανέβαινε εκείνη την νύχτα προς την κορυφή. Οι πρώτοι είχαν ήδη ξεκινήσει από νωρίς το προηγούμενο βράδυ. Ενώ οι τελευταίοι λίγο πριν από εμάς, που ξεκινήσαμε ουραγοί. Θέλαμε ωστόσο να φτάσουμε στην κορυφή πρώτοι. Όχι για την πρωτιά καθαυτή, αλλά για να ευτυχήσουμε να βιώσουμε την κορυφή ήσυχη, πριν μαζευτεί πάνω όλο το ασκέρι. Είχαμε πάρει φόρα το λοιπόν, και προσπερνούσαμε την-μία-μετά-την-άλλη τις συστάδες των υπολοίπων ανερχομένων.
Τους είχαμε πια αφήσει όλους πίσω όταν φτάσαμε στο σημείο Στέλλα· στην παρυφή της στεφάνης του κρατήρα του όρους. Αυτό ήταν σχεδόν· η σκληρή ανάβαση είχε πάρει τέλος. Σταθήκαμε δυο λεπτά. Ανταλλάξαμε συγχαρητήρια διανέματα ― αφού οι φωνές μας είχαν σβήσει από την υπερπροσπάθεια ― και μείναμε να χαζεύουμε το μαύρο χάος που απλωνόταν κάτωθέν μάς. Μόνο η σιλουέτα της πλαγιάς ξεχώριζε αχνά μέσα στο σκότος. Πέρα κάτω, πάνω στην πλαγιά, διακρίνονταν κάποιες αργοκίνητες αράδες φωτεινών στιγμάτων, που ήταν οι φακοί των υπολοίπων ορειβατών που ακολουθούσαν. Και ακόμη πιο πέρα κάτω, φέγγιζαν αμυδρώς οι ανθρώπινες πολιτείες.
Κινήσαμε να αποτελειώσουμε τον λίγο, εύκοπο, υπολειπόμενο δρόμο προς την κορυφή. Το πρώτο ισχνό φως της χαραυγής είχε αρχίσει να αλλάζει την χροιά του ανατολικού ορίζοντα την στιγμή που πατούσαμε εκείνο το κομμάτι γης· εκεί που δεν είχε να πας πιο πάνω.
CONGRATULATIONS
YOU ARE NOW AT UHURU PEAK, TANZANIA, 5895M. AMSL.
AFRICA’S HIGHEST POINT
WORLD’S HIGHEST FREE-STANDING MOUNTAIN
ONE OF THE WORLD’S LARGEST VOLCANOES
WELCOME
Έτσι ανέγραφε η πινακίδα που απαντήσαμε στην σκεπή της Αφρικής. Μας καλωσόριζε στην κορυφή της ελευθερίας. Εκείνη την στιγμή, και για την επόμενη μισή ώρα περίπου, ήμουν ο υψηλότερα ευρισκόμενος άνθρωπος σε ολόκληρη την ήπειρο. Πόσο μικρός και ασήμαντος μου φάνταξε ο κόσμος! Η κορυφή αυτή δεν θα μπορούσε να έχει πάρει πιο ταιριαστό όνομα. Αυτή ακριβώς η αίσθηση που ένιωσα εκειπάνω… αυτή ήταν ο κολοφώνας της ελευθερίας!
Το χάραμα προόδευε. Από-λεπτό-σε-λεπτό θα ανέτειλε ο ήλιος. Καρτερικά τον περιμέναμε και υπομέναμε τον δυνατό, τσουχτερό άνεμο και την παγωνιά. Θέλησα να ανάψω ένα τσιγάρο να περάσει η ώρα· μα δεν μπόρεσα· τα χέρια μου είχαν κρυσταλλώσει και καταστεί εντελώς άχρηστα. Πήρα να κάνω βόλτες πέρα-δώθε στην κορυφή ώστε να κρατηθώ ζεστός, μέχρι που η ανατολή είχε αρχίσει να αναψοκοκκινίζει, προαναγγέλλοντας την επικείμενη άφιξη του ηλίου. Πήγα το λοιπόν και στάθηκα κατέναντί τού, αναμένοντας την μεγαλοπρεπή του εμφάνιση.
Πυρωνόταν, πυρωνόταν η ανατολή· σίμωνε, σίμωνε έτι μία νίκη του φωτός επί του σκότους. Όλο-και ξεφρένιαζε το καρδιοχτύπι που δονούσε μέσα στον θώρακά μου, μέχρι που το ηλιοστέφανο άγγιξε τον ορίζοντα, και οι πρώτες ορθρινές ακτίνες έσκασαν, με την ιλιγγιώδη των ταχύτητα, μέσα στις κόρες των οφθαλμών μου. Δάκρυα πήραν να κυλούν μονοστιγμίς στις παρειές μου. Δεν ήταν δάκρυα λύπης, μα μήτε και χαράς. Ήταν δάκρυα μίας μυστικής, άφατης, εκστατικής ευφορίας· από δαύτην που σε συνεπαίρνει όταν αδυνατείς να πιστεύσεις πώς η ζωή δύναται να προσφέρει τόσο βαθιές συγκινήσεις, όσο αυτή που βιώνεις ταύτη ακριβώς την στιγμή· και μολονότι η συγκίνηση αυτή είναι τόσο αλλόκοτη και απόκοσμη που δεν μπορείς να καλοκαταλάβεις το τι γίνεται, το-δίχως-άλλο είναι εκεί, συμβαίνει, και αναντίρρητα ξέρεις ότι την ζεις.
Ένας μυστήριος παλμός γεννήθηκε μέσα μου· που όλο-και δυνάμωνε όσο ξεπρόβαλλε ο ήλιος. Εξεπέμπετο ρυθμικά από το στομάχι μου, και διέτρεχε κυματωδώς όλο μου το σώμα, τερματίζοντας στα ακροδάχτυλα και στο άνω μέρος του κρανίου μου, το οποίο μου δοκούσε να φλέγεται. Έχω βιώσει πολλές συγκινήσεις και χαρές βαθιές· αυτό το συναίσθημα όμως μού ήταν ανεπανάληπτο. Και μάλλον έτσι μέλλει να παραμείνει, έχοντας κερδίσει τον θώκο του στο βασίλειο των αναμνήσεών μου.
Το σκηνικό που το πρωινό φως μάς παρουσίασε ήταν απίθανο. Έρημο και άγριο απλωνόταν το αλπικό πλατό της κορυφής κάτωθέν μάς. Σαν κάστρα του παραδείσου φάνταζαν οι θεόρατοι παγετώνες που άστραφταν σχεδόν σαν τον ήλιο γύρωθεν. Ενεός, σαν ολότελα να είχα χάσει την υπόστασή μου, είχα μείνει να θεωρώ τα θαυμαστά που με περιέβαλλαν. Ο ήλιος είχε αρχίσει να παίρνει την άνω βόλτα στον ουρανό, όταν οι πρώτοι από τους υπολοίπους αναβάτες φάνηκαν κι αυτοί, γεμάτοι κατάπληξη και ευφορία ζωγραφισμένες στις εξαντλημένες των φυσιογνωμίες.
Ήταν ώρα να κατέβουμε σιγά-σιγά. Σιγά-σιγά, τρόπος του λέγειν δηλαδή· γαμιώντας ροβολήσαμε, τρέχοντας και τσουλώντας στις απότομες χαλικοσάρες. Νωρίς το πρωί είχαμε επιστρέψει στο Μπαράφου. Ο Κάσπερ είχε ήδη ετοιμάσει πρωινό και καφέ. Φάγαμε, ήπιαμε, καπνίσαμε, μαζεύσαμε, και κινήσαμε προς τα κάτω. Το απόγευμα ήμασταν στο κατασκηνωτικό πεδίο Μουέκα, όπου θα περνούσαμε την τελευταία εκείνη νύχτα στις πλαγιές του Όρους Κιλιμαντζάρο.
Ήμουν, εκείνο το απόγευμα, ξαπλωτός πάνω στο χορτάρι, σε ένα ήσυχο ξέφωτο κρυμμένο ανάμεσα στις λόχμες. Κάμποσο ηλιακό φως εύρισκε δίοδο ανάμεσα στα φυλλώματα και έφτανε μέχρι το έδαφος σε μορφή διακεκομμένων φωτοδεσμίδων. Κάπνιζα έναν παχύ μπάφο· θωρούσα κάποιες μέλισσες που πετούσαν χαρωπά και ξέγνοιαστα από το ένα άνθος στο άλλο· και τερπόμουν να θεωρώ την ικανοποίηση αυτή που λαμβάνει κανείς όταν, μετά από χρόνια και καιρούς, έχει μόλις κάνει πραγματικότητα ένα μεγάλο παιδικό όνειρο.
Αφότου κατέβηκα από το Κιλιμαντζάρο, το λοιπόν, επέστρεψα στη Αρούσα, όπου έμεινα λίγες ημέρες να ξεκουραστώ· καθώς και να αποφασίσω προς τα πού θα κινήσω ύστερα. Τώρα, δυο-τρία απογεύματα είχαν παρέλθει από εκείνο το τελευταίο απόγευμα που πέρασα στο βουνό. Και ευρισκόμουν πάλι αραχτός, χάμω στο χορτάρι, να πίνω ένα τσιγάρο και να συλλογούμαι τον αποχαιρετισμό αυτού του αγαπητού τόπου που θα εγκατέλειπα πρωί της επομένης.
Ήμουν σε μία χορτόφυτη αλάνα. Την είχα πέσει εκεί με την πλάτη στυλωμένη στον κορμό ενός δένδρου, τα πόδια τεντωμένα πάνω στο χορτάρι, και το δεξί μου χέρι να παιρνοφέρνει τον μπάφο στα χείλη μου. Ο ουρανός είχε αρχίσει να σκουραίνει. Μαζί τού και το Μέρου, το οποίο μάλλον θωρούσα για τελευταία φορά να προβάλλει έτσι αγέρωχο και τρομερό στο βάθος, πίσω από την κορυφογραμμή των κτιρίων της Αρούσας. Η πολιτεία όλη, σιωπηρή καθώς ήταν, έμοιαζε να συμβάλλει στο μαστούριασμά μου και να συμμετέχει στους λογισμούς μου.
Η ζωή είναι μικρή, ξεπετάχτηκε στον νου μου αυτό το χιλιοειπωμένο, τετριμμένο ρητό. Ποιο ψέμα μέγα, απροφάσιστο και αναίσχυντο! αντιγνώμησε κάτι μέσα μού, που μάλλον θα ήταν η ψυχή. Η ζωή είναι μεγάλη, πολύ μεγάλη, πάρα πολύ μεγάλη! συνέχισε να φωνάζει μέσα μού αυτό το κάτι. Και πρέπει να είχε δίκιο. Πώς θα μπορούσε αλλιώς να χωρέσει τόσες εμπειρίες, τόση συγκίνηση, τόσο ψυχικό μεγαλείο; Εάν ήταν μικρή δεν θα χωρούσε παρά πράμματα μικρά. Και όχι! Τα βιώματα του ανθρώπου είναι μεγάλα. Η φύση είναι μεγάλη, και ο άνθρωπος ευτυχεί να την βιώνει… Το-δίχως άλλο είναι τεράστια η ζωή.
Ο ήλιος είχε πια χαθεί από το ορατό μου πεδίο και σύντομα θα έδυε. Έκανα να υπολογίσω πόσες φορές είχε δύσει από την ημέρα εκείνη που εισήλθα σε αυτή την χώρα. Θα ήταν σαράντα, πενήντα… δεν μπορούσα να θυμηθώ ακριβώς· και ούτε είχε καμμία σημασία άλλωστε. Η αρίθμησή των δεν θα ήταν παρά συμβολική, μαθηματικού μόνο νοήματος. Η μέτρηση του χρόνου βρίσκει χρησιμότητα μόνο εφαρμοζόμενη στα πρακτικά προβλήματα της καθημερινότητας της ζωής. Αλλά όταν αφορά την αξιολόγηση της ζωής της ίδιας, όταν δηλαδή κάθεται κανείς να αναθιβάνει και να κρίνει την παρελθούσα του ζωή, η μέτρηση της διάρκειας αυτής, ή ο χρόνος εν γένει, δεν έχει θέση στην συνάρτηση. Το μόνο πράμμα που μετράει τότε είναι οι εμπειρίες· οι εμπειρίες που επιβιώνουν στην λαίλαπα του χρόνου υπό την μορφή τερπνών αναμνήσεων. Έτσι κι εγώ τότε, αναθιβάνοντας αυτό το τελευταίο διάστημα, έκρινα ότι μόνο τού το καθέν από αυτά τα σαράντα-πενήντα ηλιοδύσια ισοδυναμούσε σε ποιότητα με σαράντα-πενήντα ζωές ολάκερες.
Πήρα να θεωρώ την δαψιλή ποικιλία αδευτέρωτων εμπειριών που είχα βιώσει σε αυτόν τον τόπο. Είχαν εντυπωθεί και ριζώσει στην μνήμη μου τόσο γερά, που με αδιάσειστη βεβαιότητα με έκαναν να αισθανθώ πως ούτε και η πιο σαρωτική αμνημοσύνη των βαθυτάτων γηρατειών μου δεν θα δυνηθεί ποτέ να ξεριζώσει· και ούτε καν ο θάνατος μάλλον.
Ο ήλιος έδυσε, ο μπάφος αποκάηκε, και οι μέρες μου στην Τανζανία, την αγαπητή αυτή χώρα, έφτασαν στο τέλος των. Το ταξίδι, οι περιπέτειες, και οι συγκινήσεις, ωστόσο, δεν είχαν τελειώσει ακόμη· και ούτε καν κόντευαν να τελειώσουν. Σε λίγες ώρες θα αναχωρούσα προς τόπους νέους· όπου θα εύρισκα… δεν ήξερα τι ακριβώς, αλλά ωραία πράγματα το-δίχως-άλλο.