Πριν γίνει αυτό ωστόσο, έμενε ακόμη η εξόρμηση. Μέχρι εκείνη την στιγμή, είχα ήδη ανέβει το πρώτο, το τρίτο, και το τέταρτο των υψηλοτέρων βουνών της Αφρικής. Το δεύτερο, το Όρος Κένυα, ευρισκόταν μόλις εκατόν πενήντα περίπου χιλιόμετρα βόρεια από το Ναϊρόμπι, και σε καμμία περίπτωση δεν θα μπορούσα να το παραλείψω. Η αποστολή προς αυτήν την αφρικανική κορυφή θα ήταν, σε σχέση με τις άλλες, η πιο απαιτητική από τεχνικής άποψης. Εν αντιπαραβολή με την απλή πεζοπορία στο Κιλιμαντζάρο και τα λίγα σκαρφαλώματα και παγετώνες στο Στάνλεϊ, η κορυφή του όρους Κένυα μπορεί να προσεγγισθεί μόνο μέσω τεχνικής αναρρίχησης. Ωστόσο, η συνολικά μικρότερη διάρκεια της εξόρμησης, και οι κάπως λογικότερες αξιώσεις των κενυατικών αρχών σε σχέση με τις αντίστοιχες τανζανικές και ουγκαντικές, κατέστησαν την οργάνωση του όλου εγχειρήματος σχετικά σύντομη, εύκολη, και οικονομική. Έτσι, μία αποτελούμενη από καλά άτομα, ολιγομελής ομάδα, εκείνο το ηλιόλουστο πρωί, ξεκινούσαμε με ένα μισθωμένο βανάκι από το Ναϊρόμπι με προορισμό το Κενυοβούνι.
Αυτή η ιστορία είναι απόσπασμα από το βιβλίο μου «Από το Κέιπ Τάουν στην Αλεξάνδρεια», στο οποίο αφηγούμαι το επικό, μοναχικό μου ταξίδι από άκρη σε άκρη της σαγηνευτικής Αφρικής, και διαβιβάζω μία σοβαρή μεν, γλαφυρή δε, απεικόνιση της ετερόμορφης και ιδιάζουσας αφρικανικής πραγματικότητας.
Πολλά ερατεινά τοπία και γραφικά χωριουδάκια είχαμε την ευκαιρία να θαυμάσουμε ανά αυτόν τον δρόμο, μέχρι που το εξοχότερο των θεαμάτων, το ίδιο το όρος, κατέστη ορατό, στην αρχή μπροστά μάς, και έπειτα αποδεξιά μάς, καθώς οδηγούσαμε παραλλήλως των δυτικών του πλαγιών. Ο επιβλητικός του όγκος επεκτεινόταν ομαλά σε έναν κάθετο προς τους γήινους παραλλήλους άξονα, και χώριζε έτσι εγκαρσίως την ανατολή από την δύση. Κάπου στην μέση αυτού του όγκου, στο πιο περίοπτο σημείο, ξεπεταγόταν σαν ακίδα ο μυτερός εκείνος βράχος που αποτελεί το δεύτερο υψηλότερο σημείο της ηπείρου. Ώρα πολλή καθόμουν και θεωρούσα εντατικά εκείνη την κορυφή, συλλογιζόμενος το πώς το πέρασμα του χρόνου θα με φέρει αποκεικάτω που ήμουν τότε εκειπάνω που θα είμαι σε λίγες ημέρες· μέχρι που, έχοντας αφήσει πίσω μάς την νότια όψη της κορυφής, και έχοντας διαγράψει το εν τρίτο περίπου της περιφέρειάς της, αφιχθήκαμε κατά το μεσημεράκι στην κωμόπολη Νανιούκι.
Εκεί κάναμε μία τελευταία στάση όπως προμηθευτούμε τον απαραίτητο ρουχισμό και αναρριχητικό εξοπλισμό, καθώς και να γευματίσουμε. Με στομάχια και σάκους γεμάτα, λίγες ώρες μετά, μας άφησε το βανάκι στην πύλη του εθνικού πάρκου, στα 2600 μέτρα υψόμετρο· απ’ όπου θα ξεκινούσαμε την ανάβασή μας μέσω της διαδρομής Σιριμόνι.
Αφού τελειώσαμε με τα διαδικαστικά της εισόδου, πήραμε τον στρωτό χωματόδρομο που οδηγούσε προς τα πάνω. Η βλάστηση σε αυτό το βουνό, αποκεί κιόλας, ήταν εξαιρετικά αραιά. Τα δένδρα ήταν ελάχιστα, και η ομαλώς επικλινής βορειοδυτική πλαγιά του βουνού καλυπτόταν σχεδόν αποκλειστικά από χόρτα και φρύγανα. Εξού η θέα ήταν ευρεία και εκπληκτική από τα πρώτα κιόλας βήματα. Η ευχάριστη αυτή απογευματινή περπατησιά μας οδήγησε, μετά από περίπου δύο ώρες, δέκα χιλιόμετρα απόστασης, και επτακόσια μέτρα ανάβασης, στο καταφύγιο όπου θα διανυκτερεύαμε εκείνη την πρώτη νύχτα μας στο βουνό. Αφιχθήκαμε πάνω στην ώρα για το ηλιοβασίλεμα. Μόλις που πρόλαβα να στρίψω έναν μπάφο και να απομερισθώ για να θαυμάσω τις τελευταίες στιγμές της όμορφης ημέρας, πριν ο ήλιος βουτήξει πίσω από τον ορίζοντα της σαβάνας και παραδώσει το βουνό στο σκότος και το ψύχος.
Μετά από ένα καλό πρωινό με καφέ κατά την χαραυγή, ξεκινήσαμε νωρίς-νωρίς την ανάβαση της δεύτερης ημέρας. Εκτός από την βλάστηση που ήταν αραιότερη, το άλλο κύριο χαρακτηριστικό που διαφοροποιούσε αυτό το βουνό από τα υπόλοιπα ανατολικοαφρικανικά που είχα επισκεφτεί ήταν η αιθριότητα. Εκείνη η λημηρή ατμόσφαιρα που μας συνόδευε στον δρόμο προς τις κορυφές του Κιλιμαντζάρου και του Στάνλεϊ είχε εδώ δώσει την θέση της σε μία εξαίσια και κραταιά ευδία, που κυριαρχούσε στον ουρανό καθ’ όλη την διάρκεια της καθεμίας ημέρας της εξόρμησης. Ένα διαυγές γαλάζιο χρώμα μονοτονούσε όλο το πλάτος του ουρανού. Υαλοκοπούσαν ολόγυρα όλες οι προσήλιες βραχώδεις επιφάνειες. Μαρμαιρούσε από ψηλά και η παγοσκέπαστη κορυφή. Τερπόταν πανταχού και η χλωρίδα να εισροφεί ακόρεστα τις τηλαυγείς ηλιαχτίδες. Καλοκάρδιζαν και οι αετοί, οι γερακίνες, και τα λογιών πολλών μικρότερα πουλάκια να γυροφέρνουν χαρωπά στους λαγαρούς αιθέρες.
Ανηφορίζαμε κι εμείς τις ομαλές και διάπλατες πλαγιές του όρους. Μας έλουζε ο ήλιος άοκνα με άπλετο φως και ζεστασιά. Είχαμε περάσει τα 4000 μέτρα, και ο βαρύς ρουχισμός που φέραμε στους σάκους έμενε ακόμη εκεί αχρείαστος. Ακόμη ημίγυμνοι την πέσαμε για κολατσιό δίπλα στην όχθη μίας κρυσταλλόνερης ρεματιάς. Διάφοροι άλλοι ορειβάτες και πορτατόροι έκαναν εκεί το διάλειμμά των. Πολλοί εξ αυτών ασκούσαν την σιέστα των κατακεκλιμένοι επί των ζεστών, ηλιοκοπάνητων βράχων ή επί του απαλού χορταριού. Τούτο ακριβώς έπραξα κι εγώ. Αφού φάγαμε και ήπιαμε κι ένα τσιγαράκι, την έπεσα για έναν ελαφρύ υπνάκο πάνω σε έναν βράχο καταμεσής της ρεματιάς. Ποια εκλεκτή απόλαυση να κοιμάσαι υπό την αρμονική ήχηση κελαρυστών υδάτων, και να ονειρεύεσαι θεάματα γλυκά πάνω στο κοκκινωπό φόντο που έχουν τα βλέφαρά σου όταν τα χτυπάει απευθείας ένας θαλπωρικός ήλιος!
Αργότερα εκείνο το απόγευμα ευρισκόμασταν έξω από το δεύτερο καταφύγιο, με δέος να υποβλέπουμε την βορινή όψη του τρομακτικού Μπάτιαν: της κορωνίδας της ακιδωτής κορυφής του Όρους Κένυα. Και εκείσε, το επόμενο ξημέρωμα, υπό τις ίδιες ευδιάθετες καιρικές συνθήκες, συνεχίσαμε την πορεία μας. Φτάσαμε πολύ κοντά στον βορινό τοίχο της κορυφής, και χαζεύοντας τις απαράβλητες προς αυτήν θέες, την κυκλώσαμε από την δυτική πλευρά και ευρεθήκαμε τελικά κάτω από την νότιά της. Εκεί, στα 4700 μέτρα, ευρισκόταν το γνωστό ως αυστριακό, υψηλότεροκαταφύγιο στο όρος. Η βλάστηση είχε πλέον εκλείψει πλήρως. Ο τόπος όλος καλυπτόταν από άγρια βραχώδη ομορφιά, στολισμένη με αγέρωχους, κατάλευκους παγετώνες. Περάσαμε εκεί το μεσημέρι σκαρφαλώνοντας ― για λίγο ζέσταμα και δοκιμή του εξοπλισμού ― τους γύρω βράχους· και εν συνεχεία, χαλαρά όλο το απόγευμα με φαΐ, μαριχουάνα, και ζεστά ροφήματα. Μόνο σαν έπεσε ο ήλιος και το αγιάζι, κλειστήκαμε στο καταφύγιο για έναν ολιγόωρο υπνάκο.
Ο ήλιος θα ευρισκόταν ακριβώς κάτω από τα πόδια μας, και η ημισέληνος μόλις προ ολίγου είχε ανατείλει, όταν εγερθήκαμε καταμεσής της νύχτας και πήραμε να ετοιμαζόμαστε για την πολύωρη αυτή περιπέτεια που μας περίμενε εν μέσω μίας των μεγαλειωδέστερων εκφάνσεων της μητέρας φύσης. Φορέσαμε διπλά παντελόνια, ζακέτες, μπουφάν, γάντια, σκουφιά, και ό,τι είχαμε γενικότερα, ώστε να αντεπεξέλθουμε στις θερμοκρασίες, που κυμαίνονταν σε διψήφια υπό του μηδενός ποσά. Πετάξαμε μέσα στις σάκες αναρριχητικά παπούτσια, κραμπόνια, σχοινιά, καραμπινέρια, μποντριέ, φαγητό, τσιγάρα, και ό,τι άλλο θεώρησε ο καθείς σοφό, και αφού τοποθετήσαμε και τους φακούς στο κούτελο να υποβοηθήσουν το λιγοστό ηλιακό φως, που έφτανε σε μας αντανακλώμενο από το εν-τέταρτο της σεληνιακής επιφάνειας, αφήσαμε το καταφύγιο και ξεκινήσαμε την μακρά πορεία.
Στην αρχή ροβολήσαμε ίσαμε τριακόσια μέτρα κάτω το κακοτράχαλο μονοπάτι που μας οδήγησε στο κατώφλι του παγετώνα Λιούις· ο οποίος καλύπτει το διάσελο ανάμεσα στην υψηλή κορυφή του όρους και την χαμηλότερη κορυφή Λενάνα. Ανεβήκαμε στον πάγο και πήραμε να τον διασχίζουμε, χαζεύοντας όλο-δέος τις ζοφερές σιλουέτες των κορυφών που μας περιστοίχιζαν και τα κατάσπαρτα στον ουρανό άστρα, που μαζί με το φεγγάρι, ταξίδευαν αργά-αργά από την ανατολή στην δύση. Το φεγγάρι κόντευε πια να μεσουρανήσει, και μία ζεστόχρωμη κορδέλα είχε φανεί στον ανατολικό ορίζοντα, όταν κατεβήκαμε από την άλλη μεριά του παγετώνα και πήραμε να ανηφορούμε την απότομη σάρα προς την βάση της κορυφής.
Σαν φτάσαμε κι εκεί, ο ήλιος είχε μόλις ανατείλει και φωτοβολούσε κατάμουτρα τον νοτιοανατολικό τοίχο της κορυφής, όπου σύντομα θα αρχίζαμε να αναρριχόμαστε. Ευρισκόμασταν σε υψόμετρο 4800 μέτρων· και είχαμε μπροστά μάς δώδεκα ώρες ημέρας για προφτάσουμε να αναρριχηθούμε τα 400 μέτρα που μας χώριζαν από την δίδυμη κορυφή του Μπάτιαν: Νέλιον· εν συνεχεία να διέλθουμε μέσω του στενού περάσματος, γνωστού ως η πύλη της ομίχλης, προς το Μπάτιαν· και τέλος, να γυρίσουμε τουλάχιστον ως το Νέλιον πριν την δύση, απ’ όπου θα μπορούσαμε να ραπελάρουμε πάλι προς τα κάτω ασφαλώς και την νύχτα. Δεδομένου ότι ήμασταν έξι άτομα με δύο μόνο σχοινιά, και θα έπρεπε να συνωστιστούμε πάνω στην διαδρομή της ορθοπλαγιάς, το όλο εγχείρημα θα καθίστατο υπερβολικά χρονοβόρο, και η επιδίωξη της επίτευξής του φάνταζε κατιτί υπεραισιόδοξη. Ωστόσο είχα καλή πίστη. Χωρίς να χρονοτριβήσουμε πολύ, ζωστήκαμε τα σύνεργα, τσιμπήσαμε κάτι, καπνίσαμε κι ένα τσιγάρο να θαυμάσουμε την μεγαλοπρεπή θέα που η άφιξη του ηλίου είχε φανερώσει, και πήραμε να σκαρφαλώνουμε τον κρύο βράχο.
Σχοινιά την σχοινιά, τραβερσάραμε μία αριστερά, μία δεξιά, άλλη σκαρφαλώναμε ίσα πάνω, και κερδίζαμε διαρκώς ύψος. Η ακτίνα της θέας ευρυνόταν όλο-και περισσότερο, καθιστώντας ορατό το Κιλιμαντζάρο και άλλες τρανές βουνοκορυφές που υπερεξείχαν του πέπλου αχνάδας που σκέπαζε τις απέραντες, επίπεδες πεδιάδες στα ανατολικά και νότια του βουνού. Τα προβλήματα που μάς προέκυψαν ανά την διαδρομή ήταν πολλά και πολλαπλών φύσεων. Έτσι ο ρυθμός μας, παρότι σχετικά σταθερός, ήταν κατά πολύ βραδύτερος από τους οπτιμιστικούς μου υπολογισμούς.
Κατά το μεσουράνημα του ηλίου πια, είχαμε βγάλει μια δεκαριά σχοινιές· μόλις την μισή περίπου απόσταση μέχρι το Νέλιον. Κάπου εκεί κατέστη πασιφανής η ανάγκη να υποβαθμίσουμε το στάτους του της κατάκτησης του Μπάτιαν εγχειρήματος από υπεραισιόδοξο σε αδύνατο. Εξετάσαμε επίσης την ιδέα να διανυκτερεύσουμε σε ένα μικρό παράπηγμα που είναι στημένο σε ένα παταράκι πριν το Νέλιον, και να συνεχίσουμε την αυριανή. Αλλά και αυτό κρίθηκε αδύνατο· αφού, ακόμη και να καταφέρναμε να στριμωχτούμε έξι άτομα σε έναν χώρο που είναι κανονικά για δύο, δεν επαρκούσαν οι προμήθειές μας. Οπότε, το μόνο που έμενε ήταν να συνεχίσουμε με στόχο το Νέλιον: την κατά ένδεκα μέτρα χαμηλότερη, δεύτερη ψηλότερη κορυφή του Όρους Κένυα.