Έτσι και ένα άλλο βραδάκι, θυμάμαι που την είχα πέσει μοναχός μού στο ανώτερο στρώμα αυτής της εξέδρας. Καθόμουν εκεί με την συντροφιά των ονειρογόνων ντουμανιών της μαριχουάνας, να συλλογούμαι πράγματα όπως ο χρόνος και η κίνηση. Τώρα είμαι εδώ, αύριο θα είμαι εκεί, συλλογίστηκα ενώ τηρούσα την αίγλη εκείνου του αγαστού, κωνικού γίγαντα που στεκόταν αγέρωχος πέρα από το βορινό όριο της πολιτείας: το Ηφαίστειο Μέρου: το τέταρτο υψηλότερο όρος της Αφρικανικής Ηπείρου.
Αυτή η ιστορία είναι απόσπασμα από το βιβλίο μου «Από το Κέιπ Τάουν στην Αλεξάνδρεια», στο οποίο αφηγούμαι το επικό, μοναχικό μου ταξίδι από άκρη σε άκρη της σαγηνευτικής Αφρικής, και διαβιβάζω μία σοβαρή μεν, γλαφυρή δε, απεικόνιση της ετερόμορφης και ιδιάζουσας αφρικανικής πραγματικότητας.
Ικανοποιημένος από την ύπαρξη, την δική μου και του κόσμου, αποχώρησα από το στάδιο εκείνο το βράδυ, όταν πια, η πολιτεία πρώτα και μετά το όρος, είχαν βυθιστεί στο σκοτάδι. Μισή στροφή και κάτι παραπάνω έκανε η γη γύρω από τον ζωοδόχο ήλιο. Έκανα κι εγώ λίγα χιλιόμετρα με ένα πικιπίκι, και ευρισκόμουν στην υπώρεια του Μέρου, έτοιμος να κινήσω προς τα πάνω.
Ωστόσο, εν τη προκειμένη, το να πάω πάνω δεν θα ήταν τόσο απλό ― όσο είναι συνήθως απλό να πάει κανείς πάνω σε ένα βουνό. Η περιπλοκότητα του όλου εγχειρήματος δεν έγκειτο σε τεχνικές δυσκολίες, αλλά σε γραφειοκρατικές. Το ποια κατάπληξη δοκίμασα όταν πληροφορήθηκα πως ― ναι ― πρέπει να πληρώσω φόρους ― και λίαν τσουχτερούς μάλιστα ― για να ανέβω στο βουνό, δεν λέγεται. Πώς μπορεί κάποιος, με-το-έτσι-θέλω, να έρθει και να πει «το βουνό μού ανήκει»; Παρότι δοκεί φύσει παράδοξο, μπορώ να καταλάβω ότι το όλο κοντσέπτο της ιδιοκτησίας είναι πρακτικό, ίσως και απαραίτητο, στην κοινωνία μας ― αφού αυτή είναι δομημένη ως είναι. Αλλά το βουνό! Δεν ξέρω τι γνώμη μπορεί να φέρει κανείς περί αυτού· αλλά εμένα μού έδοξε ως η πλήρης αποθράσυνση της εξουσίας.
Τέλος πάντων, αφού έψαξα λίγο το ενδεχόμενο να ανέβω παράνομα, και για διάφορους λόγους δεν το έκρινα καλή ιδέα, αναγκάστηκα να συμβιβαστώ ― αφού, εξάλλου, το να ανέβω αυτό και κάποια άλλα βουνά ήταν μάλλον ο πρώτιστος λόγος που ευρισκόμουν εκεί. Προσήλθα στην πύλη του πάρκου και πήρα να τών μετράω τα δολάρια που ζήτησαν. Το όλο ποσό απετελέσατο από μία γκάμα υποχρεωτικών ημερησίων τελών: είσοδος, καταφύγιο, διάσωση, κολαούζος… Για να χειροτερεύσουν έτι λίγο τα πράγματα, έχουν θέσει το τριήμερο ως την ελάχιστη διάρκεια ανάβασης· έτσι και δεν μού επέτρεψαν να το κάνω σε δύο μέρες, που θα ήταν το λογικότερο διάστημα.
Τι να κάνουμε… τελείωσαν τα διαδικαστικά, κατάπια την πίκρα, και περασμένο μεσημέρι, αρχίσαμε τον δρόμο. Ήμασταν μία ομάδα τεσσάρων ατόμων: εγώ, ένας Ιταλός με τον προσωπικό του οδηγό, και ο ένοπλος κολαούζος του πάρκου· τον οποίον ήταν βεβαίως υποχρεωτικό να ακολουθούμε. Έφερε μαζί τού ένα καλάσνικοφ, με το οποίο υποτίθεται θα μας προστάτευε σε περίπτωση επίθεσης από βουβάλια ή ελέφαντες. Η αλήθεια είναι ότι, ακόμη και αν προέκυπτε μία τέτοια περίπτωση, δεν νομίζω πως θα μπορούσε να κάνει και πολλά. Ήταν πάντως καλός τύπος και ευχάριστη παρέα.
Στην αρχή διασχίσαμε έναν διάσπαρτο με λόχμες καταπράσινο λειμώνα. Πολλοί βούβαλοι, καμηλοπαρδάλεις, και άλλα ζωντανά έβοσκαν την πρασινάδα και αναψυχώνονταν στα δροσερά ρυάκια που, κατερχόμενα από το Μέρου, διέρρεαν αδρώς το πεδίο. Όλο-και πιο ογκώδες και τρομερό φαινόταν το ηφαίστειο καθώς σιμώναμε τους πρόποδές του. Περάσαμε μετά μέσα από ένα βαθύ φαράγγι, όπου είχαμε την ευκαιρία να θαυμάσουμε έναν καταρράκτη. Με μάνητα και σαλαγή μεγάλη υπάκουε στην βαρύτητα. Από εκείνο το σημείο και μετά, πήραμε πια το ανηφορικό μονοπάτι που οδηγούσε στα ανώτερα στρώματα αυτού του κόσμου και στις πιο εκλεπτυσμένες συγκινήσεις που δύναται να βιώσει η ανθρώπινη ψυχή φιλοξενούμενη εντός τού.
Ανεβαίναμε, ανεβαίναμε, όλο-και πιο αλαργινά φάνταζαν τα χαμηλά πεδία που είχαμε αφήσει κάτω. Αργά το απόγευμα πια, φτάσαμε στο καταφύγιο Miriakamba, όπου θα διανυκτερεύαμε την πρώτη μέρα αυτής της αποστολής. Εκεί είχε ήδη φτάσει νωρίτερα μία μεγάλη ορειβατική ομάδα Ευρωπαίων. Γύρω στα δέκα άτομα θα ήταν οι ίδιοι, και συνοδεύονταν από έναν ολόκληρο όχλο προσωπικού: οδηγών, μαγείρων, και πορτατόρων· που δεν θα αριθμούσε λιγότερα από πενήντα άτομα· και όλα αυτά για τρεις-τέσσερις ημέρες δρόμο!
Μπορεί κανείς εύκολα να υποθέσει ότι ― μολονότι βεβαίως απολύτως περιττό ― το καλό στην όλη υπόθεση είναι πως προσφέρουν εργασία στους κατοίκους της περιοχής. Έτσι υπέθεσα κι εγώ, μέχρι που αναγκάστηκα να το ξανασκεφτώ όταν πληροφορήθηκα τα περί της μισθοδοσίας των: περί τα δώδεκα ευρώ μεροκάματο στους οδηγούς, δέκα στους μαγείρους, έξι στους πορτατόρους. Στους τελευταίους εννοείται πως έπεφτε το μεγάλο μανίκι. Λυπήθηκε η καρδιά μου να τους βλέπω εξαντλημένους να ανηφορίζουν το βουνό, στοιχειωδώς ποδεμένοι, φέροντες από έναν μεγάλο σάκο στην πλάτη, και είτε σακούλες στο χέρι, είτε ένα τσουβάλι στο κεφάλι, επιπλέον. Άξιο απορίας είναι το τι στον διάολο μπορεί να κουβαλούσαν εκειπάνω. Απορία μού γέννησε επίσης το που μπορεί να πηγαίνουν τα υπέρογκα ποσά που ο κάθε επισκέπτης ακουμπάει στην είσοδο του πάρκου. Όχι πως δεν μπορώ να φανταστώ δηλαδή… Ο άνθρωπος, εν γένει, όταν παίρνει χρήματα στα χέρια του, έχει μία τάση να εφευρίσκει πολλές χρήσεις για αυτά· άλλες από το να τα δώσει σε όσους τα έχουν πραγματική ανάγκη.
Οι τύποι αυτοί πάντως, οι πορτατόροι, δεν μού φάνηκαν κατ’ ελάχιστον πτοημένοι. Καλοδιάθετα και σθεναρά ανηφόριζαν κούτσα-κούτσα τις κακοτράχαλες πλαγιές. Δίπλα από το καταφύγιο υπήρχε ένα ξεχωριστό παράπηγμα για αυτούς· στο πάτωμα του οποίου προβλεπόταν να προβούν σε ολιγόωρη ανάπαυση. Εκεί πήγα κι εγώ να δειπνήσω εκείνο το βράδυ, αφού κάποιοι εξ αυτών, μετά των οποίων είχα κουβέντα, με προσκάλεσαν. Σαν εμφανίσθηκα εκειμέσα από το πουθενά, εννοείται πως ξέσπασε αμηχανία. Μετά από την για λογαριασμό μου προσαγόρευση από τους οικοδεσπότες μου όμως, τα πνεύματα ησύχασαν, και με δέχθηκαν όλοι με εκλεκτή ευγένεια και μεγάθυμη ξενία. Μού προσέφεραν από το φαΐ των, το οποίο απαρτιζόταν από ουγκάλι (ένας πηχτός χυλός καλαμποκάλευρου που είναι η βασική τροφή σε μεγάλο τμήμα της Αφρικής) και αντίδια, που προετοίμαζαν σε ένα μεγάλο καζάνι για όλους. Μού προσέφεραν μετά και από την μαριχουάνα των· τών προσέφερα κι εγώ από την δική μου· και μείναμε ξύπνιοι μέχρι αργά να γελάμε.
Νωρίς-νωρίς την επομένη είχαμε αφήσει το καταφύγιο να συνεχίσουμε την ανάβαση. Αποζητώντας λίγη μοναξιά και ησυχία, άνοιξα βήμα και ξεγλίστρησα μπροστά από όλο το μπουλούκι που ανέβαινε ξοπίσω. Έφτασα, έτσι, μόνος, νωρίς ακόμη το πρωί, στο επόμενο καταφύγιο που θα διαμέναμε την δεύτερη αυτή μέρα. Αυτό ονομαζόταν saddle hut· ακριβώς επειδή ευρισκόταν πάνω στο διάσελο που χώριζε την κορυφή του Μέρου από την μικρή της αδελφή: το μικρό Μέρου.
Παράτησα τα μπογαλάκια μου στο καταφύγιο, και κίνησα γοργά προς την μικρή κορυφή. Δεν πήρε πολλή ώρα, και ήμουν εκεί: 3820 μέτρα πάνω από την ωκεάνια επιφάνεια. Εξαιρετική τέρψη κατέκλυσε όλο μου το είναι, κατάμονος σαν ήμουν εκεί ψηλά, σε αυτή την πυραμιδωτή κορυφούλα, να ξανοίγω τα αποπέρατα του ορίζοντα. Μόνο η μεγάλη κορυφή του όρους θηρίευε παραδίπλα, και έκρυβε μέρος του κάτωθεν γήινου δίσκου. Εάν δεν ήταν αυτή, μόνο ο ήλιος θα ήταν ψηλότερά μού· αυτός που τώρα μεσουρανούσε, κατακόρυφα πάνω από το κεφάλι μου, και φωτοκοπούσε τις χαμηλές σαβάνες, τα υψηλά όρη, και τα χαμηλοπετή νέφη που περιστοίχιζαν το ηφαίστειο.
Κάμποσες ωρίτσες πέρασα εκειπάνω να χαζεύω τα προαναφερθέντα και να τραγουδάω την μοναχική μου έξαψη. Μόνο όταν έσπασε η σιωπή και διελύθη η ησυχία από τις πρώτες φωνές των υπολοίπων ανερχομένων ― που έφταναν κι αυτοί να θαυμάσουν ό,τι είχα μόλις θαυμάσει· χωρίς όμως να αντιλαμβάνονται και να εκτιμούν το αγαθό της βαριάς σιγής που μόλις μού είχαν στερήσει ― κίνησα να κατέβω πάλι προς το καταφύγιο.
Πέρασα το υπόλοιπο του απογεύματος χαζολογώντας και καπνίζοντας με τους πορτατόρους και τον Ιταλό συνορειβάτη μου. Κατά το ηλιοβασίλεμα ήμουν και διαλογιζόμουν κοιτώντας την τρανή κορυφή που είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει πάνωθέν μού. Με σίμωσε τότε ένας από τους οδηγούς του μεγάλου γκρουπ. Καθώς φαίνεται, είχε ακούσει για μένα, από τους πορτατόρους, ότι γνωρίζω λίγη από την γλώσσα των, και ήλθε να το διαπιστώσει ο ίδιος. «Unakwenda wapi?» με ρώτησε. «Juu huko, ninakwenda kileleni» τού απεκρίθην, σημαδεύοντας με τον δείκτη του χεριού μου την κορυφή, που μόλις είχε στερηθεί και του τελευταίου ηλιακού φωτός.
Νύχτα μαύρη, βαριά, και παγωμένη είχε πια επικρατήσει, όταν μετά από ολιγόωρο ύπνο, είχαμε σηκωθεί κατά τα μεσάνυχτα και ετοιμαζόμασταν για την τελική ανάβαση. Φορέσαμε μπόλικα χοντρά ρούχα, και με τους φακούς ανά κεφαλής, αρχίσαμε τον βηματισμό. Κάθε βήμα μας έφερνε και λίγο πιο κοντά στα μυριάριθμα άστρα που έντονα ανταύγαζαν στο ουρανό· και λίγο πιο μακριά από τις ηλεκτρολάμπες που λαμπύριζαν αποκάτω, από τις πολιτείες, εν μέσω της κατασκότεινης γης.
Βήμα-βήμα, σιγά-σιγά, μετά από πολύωρη πορεία, και ενώ το οξυγόνο είχε αρχίσει να αραιώνει για-τα-καλά, πατήσαμε τελικά την κορυφή του όρους Μέρου, στα 4562 μέτρα. Είχε αρχίσει να χαράζει, και η μορφή του βουνού να γίνεται ορατή. Το βουνό αυτό δεν ήταν τελικά και τόσο κωνικό όσο φαινόταν αποκάτω· και όσο θα ήταν πριν από κάμποσες χιλιάδες χρόνια· πριν από την στιγμή εκείνη που η τρομακτική ισχύς του εσωτερικού της γης ηύρε διέξοδο μέσω αυτού του ηφαιστείου, τινάζοντας στον αέρα τον μισό του όγκο· τον οποίο κονιορτοποιημένο διασκόρπισε στα πέρατα της γης. Τώρα δεν έχει μείνει παρά μέρος του κώνου· το οποίο έχει πάρει σχήμα μηνίσκου, που στην εσωτερική του πλευρά απολήγει σε μία χαώδη γκρεμίλα· μέσα στο βάθος της οποίας έχει απομείνει ένας φοβερός κρατήρας να μαρτυρεί αυτήν την δραματική ιστορία· καθώς και να υπαινίσσεται το ποια τρομακτική τροπή ενδέχεται να πάρει αυτή η ιστορία στο μέλλον· αφού καυτό μάγμα ακόμη χοχλάζει αποκάτω, αναμένοντας την ευκαιρία του στο πέρασμα του χρόνου.
Συλλογιζόμενος αυτά και άλλα, το φως της χαραυγής δυνάμωνε σταθερά, μέχρι που οι πρώτες ορθρινές αχτίδες προσέκρουσαν στο κούτελό μου και στο υπόλοιπό μου σώμα επακολούθως. Ένα κύμα θαλπωρής άρχισε να διεισδύει μέχρι το μεδούλι των οστών μου. Μία καινούργια μέρα είχε ξεκινήσει στην ανατολική Αφρική. Φως και ζέστη σκέπαζαν την κορυφή του Μέρου· και μαζί τού και εμάς, τους τέσσερις ανθρωπάκους, που έτυχε να ευρεθούμε εκειπάνω, για μία και μοναδική φορά, να γίνουμε μάρτυρες του θαυμαστού θεάματος που κάθε πρωί λαμβάνει εκεί χώρα.
Μολονότι η καρδιά μου δεν το έκανε κέφι, έπρεπε κάποια στιγμή να κατέβουμε. Με αέρινο βήμα πήρα την κατηφόρα παράλληλα με τον γκρεμό. Ατένιζα στο πέραν τον επόμενό μου προορισμό, που μαζί με τον ήλιο είχε ξεπροβάλει στην ανατολή. Αυτός δεν ήταν άλλος από το μόνο ορατό επίγειο χαρακτηριστικό που ευρισκόταν εκείνη την στιγμή ψηλότερά μού… ένα από τα πιο περίλαμπρα κοσμήματα που ο κόσμος τούτος φέρει: η σκεπή και το σύμβολο της Αφρικής: το μεγαλειώδες Όρος Κιλιμαντζάρο.