Μέρος της εκτεταμένης οροσειράς της Πίνδου, ο Γράμμος είναι ένα επιβλητικό βουνό, η κορυφογραμμή του οποίου ορίζει τμήμα των ελληνοαλβανικών συνόρων. Η ψηλότερη κορυφή του, γνωστή ως Maja e Çukapeçit στην Αλβανία και Τσούκα Πέτσικ στην Ελλάδα, φτάνει τα 2.523 μέτρα, καθιστώντας τον το δέκατο υψηλότερο βουνό στην Αλβανία και το τέταρτο στην Ελλάδα.
Ο Γράμμος είναι εξαιρετικά απομακρυσμένος, περικυκλωμένος από ατελείωτες συστάδες βουνών σε κάθε κατεύθυνση, με εκτεταμένα παρθένα δάση στις χαμηλότερες πλαγιές του και πλούσια πανίδα που περιλαμβάνει αρκούδες και λύκους. Από εκεί πηγάζει ο μεγαλύτερος σε μήκος ποταμός της Ελλάδας, ο Αλιάκμονας. Ο Γράμμος έχει επίσης ιστορική σημασία, καθώς υπήρξε το τελευταίο πεδίο μαχών του Εμφυλίου Πολέμου στα τέλη της δεκαετίας του 1940. Υπολείμματα παλαιών πεδίων μαχών και διάσπαρτα στην περιοχή μνημεία παρέχουν μία οδυνηρή ματιά στο ταραχώδες παρελθόν του.
Κατά την περιήγησή μας στη βόρεια Ελλάδα τον Ιούλιο του 2024, θέσαμε ως στόχο μας αυτό το μεγαλειώδες βουνό. Η κορυφή του Γράμμου είναι προσβάσιμη από διάφορες διαδρομές και από τις δύο πλευρές των συνόρων. Από την ελληνική πλευρά, οι δύο πιο σύντομες και συνηθισμένες προσεγγίσεις ξεκινούν από το ομώνυμο χωριό Γράμμος στα βορειοανατολικά ή από το Πληκάτι στα νότια της κορυφής. Και οι δύο πορείες διαρκούν 4–5 ώρες ανά κατεύθυνση. Η πρώτη διαδρομή περνά και από τη Γκιστόβα, την υψηλότερη αλπική λίμνη της Ελλάδας. Σε αυτή την περίσταση, πήραμε την δεύτερη.
Ήταν μια μακρά και μοναχική διαδρομή από την Καστοριά της Δυτικής Μακεδονίας μέσω των πιο εκτεταμένων αγρωμάτων που έχω αντικρίσει ποτέ στη χώρα μου. Συναντήσαμε μόλις τρία αυτοκίνητα κατά τις τρεις ώρες που περιπλανηθήκαμε στα φαράγγια της Πίνδου. Ο μουντός καιρός—διαλείπουσα βροχή που εξατμιζόταν σχεδόν αμέσως από την καυτή καλοκαιρινή άσφαλτο—έκανε το ταξίδι έτι στοχαστικότερο. Κάποια χωριά που προσπεράσαμε ήταν πανέμορφα μα έμοιαζαν εγκαταλελειμμένα. Λίγο μετά από ένα που λεγόταν Νέα Κοτύλη, σταματήσαμε σε ένα υπέροχο θεατήριο (στίγμα) όπου ο Γράμμος, ο Σμόλικας, και πολλά ακόμη βουνά της Πίνδου απλώνονταν μπροστά μας.
Το απόγευμα στρίψαμε στον δρόμο προς το Πληκάτι, περνώντας από σειρά όμορφων πέτρινων χωριών. Το πρώτο, η Πυρσόγιαννη, είχε έναν ξενώνα σε λειτουργία και ήταν σχετικά ζωντανό—καμια-εξάδα άνθρωποι ευρίσκονταν στο καφενεδάκι της πλατείας. Σταματήσαμε για έναν φραπέ και έναν περίπατο.
Πέρα από το Πληκάτι, ο δρόμος συνέχισε για κάπου ένα χιλιόμετρο. Αυτό το τμήμα ήταν στενό και επικίνδυνο. Στην επιστροφή, την επαύριο, ένας μεθυσμένος μπάρμπας, ερχόμενος σαν ραλίστας, σχεδόν γκρεμοτσακίστηκε για να μην μας πάρει σβάρνα με το φορτηγό του.
Ο δρόμος κατέληξε σε έναν ξενώνα επ’ ονόματι Το Αγριολούλουδο του Γράμμου, οπόθεν ξεκινά το μονοπάτι. Παρκάραμε απέξω και μπήκαμε μέσα. Μόνο οι ιδιοκτήτες του ήταν παρόντες, ένα ζευγάρι απομονωμένο στην μέση του πουθενά. Παραγγείλαμε το πιάτο της ημέρας, μπριάμ, και πιάσαμε κουβέντα. Ο άνδρας ήταν λίγο παρανοϊκός—καυχιόταν ότι είχε χειροβομβίδες στο κελάρι του εν περιπτώσει εισβολής των Αλβανών—αλλά κατά τα άλλα ήταν φιλικοί. Το σαλέ ήταν υπέροχο και οι ξενώνες περιποιημένοι. Θα μέναμε ευχαρίστως αν δεν είχαμε άλλα σχέδια, αλλά σε αυτή την περίπτωση στήσαμε την σκηνή μας σε ένα παγκάκι λίγα μέτρα από την είσοδο.
Τα κουτάβια του κυνηγόσκυλου του ξενώνα κατέφασταν γρήγορα για παιχνίδι. Οι γονείς ακολούθησαν για να αξιώσουν κυριαρχία κατουρώντας την σκηνή μας. Χαλαρώσαμε στην ηρεμία, μαγειρεύσαμε, και πέσαμε για ύπνο πριν την αυριανή ανάβαση.
Σκοπεύαμε να ξεκινήσουμε προτού ξημερώσει, αλλά τελικά ξεκινήσαμε με το πρώτο φως στις 6:30. Το πρώτο τμήμα του μονοπατιού περνούσε μέσα από ψηλά, βρεγμένα χόρτα που μούσκευσαν τις κάλτσες μας. Η πλαγιά ήταν ανοιχτή, με αραιές συστάδες δένδρων. Μετά από περίπου 2 χλμ περάσαμε μία πετρόκτιστη βρύση, την μοναδική σίγουρη πηγή νερού καθ’ όλο το έτος. Αρχές Ιουλίου βρήκαμε και άλλο ένα ρυάκι λίγο παραπάνω.
Συνεχίσαμε μέσω ενός μαγευτικού δάσους οξιάς και της ανοιχτής πλαγιάς, και φτάσαμε την κορυφογραμμή ταυτόχρονα με τον ήλιο. Εκεί υπήρχε ένα παλιό πέτρινο κτίσμα (μάλλον συνοριακό φυλάκιο ή καταφύγιο βοσκών) και μία τσιμεντένια μεθοριακή στήλη. Αποκεί απλώς ακολουθήσαμε την κορυφογραμμή μέχρι την κορυφή.
Ευγνώμονες προς τα σύννεφα που συγκεντρώθηκαν σταδιακά για να μας προστατεύσουν από τον καυτό ήλιο, συντροφιά με καλιακούδες που πετούσαν αναγύρω μας, προχωρούσαμε με το ένα πόδι στην Ελλάδα και το άλλο στην Αλβανία. Παρατήρησα πολλές μεγάλες λακκούβες σκαμμένες κατά μήκος της κορυφογραμμής—πιθανώς χαρακώματα του Εμφυλίου ή του Ψυχρού Πολέμου. Το μονοπάτι πέρασε από μερικές χαμηλότερες κορυφές. Η τελευταία, η Μαύρη Πέτρα, ήταν απότομη και ήθελε λίγο σκαρφάλωμα. Στην επιστροφή την παρακάμψαμε από την ομαλότερη αλβανική πλευρά.
Με χαλαρό ρυθμό και αρκετές στάσεις, χρειαστήκαμε 4 ώρες και 40 λεπτά για να διανύσουμε τα 14 χλμ και τα 1.300 μέτρα υψομετρικής διαφοράς μέχρι την κορυφή του Γράμμου. Δεν είδαμε ψυχή, εκτός από έναν Αλβανό τσοπάνη που μόλις διεκρίνετο κάτω στην βοσκή. Απολαμβάνοντας την μοναδική θέα της απέραντης ορεινής ερημιάς προς αμφότερες τις πλευρές, φάγαμε το μεσημεριανό μας—χουφτώνοντας φασόλια με τα δάχτυλα από την κονσέρβα διότι ξεχάσαμε τα κουτάλια—και πήραμε την επιστροφή.
Τρεισήμισι ώρες ύστερα, είμασταν πάλι στο αυτοκίνητο. Περιμέναμε με έναν καφέ να περάσει η χειρότερη ζέστη, και εν συνεχεία κατευθυνθήκαμε γραμμή προς τον Σμόλικα για την επόμενη περιπέτεια.
Φωτογραφικό Λεύκωμα
Δες (και αν θες χρησιμοποίησε) όλες μου τις φωτογραφίες από τον Γράμμο.