Ένας δριμύς τροπικός ήλιος προσέγγιζε το ζενίθ του γαλανού ουρανού της Αβάνας, αλλά ελάχιστο φως είχε εισδύσει στο λερό μου δωμάτιο από το μικροσκοπικό, κουρτινωμένο παράθυρο. Ο απηρχαιωμένος επιτοίχιος ανεμιστήρας βούιζε μανιασμένα, σταθερά στραμμένος προς το ανάσκελο κορμί μου, μα ήμουν μούσκεμα στον ιδρώτα ανεξαρτήτως. Μόλις είχα αρχίσει να ξυπνάω και να αντιλαμβάνομαι το ήπιό μου χανγκόβερ.
Μισοκοιμισμένος, προσπάθησα να ανακαλέσω οψεσινές αναμνήσεις: λάτιν μελωδίες, όμορφα γυναικεία πρόσωπα, αναθυμιάσεις ρουμιού… αυτά. Χρειαζόμουν ένα κρύο ντουζ και μία δυνατή δόση καφεΐνης. Μετά το τρίτο φλιτζάνι, πείνασα.
Πέταξα δυο ρούχα πάνω μού και πήρα τους δρόμους εις αναζήτηση καθυστερημένου πρωινού. Ελίχθηκα λίγο στις πολυσύχναστες, αποπνικτικές οδούς της συνοικίας της Νέας Αβάνας, μέχρι-που συνέλαβα την μυρωδιά φρεσκοψημένης σφολιάτας. Ένας μικρός φούρνος ήταν σφηνωμένος στην γωνία μίας στενωπής στοάς—μίας από τις ακόμη σπανίζουσες ιδιωτικές επιχειρήσεις που είχαν αρχίσει να ξεπετάγονται μετά από τις τότε-πρόσφατες οικονομικές μεταρρυθμίσεις. Μπήκα.
Μία ευφυοφανής, ηλικιωμένη, μαύρη γυναίκα με κάρφωσε με ένα πρόφρον βλέμμα κατά την είσοδό μου. Ήταν η μοναδική πελάτισσα, καθισμένη στο πιο γωνιακό τραπέζι, πάνω από μία μακράν-άδεια κούπα καφέ. Παρακολούθησε με περιέργεια την προέλασή μου προς την βιτρίνα. Διάφορες δελεαστικές λιχουδιές βρίσκονταν εκειμέσα, μα πλιότερο με είλκυσε εκείνη η αφράτη πίτσα με το λιωμένο τυρί.
«¿Cuanto por una rebanada?» ρώτησα την φουρνάρισσα στα σπαστά μου ισπανικά.
«50 pesos» απάντησε, καταλαβαίνοντας πως είμαι ξένος και επιχειρώντας να με γδάρει.
«Οχοχό» γκρίνιαξα. «Me refiero al precio normal.»
«Es 2 pesos» πετάχτηκε τότε η γυναίκα αποπίσω μού και προσέφερε την απάντηση.
«Gracias» τής έκανα, γυρίζοντας βραχέως να την αντικρίσω.
Πίσω στην φουρνάρισσα: «¿Entonces, si es 2 por una, sería 4 por dos, correcto?” ρώτησα, επιδεικνύοντας τους αριθμούς με τα δάχτυλά μου.
Έγνεψε ναι, και ζήτησα τα δύο κομμάτια. Πλήρωσα και έκανα μεταβολή, προτιθέμενος να φύγω για να φάω έξω, αλλά την πρόθεσή μου εμπόδισε η γιαγιά που εν τω μεταξύ είχε ξεσπάσει στο γέλιο της αρκούδας.
«Good math» άρθρωσε ανάμεσα στα χάχανα, σε αγγλικά με ξεκάθαρη αμερικανική προφορά. «Θα καθίσεις;» με κάλεσε στο τραπέζι της όταν κατάφερε να συγκρατήσει την ιλαρότητά της.
Δεν συνήθιζα να συναντάω ξένους, δη Αμερικανούς, σε αυτό το τμήμα της πόλης. Μού είχε λείψει μία ορθή συζήτηση σε μία γλώσσα που ξέρω καλά, συν το ότι φαινόταν ευχάριστη παρέα. Έτσι-και δέχθηκα την πρόσκληση με ζέση.
«Θέλεις καφέ;» προσέφερε αμέσως σαν βολεύτηκα.
«Βασικά έχω ήδη πιει τρεις, μα ένας τέταρτος δεν θα έβλαπτε περισσότερο.»
Σήκωσε το χέρι αποφαντικά και παρήγγειλε δύο καφέδες σε τέλεια κουβανική προφορά.
«Είσαι Αμερικανίδα;» την ρώτησα με μία χροιά αβεβαιότητας.
«Ήμουν κάποτε» απάντησε κοφτά. «Πλέον είμαι Κουβανή, εδώ και πολύ καιρό.»
Πρόσεξε το μπερδεμένο μου βλέμμα και εξήγησε περαιτέρω: «Γεννήθηκα στις ΗΠΑ από Αμερικανούς γονείς, αλλά μεγάλωσα στην Κούβα με Κουβανούς γονείς».
Απέρριψε μία ερώτηση που πήγαν να σχηματίσουν τα χείλη μου και άλλαξε το θέμα σε εμένα. Απάντησα τυπικά λίγες ερωτήσεις περί της κατάστασής μου και τελικώς κατάφερα να επαναφέρω το πιο ιντριγκιστικό θέμα του πώς είχε καταλήξει κείσε. Εντός της επομένης ώρας, μού αφηγήθη το ζουμί της ιστορίας της ιδιάζουσας ζωής της…
Γεννήθηκε στην Αλαμπάμα από Αφροαμερικανούς γονείς το 1944. Αφού η μητέρα της πέθανε λίγο μετά την γέννα, την έβαλαν σε ορφανοτροφείο ενώ ο στρατιωτικός πατέρας της υπηρετούσε στην Ευρώπη. Ανέλαβε την επιμέλειά της με-το-που νόστησε. Έζησαν σε διάφορα στρατόπεδα ανά τις Ηνωμένες Πολιτείες μέχρι-που μετετέθησαν στο Γκουαντάναμο το 1955.
Μία μέρα του 1958, κατά την αποκορύφωση του εμφυλίου, ο πατέρας της την έφερε σε μία οικογένεια Κουβανών σε ένα κοντινό χωριό και την παράτησε. Καθησύχασε τους λυγμούς της με υποσχέσεις γυρισμού, αλλά ποτέ δεν γύρισε. Λιποτάκτησε από φόβο της επανάστασης…; Αποστάτησε για να ενταχθεί στους επαναστάτες…; Απλώς την κοπάνησε με κάποια Κουβανή…; Έμεινε ζωντανός για πολύ ή λίγο μετά την εξαφάνισή του…; Ποτέ δεν έμαθε.
Δεν τής πήρε καιρό να ξεχάσει τις ρίζες της. Το ότι η νέα της οικογένεια την φρόντιζε στοργικότερα από τον βιολογικό της πατέρα επέσπευσε την πρόοδο της λήθης. Ενσωματώθηκε πλήρως στην νέα της κοινότητα και έζησε στο χωριό μέχρι τα μέσα-είκοσι. Μετά παντρεύτηκε, μετακόμισε στην Αβάνα, έπιασε δουλειά ως καθηγήτρια αγγλικών, και απέκτησε πολλά παιδιά και εγγόνια. Ουδέποτ’ άφησε το νησί.
«Δεν θέλησες ποτέ να επιστρέψεις στην πατρίδα σου;» αναρωτήθηκα.
«Για ποιον λόγο;» Κατ’ αρχάς, θα ήταν γραφειοκρατικά πολύπλοκο, αν όχι αδύνατο. Δεν είχα κανένα έγγραφο που να αποδεικνύει την καταγωγή μου. Καταγράφηκα στην απογραφή του νέου καθεστώτος. Όσον αφορά το κράτος, είμαι Κουβανή. Αν δεν ήταν ο σύζυγός μου, δεν θα μού επέτρεπαν να μετακομίσω ούτε στην πρωτεύουσα, πόσω-μάλλον στις Ηνωμένες Πολιτείες.
«Κι επιπλέον, γιατί να ήθελα να πάω εκεί ούτως ή άλλως; Εκείνα τα χρόνια πριν παντρευτώ, τους μαύρους στην πολιτεία της καταγωγής μου τους τσάκιζαν με νεροκάνονα και τους έδερναν με κλομπ μέχρι θανάτου. Εδώ, μπορεί να ήμουν φτωχή, αλλά τουλάχιστον με αντιμετώπιζαν σαν άνθρωπο.»
«Δηλαδή εγκρίνεις το κομμουνιστικό καθεστώς;» ψιθύρισα προσεκτικά, ρίχνοντας τριγύρω λοξές ματιές.
«Να τους εγκρίνω; Όχι βέβαια!» είπε σε απαράλλακτη ένταση. «Δεν είναι παρά ένα τσούρμο διεφθαρμένοι αλήτες—όπως όλοι οι πολιτικοί—μα εδώ είναι ακόμη χειρότεροι, εντελώς ανέλεγκτοι. Και ο Φιντέλ είναι ο αρχιαλήτης. Τίποτε σε αυτήν την χώρα δεν πρόκειται να αλλάξει προς το καλύτερο πριν τα κακαρώσει.»
Κάπως-τι σοκαρισμένος, επιθεώρησα επιτακτικά τον περιβάλλοντα χώρο, κοιτάζοντας για αυτιά στους τοίχους. Ποτέ μέχρι στιγμής δεν είχα ακούσει κάποιον σε αυτήν την χώρα να ασκεί κριτική στο καθεστώς τόσο ανοιχτά και σε δημόσιο χώρο. Κανείς δεν αναφερόταν καν στον ηγέτη με το όνομά του ενώπιον κοινού. Αντ’ αυτού, θα μουρμούριζαν «ελ αμπουέλο» ή θα έτριβαν διακριτικά το πιγούνι για να τον υποδηλώσουν.
«Δεν φοβάσαι να εκφράζεσαι έτσι;» την ρώτησα.
«Δεν φοβάμαι κανέναν και τίποτε. Τα έχω ζήσει τα χρονάκια μου. Όλοι σε αυτήν την γειτονιά ξέρουν ποια είναι η Ρέινα και την σέβονται» αναφώνησε φουσκωμένη με περηφάνια…
Με αυτήν την ενδιαφέρουσα συνομιλία, πέρασε η ώρα γρήγορα. Προσφέρθηκε να με κεράσει έναν ακόμη καφέ, αλλά έπρεπε να αρνηθώ καθώς με περίμεναν στο κέντρο. Εναλλακτικά, μού έδωσε τον αριθμό της και με προσκάλεσε στο πάρτι γενεθλίων του γιου της που θα λάμβανε χώρα σε λίγες μέρες.
Δέχθηκα ευχαρίστως και γνώρισα όλη της την οικογένεια. Κανείς τών δεν μιλούσε γρυ αγγλικά. Ήταν μία τυπική κουβανική οικογένεια με αμυδρή συναίσθηση της αμερικανικής καταγωγής της γενάρχισσάς των
Λίγες ακόμη μέρες αργότερα, συναντηθήκαμε ξανά για ύστατη φορά. Με βοήθησε να ενοικιάσω ένα αυτοκίνητο για να ταξιδεύσω στην ανατολή της χώρας. Αλληλοαποχαιρετηστήκαμε θερμά, και μετά την έπιασε το μάτι μου στον καθρέφτη να μού κουνάει το χέρι.