Τέλη καλοκαιριού 2020, οι περιορισμοί λόγω κορονοϊού έδειχναν να ανήκουν στην ιστορία. Είχαμε ακούσει περί αυτών από την Ταϊλάνδη, όπου μας είχε πετύχει το πρώτο κύμα της πανδημίας, αλλά δεν τους είχαμε βιώσει· παρότι δεν μπορούσαμε να φύγουμε για επτά ολόκληρους μήνες (η μακρύτερη περίοδος που έχω μείνει στην ίδια χώρα σε καμμια-δεκαετία), εντός του νοτιοανατολικοασιατικού βασιλείου ζούσαμε με ελάχιστα περικεκομμένη ελευθερία. Σαν τώρα καταφέραμε και ήλθαμε Ελλάδα, πάνω στην ώρα για μία δόση μεσογειακού καλοκαιριού μετά από τροπικό, τα πάντα φάνταζαν φυσιολογικά.
Το φθινόπωρο προόδευε, και είχαμε αρχίσει να μελετάμε ιδέες για ξεχειμώνιασμα σε θερμότερα γεωγραφικά πλάτη. Μα ως απροειδοποίητο τσουνάμι έσκασε τότε το δεύτερο κύμα. Προτού καταλάβουμε τι και πώς, είχαν λουκετώσει όλα τα μαγαζιά και απαιτούσαν να στέλνουμε sms για να βγούμε από το σπίτι! Σύνορα έκλειναν, αεροπλάνα καθηλώνονταν, και ταξιδιωτικά σχέδια ανατρέπονταν. Περνούσαν οι εβδομάδες και ασφυκτιούσα. Ποτέ πριν δεν είχα νιώσει τόσο περιεσταλμένος — εκτός από την φορά που έκανα φυλακή για — όχι, πλάκα, ποτέ!
Είχε μπει Δεκέμβριος και ήμασταν ακόμη κωλυμένοι στην Ελλάδα. Το κρύο προστεθειμένο στον αποκλεισμό μού επηρέαζε δεινότερα την ψυχολογία. Κάτι έπρεπε να γίνει. Ερευνήσαμε ενδελεχώς προς εύρεση χωρών ανοικτών με χαλαρά περιοριστικά μέτρα. Και ως την ιδανικότερη επιλογή, τα πάντα υπεδείκνυαν την Αλβανία.
Εκεί φαινόταν πως η λέξη λοκντάουν δεν είχε ακόμη εισχωρήσει στο λεξιλόγιο. Τα πάντα λειτουργούσαν κανονικά και αλλοδαποί ήταν ευπρόσδεκτοι. Το μειονέκτημα φυσικά ήταν ότι θα πηγαίναμε σε έτι ψυχρότερο κλίμα… Κανα-δύο μήνες χειμωνιάς τον χρόνο μού αρέσουν· γενικά όμως είμαι του καλοκαιριού. Άπαντα χειμώνα ούτε θυμάμαι από πότε είχα να βγάλω… Μα τι να γίνει… Ωραία και η ποικιλία.
Έτσι-και χάραμα προπαραμονής Χριστουγέννων, φέροντες σάκους παραφορτωμένους χειμερινό ρουχισμό, κατεβήκαμε σε ένα από εκείνα τα ταξιδιωτικά γραφεία της Πλατείας Μεταξουργείου και επιβιβαστήκαμε σε ένα λεωφορείο με προορισμό την Κακαβιά. Διαφαίνονταν εκλεκτές περιπέτειες εν μέσω χειμώνα και πανδημίας…
Η αιθριότητα ήταν εξαίσια και η διαδρομή ευχάριστη. Διασχίσαμε την γέφυρα Ρίου-Αντιρρίου, όρη και πεδιάδες, και απόγευμα αφίχθημεν στο τέρμα της ελληνικής επικράτειας. Δεν είχα ξαναπάει Αλβανία, αλλά νομίζω σε ομαλούς καιρούς τα λεωφορεία περνούν τα σύνορα και συνεχίζουν. Μα εν τη προκειμένη, έκανε μεταβολή και μας άφησε να διέλθουμε πεζοί.
Ένα τσούρμο Αλβανών λάκισαν τότε κατωπλαγιά μέσα από τους θάμνους· υποθέτω για να περάσουν λαθραία από το λαγκάδι διότι θα είχαν απαγόρευση εξόδου. Οι υπόλοιποι επιβάτες στηθήκαμε σε μία σημειωτόν προχωρούσα ουρά προ του ελληνικού συνοριακού φυλακίου.
Ένας σκαιομούρης, πλαταράς φρουρός βγήκε τότε από το γραφείο και πήρε να εκφωνεί ένα φοβεριστικό, προειδοποιητικό κήρυγμα, που εν περιλήψει έλεγε: «Το καλό που σάς θέλω…» — σε τέτοιες παύσεις, απρόφερτες μειωτικές αποκλήσεις εξέφραζε με βλοσυρές γκριμάτσες και ματιές — «Μην τυχόν έχετε απλήρωτα πρόστιμα… Όποιος έχει να σηκώσει τώρα χέρι και να το πει… Μην μού κοπιάσετε εδώ και τα βρω εγώ… Την βάψατε…»
Οι Αλβανοί τον αντιμετώπιζαν στωικά. Περισσότερο τρόμαξε η καημένη η Σόφη, κι-ας μην καταλάβαινε καν τι έλεγε. Καλύτερα να μην μού ζητούσε να τής κάνω μετάφραση. Όταν τής έκανα, χέστηκε πάνω τής… Την είχαν γράψει τριακόσια ευρώ κλήση επειδή έφερε μόνο δίπλωμα οδήγησης και όχι διαβατήριο όταν μας σταμάτησαν στα διόδια πριν καναν-μήνα. Ακόμη και ο ίδιος ο μπάτσος τής είπε να μην την πληρώσει διότι «θα πάει στα αζήτητα». Εγώ προσέθεσα ύστερα να την κάνει μπαλάκι και να την φουντάρει στον πρώτο κάδο… Κρύος ιδρώτας την έλουσε μέχρι που φτάσαμε στον έλεγχο και μας ξεπέταξαν στα-μπαμ ανέμελοι.
Στην αλβανική μεριά, ήταν σειρά μας να καθυστερηθούμε. Σε μία χώρα που ο μισός πληθυσμός γνωρίζει ελληνικά, λόγω λόγου αλογικού είχαν προσλάβει όλο το προσωπικό των ελληνικών συνόρων από τον άλλο μισό. Δεν ήξεραν ούτε αγγλικά. Με-τα-πολλά, βρέθηκε ένας τύπος που μιλούσε λίγα ιταλικά και μάς εξήγησε το πρόβλημα. Όχι εγώ, αλλά η Σόφη, ως Βρετανίδα υπήκοος, όφειλε να υπογράψει μία υπεύθυνη δήλωση ότι θα αυτοεσωκλειστεί σε καραντίνα δύο εβδομάδων… Τις πρώτες δυο-τρείς μέρες, έτρεμε κάθε που βλέπαμε ένστολους στους δρόμους. Μετά όμως συνήθισε στο ότι δεν τών καίγεται καρφί.
Αφού λοιπόν μάς επετράπη η είσοδος, πιάσαμε το πρώτο βανάκι προς τον σημερινό μας προορισμό. Διασχίζοντας έναν βοσκότοπο και μία οροσειρά, προσεγγίσαμε την βορειοηπειρωτική ακτή. Κατά το δείλι, ήμασταν στους Αγίους Σαράντα.
Μία θαυμάσια αλκυονίδα μέρα ξημέρωσε την Παραμονή των Χριστουγέννων. Ένας παγγάλανος ουρανός και μία νήνεμη ατμόσφαιρα σκέπαζαν την αμφιθεατρική πολιτεία και την Κέρκυρα αντίπερα της αρρυτίδωτης επιφάνειας του βορείου Ιονίου Πελάγους. Αυτήν την θέα αγνατεύσαμε πιάτο από τον εξώστη του διαμερίσματος όπου εγκατασταθήκαμε για τα τρία πρώτα μερόνυχτα της διαμονής μας στην Αλβανία.
Το μόνο που θύμιζε ότι δεν ήμασταν πλέον στην Ελλάδα ήταν η έλλειψη μέτρων. Η κυκλοφορία ήταν ελεύθερη καθ’ όλο το εικοσιτετράωρο. Εστιατόρια, καφετέριες, και μπαρ ήταν ανοιχτά και συνωστισμένα. Ανθρώπους στους δρόμους με μάσκες έβλεπες λίγο μόνο συχνότερα απότι με εσώρουχα (ήταν ένας συγκεκριμένος μπάρμπας που σεργιάνιζε χειμωνιάτικα στην παραλιακή προμενάδα με ένα πενιχρό, κολλητό σλιπάκι).
Κατά τα άλλα, ήταν σαν να βρισκόσουν σε κάποια τυπική ελληνική παραθαλάσσια πολιτεία. Η επικρατέστερη γλώσσα που άκουγες ήταν η ελληνική με δεύτερη την αλβανική. Και οι Αλβανοί, πλην αστυνομικών, γνώριζαν σχεδόν όλοι επιπλέον ελληνικά. Λίγα οικοδομικά τετράγωνα στερούντο γυράδικου ή καφετυροπιτάδικου.
Τερπόμενοι στην αποκαταστημένη μας ελευθερία, περάσαμε την πρώτη μας ημέρα σε αυτήν την νέα χώρα βολτάροντας με κοντομάνικα στην λιακάδα και αράζοντας στα ανοιχτά φαγοποτάδικα.
Την εξίσου εύδια Ημέρα των Χριστουγέννων, ενοικιάσαμε ένα μηχανάκι και πήγαμε εκδρομή κατά μήκος της αποκαλούμενης αλβανικής ριβιέρας. Απολαύσαμε απίθανες πελάγιες θέες από τον ελισσόμενο επί απότομων βουνοπλαγιών δρόμο, και φτάσαμε μέχρι το μεσαιωνικό κάστρο των Σόποτων, λίγο πριν την Χειμάρρα.
Ο καιρός χάλασε την τελευταία μέρα της παραμονής μας στους Αγίους Σαράντα. Την επομένη, οπόταν σχεδιάζαμε να ξεκινήσουμε μία μακρά πεζοπορία, γαμήθηκε τελείως.
Η Κερκυραϊκή ακτή διαφαινόταν πέρα από τον τρικυμισμένο πορθμό, μα τα βουνά κρύβονταν μέσα στην δυσοίωνη αντάρα. Ψυχρός άνεμος και σποραδικό ψιλόβροχο ράπιζαν τις κενωθείσες οδούς της πολιτείας. Υπ’ αυτές τις στενάχωρες συνθήκες, φορτωθήκαμε τους σάκους κι ανοίξαμε βήμα προς τον νότο.
Ακολουθήσαμε τον παραθαλάσσιο δρόμο, παράλληλα με μία μακρά αλληλουχία κλειστών παραθεριστικών συγκροτημάτων, μέχρι που βγήκαμε στα αγροτικά περίχωρα. Διά βελασμάτων και κικιρικευμάτων, περάσαμε ένα χωριουδάκι και πήραμε ένα παράκτιο μονοπάτι. Όταν αυτό τελείωσε, οπόταν έπρεπε να συνεχίσουμε μες απ’ τα κατσάβραχα και τις βατσινιές, ξέσπασε η πρώτη νεροποντή. Μούσκεμα, επαναπροσεγγίσαμε άσφαλτο στην όχθη της Λιμνοθάλασσας του Βουθρωτού.
Η βροχή σταμάτησε μόλις πριν μπούμε στο Εξαμίλιο. Ένα βραχύ διάστημα ηλιοφάνειας μας πέτυχε σε μία ήσυχη παραλία όπου κάναμε στάση για λίγη ανάπαυση και να γεμίσουμε νερό από μία σπασμένη σωλήνα δημόσιας ντουζιέρας. Είχαμε στεγνώσει μερικώς όταν η υδατόπτωση ξανάρχισε δυναμικά. Στάζοντας, εισέβημεν σε έναν φούρνο σαν φτάσαμε στο κέντρο της πόλης.
Δύο σφολιάτες και δύο καφέδες πήρε η αναμονή μέχρι την επόμενη διακοπή της βροχής. Μετά από μία σύντομη επίσκεψη στο κατάστημα για προμήθειες, αφήσαμε την πόλη προς ολοκλήρωση της σημερινής πορείας. Έχοντας από πρωίας περπατήσει μια-εικοσαριά χιλιόμετρα, τερματίσαμε μπροστά στο κανάλι Βιβάρι που ενώνει την λιμνοθάλασσα με το πέλαγος.
Κοντοσταθήκαμε λιγάκι να ευχαριστηθούμε την υπέροχη θέα αμφοτέρων των υδάτινων μαζών και των νοτιοηπειρωτικών βουνών πέρα από την πεδιάδα, και μπήκαμε σε μία παραπλήσια λόχμη εις αναζήτηση κρυφού και αλεξικέραυνου κατασκηνωτικού πεδίου. Εντοπίσαμε ένα ωραίο και στήσαμε σκηνή. Μόλις προλάβαμε μαγειρεύσαμε πριν ξεσπάσει εκ νέου η μάνητα του καιρού.
Φρύαξε οληνύχτα μία κατακλυσμική καταιγίδα. Εκκωφαντικές βροντές τακτά κατασίγαζαν το διαρκές σφυροκόπημα του καταπίπτοντος νερού, λίγο αφότου εκτυφλωτικές αστραπές διασπούσαν το απόλυτο σκοτάδι. Ένας κεραυνός πρέπει να γειώθηκε πολύ κοντά σαν έτριξε την γη ως σε σεισμό. Η βροχόπτωση επέμεινε για ώρες μετά την αυγή. Ηρέμησε λίγο, να μας παρακινήσει να σηκωθούμε και να μαζεύσουμε, και άρχισε πάλι μόλις αφής αναχωρήσαμε.
Κατεβήκαμε ευθύς στην όχθη του καναλιού και επιβιβαστήκαμε στο πορθμείο. Αυτό ήταν μία σκέτη πλωτή εξέδρα με ένα μοναδικό παγκάκι όπου καθόταν ο χειριστής κάτω από μία ροζ ομπρέλα χειρός. Σε δυο λεπτά απέβημεν απέναντι και τρέξαμε για στέγαση σε ένα κιόσκι. Όταν η βροχή ξανασταμάτησε, περιμέναμε λίγη ώρα να σιγουρευτούμε πως δεν θα ξαναρχίσει οσονούπω. Περίμενε κι αυτή μαζί μάς μέχρι τελικά να βρεθούμε καταμεσής της υπαίθρου.
Το μπουγέλο ήταν τέτοιο που περιόριζε την ορατότητα στα λίγα μέτρα. Μα το χειρότερο ήταν πως τώρα ήμασταν σε μία ατραπό όπου βούλιαζε η κνήμη στην λάσπη. Όταν περεταίρω κολλήσαμε μπροστά σε έναν απροσπέλαστο βούρκο, που θα μας ανάγκαζε να προβούμε σε μία χρονοβόρα παράκαμψη, απαυδήσαμε και τα παρατήσαμε.
Το αρχικό σχέδιο ήταν να φτάσουμε στο Αργυρόκαστρο σε μία εβδομάδα πάνω-κάτω πεζοπορίας, πραγματοποιώντας μία διεξοδική περιοδεία της περιοχής· το νέο: να βάλουμε την ουρά στα σκέλια και να επιστρέψουμε άρον-άρον στο Εξαμίλιο, να βρούμε δωμάτιο, και να μείνουμε μία ώρα μέσα στο ζεστό μπάνιο.
Τελικά μείναμε με το ζόρι ένα λεπτό, διότι το νερό ήταν πάγος. Η Αλβανίδα σπιτονοικοκυρά του μοναδικού καταλύματος που βρήκαμε — το οποίο και προσήλθε να ανοίξει ειδικά για εμάς αφότου βάλαμε τους γείτονες να τής τηλεφωνήσουν — ήδη μας χρέωσε βαρβάτα για τον κόπο, και ήθελε να μας γδάρει αν έμπαινε στον επιπλέον κόπο να ανάψει τον θερμοσίφωνα. Το ίδιο ίσχυε και για την θέρμανση. Τυλιγμένοι στις κουβέρτες την βγάλαμε ολημέρα να μην ξεπαγιάσουμε.
Νωρίς την επομένη ξεκινήσαμε να περατώσουμε το καινούργιο πλάνο. Αυτό προέβλεπε να πάμε σήμερα με λεωφορείο στο Δέλβινο, να διανυκτερεύσουμε, και να κινήσουμε την επαύριον προς Αργυρόκαστρο σε δύο μόνο μέρες πεζοπορίας υπέρ του Πλατοβουνίου. Τυπικά για μία ημέρα που δεν θα περνούσαμε έξω, είχε βγάλει ήλιο.
Στο πρώτο λεωφορείο από Εξαμίλιο προς Αγίους Σαράντα, έπιασα κουβέντα με έναν ντόπιο Αλβανό. Είχε κάνει στην Ελλάδα χρόνια, και μού διηγήθηκε πώς μετανάστευσε… Ισχυρίστηκε πως είχε περάσει στην Κέρκυρα κολυμβώντας — ρυμουλκώντας τα μπογαλάκια του σε επιπλέοντα, αδιάβροχο σάκο δεμένο πάνω τού με σχοινί — τέσσερις φορές. Τις τρεις πρώτες, τον συνέλαβαν οι λιμενικοί και τον απέλασαν. Την τέταρτη, πάλι τον συνέλαβαν αλλά, ούτως ώστε να μην χρειαστεί να τον συλλάβουν και πέμπτη, τον άφησαν να μείνει.
Μετά πήραμε δεύτερο λεωφορείο για Δέλβινο: μία γραφική κωμόπολη ολούθεν περικυκλωμένη από βουνά και ελαιώνες. Βρήκαμε δωμάτιο, κόψαμε δυο βόλτες, ψωνίσαμε προμήθειες, και προετοιμαστήκαμε για νυχτερινό αρχίνημα.
Το χάραμα μας βρήκε να ανηφορίζουμε στην βουνοπλαγιά υπέρ του οικισμού. Κλασικά, η συννεφιά και η παγωνιά είχαν επανέλθει, αλλά δεν έβρεχε ακόμη.
Σε λίγο μπήκαμε στο Λεφτεροχώρι: ένα απομονωμένο ελληνικό χωριουδάκι ψηλά πάνω στην πλαγιά. Έμοιαζε ημιεγκαταλελειμένο· δεν είδαμε ψυχή ειμή μία υπερήλικη δε κοτσονάτη γιαγιάκα που γοργοδιέβαινε τον δρόμο παρέα με το κοπάδι της. Ήθελε να μας καλέσει σπίτι για καφέ παρόλο που ήπειγε το πότισμα των οζών. Την διαβεβαιώσαμε ότι δεν έχουμε χρόνο ούτως ή άλλως. Μας ξόρκισε να προσέχουμε για τα στοιχειά ειν’ άγρια στο βουνό, και συνεχίσαμε αμφότεροι προς αντίθετες κατευθύνσεις.
Ψηλότερα στο όρος, ήταν παντελής η ερημιά. Όχι χωριό, όχι άνθρωπο, ούτε πρόβατο δεν είδαμε. Έχοντας ανέβει περί τα χίλια-διακόσια μέτρα, φτάσαμε στην ομιχλώδη κορυφογραμμή του Πλατοβουνίου. Χώρια από περιοδικές ψιχάλες, η ατμόσφαιρα είχε παραμείνει γενικά στεγνή κατά την ανάβαση μας. Εκεί που πήραμε να κατηφορίζουμε μια κακοτράχαλη συρμή από την άλλη ήταν που ξέρασε ο ουρανός τα ύδατά του. Κατασκηνώσαμε στο πρώτο επίπεδο έδαφος που εντοπίσαμε.
Η βροχή σταμάτησε μετά την χαραυγή. Εξήλθαμε της σκηνής να αντικρίσουμε μία εκπληκτική θέα του χιονοσκέπαστου Μπουρέτου και της πεδιάδας του Δρίνου στην θέση της διαλυθείσας ομίχλης.
Προγκιζόμενοι καθ’ οδόν από μοχθηρά, μυώδη, σαλιάζοντα τσοπανόσκυλα, ροβολήσαμε σχεδόν τρέχοντας μέχρι τον περίφημο χασισοβολώνα της Ευρώπης: Λαζαράτι. Οι δουλειές φαίνεται δεν πήγαιναν καλά μετά την μεγάλη έφοδο της δίωξης το 2014, και ένα γενικό κλίμα εγκατάλειψης επικρατούσε στο χωριό. Οι ελάχιστοι άνθρωποι που απαντήσαμε μας χαιρέτησαν πάντως εγκαρδίως. Προσπεράσαμε, κι ακολουθώντας ένα γιδοστράτι, αφίχθημεν στο Αργυρόκαστρο για να υποδεχθούμε το 2021.
Τακτοποιηθήκαμε σε ένα παραδοσιακό πέτρινο αρχοντικό στο ανώτερο επίπεδο της επικλινούς πόλης. Το ζεστό μας υπνοδωμάτιο περιείχε φλοκάτες, κεντητές μαξιλάρες, συμπαγή ξύλινα έπιπλα, και διάφορα διακοσμητικά αντικείμενα που πρέπει να είχαν φτιαχτεί πριν τουλάχιστον έναν αιώνα. Από το ολοτοίχιο παράθυρο ήταν ορατή μία πανοραμική θέα της μεσαιωνικής καστροπολιτείας και του περιβάλλοντος φυσικού μεγαλείου.
Λίγα βήματα παρακάτω στον δρόμο προς το κέντρο, γνωρίσαμε τον Άρτη· έναν φιλικότατο και ως παιδί φαιδρό άνδρα που διατηρούσε εκεί ολόμονος το μικρό εστιατόριο των προπατόρων του. Ένθερμα πετάχτηκε έξω και μας προσκάλεσε να δειπνήσουμε… Και ακολούθως, δεν δειπνήσαμε πουθενά αλλού· παρά επιστρέφαμε κάθε βράδυ στου Άρτη την προσυμφωνημένη ώρα, οπόταν μας περίμενε με ένα προσηνές χαμόγελο, το τραπέζι μας στρωμένο δίπλα από το αναμμένο τζάκι, και τις προπαρηγγελμένες μας νοστιμιές να μοσχοβολούν από την κουζινούλα.
Διαμείναμε στο Αργυρόκαστρο κάπου μισή εβδομάδα. Ευχαριστηθήκαμε στο έπακρο τους περιπάτους ανά τα δαιδαλώδη του λιθόστρωτα σοκάκια και την θέαση των θαυμαστών του βυζαντινών και οθωμανικών μνημείων. Και ήλθε η ώρα να συνεχίσουμε με την περιήγηση της χώρας.
Είχαμε πλέον αποδεχθεί πως η οδοιπορία δεν ήταν ο ιδανικός τρόπος περιπλάνησης για τις δεδομένες καιρικές συνθήκες. Εξού καταστρώσαμε νέο σχέδιο. Μετέβημεν με συγκοινωνία στα Τίρανα, και μετά από ολιγοήμερη παραμονή, ενοικιάσαμε ένα Λάντα Νίβα.
Ανέκαθεν το αρεσκόμουν αυτό το αμάξι. Η τεχνολογία εν γένει δεν αποτελεί πεδίο στο οποίο φημίζεται η Ρωσία. Αλλά σε μία χώρα τόσο τεράστια και αραιοκατοικημένη που η κατασκευή δρόμων καθίσταται ασύμφορη, ένα πράγμα που σίγουρα κάνουν καλά είναι η παραγωγή ξώδρομων οχημάτων. Το λοιπόν, η καταχείμωνη Αλβανία θα αποδεικνυόταν άριστη περίσταση να βάλουμε το συγκεκριμένο όχημα σε δοκιμή.
Όλα μας τα υπάρχοντα βολεμένα στο στενό πίσω κάθισμα, ξεκινήσαμε πρωί να αναχωρήσουμε από την αλβανική πρωτεύουσα. Αλλά μας πήρε μεσημέρι μέχρι να βρεθούμε σε δρόμο όπου μπορούσα να κουμπώσω πέμπτη ταχύτητα. Κάναμε τότε στάση στο πρώτο ταβερνάκι, σε ένα ξεκάρφωτο καμποχώρι.
Εκεί βρισκόταν ένας τύπος που είχε κάνει Αγγλία. Μας βοήθησε να παραγγείλουμε και πιάσαμε κουβέντα:
«Βλέπουμε» είπε «συχνά ξένους στα μέρη μας.»
«Πώς έτσι;» απόρησα, περιφέροντας το βλέμμα ανά τα αδιάφορα πέριξ.
«Να, βγάζουμε από τις καλύτερες φούντες σε όλη Αλβανία και έρχονται να δοκιμάσουν.»
«Α μπα, ενδιαφέρον… Δεν σού βρίσκεται κατά τύχη κανα-παπαδάκι δώρο να δοκιμάσουμε κι εμείς;»
«Ναι, φυσικά. Καθίστε φάτε, και πάω να σού φέρω λίγο.»
Κίνησε τότε και μπήκε στην ολοκαίνουργια, κατάμαυρη, θωρηκτή μερσέντα που ήταν παρκαρισμένη παραδίπλα και έφυγε με παντιλίκια. Γύρισε προτού αποφάμε, προσήλθε στο τραπέζι, και μού έγνεψε να ενώσω και την δεύτερη χούφτα αφότου είχα ήδη ανοίξει την μία. Μού πήρε εβδομάδες να το καπνίσω όλο.
Μούχρωνε σαν αφίχθημεν στην Σκόδρα. Σταθμεύσαμε στο κέντρο και βγήκαμε να ξεμουδιάσουμε. Εν αντιθέσει με τον νότο και τα Τίρανα, όπου τα ελληνικά ήταν ευρέως ομιλούμενα, εδωπάνω η πιο διαδεδομένη δεύτερη γλώσσα ήταν η ιταλική. Η αρχιτεκτονική επίσης θύμιζε Ιταλία. Μετά από μία γύρα και μία μπίρα, ξαναπήραμε τον πλέον ολοσκότεινο δρόμο.
Σταματώντας για ένα γρήγορο κεμπάπ σε μία κωμόπολη ονόματι Κοπλίκ, κατευθυνθήκαμε προς την όχθη της Λίμνης Σκόδρας, όπου και σκοπεύαμε να κατασκηνώσουμε. Είναι πολυσυζητημένο, ανησυχητικό θέμα η υποχώρηση σταθμών λιμνών λόγω κλιματικής αλλαγής. Μα η προκειμένη λίμνη αντιμετώπιζε το αντίθετο πρόβλημα.
Εκατοντάδες μέτρα από το σημείο όπου σύμφωνα με τον χάρτη έκειτο ο γιαλός, βρεθήκαμε να οδηγούμε με τον μισό κινητήρα βουτηγμένο στο νερό. Βάρκες επέπλεαν δεμένες έξω από παρατημένες οικίες. Κάναμε μεταβολή και φύγαμε προτού βουλιάξει και ο εξαερωτήρας. Εν τέλει την πέσαμε στην κορυφή ενός χλοερού υψώματος.
Μουντίλα και ανασταλαγιά επικρατούσαν κατά την πρωινή μας εκκίνηση. Φουλάραμε το ντεπόζιτο και ένα επιπλέον μπιτόνι στο τελευταίο βενζινάδικο, και πήραμε τον ανήφορο προς τα απόμακρα ενδότερα των Αλβανικών Άλπεων.
Καταιγίδα μαινόταν όταν, ύστερα από κάμποσο ανεβοκατέβασμα στις αβυσσαλέες χαράδρες, σταματήσαμε για φαΐ στο γραφικό δερβενοχώρι της Ταμάρας. Λίγο παραπάνω, η βροχή μετετράπη σε χιόνι. Όλο-και φούσκωνε το λευκό στρώμα επί του οδοστρώματος. Κάποια δικίνητα αυτοκινητάκια που απαντήσαμε έμπροσθέν μάς προχωρούσαν με τρομερή δυσκολία. Ευτυχώς προσπεράσαμε προτού κολλήσουν με εμάς αποπίσω.
Η απομακρυσμένη κοιλάδα του Βερμός, που φιλοξενεί τον βορειότερο οικισμό της Αλβανίας, ήταν μία απέραντη ασπρίλα. Θέλαμε να εξερευνήσουμε λιγάκι, μα εκτός του καθαρισμένου κεντρικού δρομίσκου, τα πάντα κάλυπτε ενάμιση μέτρο χιόνι.
Καταφέραμε μόνο και προσεγγίσαμε έναν πόρο να περάσουμε στην βόρεια όχθη του ποταμού όπου εντοπίσαμε ένα καλόστρωτο τμήμα εδάφους για να στήσουμε σκηνή. Μία μοναχική Καθολική καλόγρια, που μας παρατηρούσε επίμονα μα απαθώς από το κηροφώτιστο παραθύρι ενός ανατριχιαστικού οικήματος ολίγο παραπίσω, προσέθετε στο σκηνικό έναν τόνο θρίλερ.
Αδολοφόνητοι ξυπνήσαμε την επομένη και πήγαμε μια σύντομη πεζοδρομία πάνω στην βόρεια πλαγιά του φαραγγιού. Αναχωρήσαμε νωρίς να μην ρίξει κιάλλο χιόνι και κολλήσουμε. Μα κολλήσαμε, ανεξαρτήτως, μπροστά από μία χιονοστιβάδα. Το προπορευόμενό μας αμάξι το πήρε σβάρνα μια-τριανταριά μέτρα κάτω στον γκρεμό. Αν ήταν θρήσκος, ο παππούς που το οδηγούσε θα διέδιδε σε όλο το χωριό πως είχε άγιο που τού σταμάτησε την πτώση ένα δένδρο και την σκαπούλαρε με λίγες πληγές.
Ο εκσκαφέας κατέφτασε σχετικά γρήγορα. Δεν θα τού έπαιρνε πολλή ώρα να ανοίξει δίοδο… εάν τότε δεν έπεφτε και δεύτερη χιονοστιβάδα ακριβώς αποπίσω μάς. Όπως προσεγγίσουν οι αρχές που έρχονταν απ’ το χωριό, τού ζήτησαν να καθαρίσει πρώτα την πίσω πριν συνεχίσει με την μπροστά. Κόντευαν μεσάνυχτα όταν ξεκολλήσαμε.
Ουρά στο εκχιονιστικό, κατεβήκαμε σιγά-σιγά μέχρι την Ταμάρα και πήραμε έναν ανώμαλο μα αχιόνιστο χωματόδρομο εντός ενός χασματικού παραφάραγγου. Το πρωί δεν αργούσε και η ενέργεια δεν υπήρχε για στήσιμο σκηνής. Εξού και την πέσαμε πρόχειρα στα καθίσματα του αυτοκινήτου.
Σαν σε λίγες ώρες χάραξε, αντικρίσαμε το κυανό ρυάκι που μόνο ακούγαμε την νύχτα να γαργαρίζει. Ήμασταν κοντά στα χωριά Βουκέλ και Νίκτς. Όπως όλα τα χωριά σε εκείνα τα απρόσιτα μέρη, αυτά κατοικούντο από Καθολικούς, των οποίων οι απόγονοι κατέφυγαν εκεί από οθωμανικούς διωγμούς.
Κρύος όμβρος ενέσκηψε και μας υποχρέωσε να δούμε τους οικισμούς μόνο μέσα από το αμάξι. Οι ξύλινες καλύβες ήταν ελάχιστες και αραιές. Σκεπασμένοι με μουσαμάδες, ψηλοί σωροί σανού εξασφάλιζαν την ζωντάνια των ζωντανών μέχρι το πέρας της δριμείας κακοχειμωνιάς. Κάτω από ομπρέλες, υπέργηροι κάτοικοι οδηγούσαν κατάφορτα καυσόξυλα γαϊδούρια ανά τις λασπωμένες ατραπούς. Απόκεντρα εκκλησάκια στέκονταν μονήρη και φάνταζαν στοιχειωμένα. Θεόρατες ορθοπλαγιές και καταρράκτες ολόγυρα οριοθετούσαν την ακραία απομόνωση.
Στο Βουκέλ, προφρόνως σπρώχνοντας την καμωμένη από κλαδιά πύλη για να αφήσουμε το αμάξι στην εκτενή του αυλή, μας προσκάλεσε ένας τύπος στο σπιτικό του. Παρέα με τα τρία του αγόρια, βολευτήκαμε στο λιτό του σαλόνι. Χώρια από το τραπεζάκι και τις καρέκλες, αυτό εμπεριείχε μόνο μία ξυλόσομπα και εικόνες αγίων στους τοίχους.
Αφού πρώτα έφερε και άναψε ένα κερί, η γυναίκα του πήρε να πηγαινοέρχεται με λιχουδιές του παραγωγικού των κόπου. Το μεσαίο αγόρι ήξερε λίγα αγγλικά και τα εξάσκησε προθύμως. Ο πατέρας μιλούσε σέρβικα, ή κάποια παρεμφερή σλαβική γλώσσα, και βγάζαμε μια άκρη αν τού μιλούσα ρώσικα. Ήθελαν να μάς προσφέρουν κρεβάτι για την νύχτα, μα είχαμε άλλα σχέδια.
Ο επόμενός μας επιθυμητός προορισμός ήταν η κοιλάδα του Θεθ, που φιλοξενεί μία από τις πιο απομονωμένες κοινότητες της Ευρώπης. Αυτή συγκοινωνεί με τον υπόλοιπο κόσμο μέσω ενός μοναδικού, απόκρημνου χωματόδρομου που μόνο 4×4 δύνανται να διασχίσουν σε μία ολόκληρη, κουραστική μέρα πορείας· ενώ κάθε χειμώνα αποκόπτεται εντελώς για κάμποσους μήνες από χιόνια και κατολισθήσεις. Είχαμε ενημερωθεί ότι προς το παρόν παρέμενε ανοιχτός. Έτσι και είπαμε να κάνουμε μία προσπάθεια.
Γυρίσαμε από τον ίδιο δρόμο μέχρι το πρατήριο καυσίμων, γεμίσαμε, μα αντί να πάρουμε την κανονική διαδρομή μέσω Κοπλίκ, είπαμε να κόψουμε λίγο δρόμο. Όντως, γλιτώσαμε αρκετή απόσταση, αλλά μάλλον σπαταλήσαμε τριπλάσιο χρόνο.
Η κακοστρατιά που ακολουθήσαμε ήταν για μουλάρια· όχι για αυτοκίνητα. Όταν το συνειδητοποιήσαμε αυτό, εκεί που βρεθήκαμε να οδεύουμε ως χελώνες με μισό λάστιχο εκτός του χείλους του γκρεμού, ήταν πολύ αργά να κάνουμε αναστροφή. Η μοναδική επιλογή: εμπρός με ελπίδα. Χωρώντας οριακά, χαράζοντας φτερά και πόρτες, σφήνα από τους αμετακινήσιμους βράχους· και κατεβαίνοντας οληνώρα να φουντάρουμε τους μετακινήσιμους στην άκρη… το λες και θαύμα που φτάσαμε σώοι στο οροπέδιο.
Νύχτωνε, και κοιμηθήκαμε σε ένα πλάτωμα για να ξυπνήσουμε εν μέσω ομίχλης, ψύχους, και τσουχτερής χιονόπτωσης. Ήμασταν στους πρόποδες των βουνών του Θεθ, σε συγκριτικά μηδαμινό υψόμετρο απ’ το που θα πηγαίναμε. Ώστε να μην αποκλειστούμε ‘κειπάνω μέχρι τον Απρίλιο, ήταν συνετή η μεταβολή.
Εναλλακτικά, επιστρέψαμε στην Σκόδρα και πιάσαμε έναν χαμηλό δρόμο παρά την νότια όχθη της τεχνητής λίμνης Κομάν, επί της ροής του βόρειου ποταμού Δρίνου. Βράδυ, οδηγώντας χιλιόμετρα εντός μίας μεγέθους ορυχείου σήραγγας, φτάσαμε στο αδιέξοδο λιμανάκι του Κομάν, όπου σκοπεύαμε να κατασκηνώσουμε και να πάρουμε το πρωί ανωρεματιά το φέρι για Κούκεσι. Μα τότε μάθαμε από το μεθυσμένο παρευρισκόμενο πλήρωμα του εμπορικού πλοιαρίου ότι επιβατηγό λειτουργεί μόνο το καλοκαίρι.
Φύγαμε πίσω, και αναζητώντας ώρες μέσα στο σκοτάδι, κατεβήκαμε σε έναν όχθο, όπου κατασκηνώσαμε κάτω από ένα ολόγυμνο, κατάμαυρο δένδρο με αγκυλωτούς κλάδους δίπλα από ένα πάντερμο, ερειπωμένο πετρόσπιτο. Ξεκινήσαμε νωρίς προς ανατολή οδηγώντας.
Μέσω μίας μακράς, κατά τμήματα χιονισμένης, ονειρικής διαδρομής, βρεθήκαμε απόγευμα στο Φουσέ-Αρέζ: μία μεγαλούτσικη, ξεκομμένη, ορεινή πολιτεία. Ήπιαμε καφέ σε ενός τύπου που, δίπλα από το σομπάτο καφενείο, διατηρούσε εργαστήριο χειροποίητων παραδοσιακών οργάνων. Φάγαμε πεντανόστιμες σπιτίσιες πίτες σε μιας γιαγιάς. Και αργά την νύχτα επαναπροσεγγίσαμε τον Δρίνο Ποταμό στην συμβολή του με τον Βαλμπόνα. Εκεί κατασκηνώσαμε μέσα σε ένα στενωπό φαράγγι· σημείο επίφοβο για χειμάρρους, δεδομένης της ολονύκτιας νεροποντής, μα το μοναδικό που εντοπίσαμε με πολύ ψάξιμο εν μέσω σκότους.
Ευτυχώς ξυπνώντας άβρεχτοι στην ίδια θέση, πρωί κινήσαμε στο Μπαϊράμ Τσούρι. Η πόλη αυτή μού προξένησε την εντύπωση πως έχει έναν από τους νεαρότερους πληθυσμούς στην Ευρώπη. Μαθητές πλημμύριζαν τις οδούς σαν σε ημέρα παρέλασης στην Ελλάδα. Μετά από καφέ και σάντουιτς σε μία μαθητοκαφετέρια απέναντι από ένα σχολείο, συνεχίσαμε βόρεια εντός της Κοιλάδας του Βαλμπόνα.
Η συγκέντρωση χιονιού ήταν εκειμέσα ασύλληπτη. Στις άκρες του κεντρικού δρόμου, που είχαν εκχιονίσει μέχρι ένα ξενοδοχείο, υψώνονταν τείχη χιονιού. Δεν υπήρχε κυριολεκτικά σπιθαμή εδάφους να κατασκηνώσουμε χωρίς να παρεμποδίσουμε, με κίνδυνο ζωής, την διέλευση των αυτοκινήτων.
Παρότι παιδιά στην πόλη μας είχαν προειδοποιήσει πως είναι προσπελάσιμος μόνο με μοτοέλκηθρο, δοκιμάσαμε να ανέβουμε τον δρόμο έως το ξέμακρο χωριό Τσερέμ. Έχοντας εξαντληθεί να διώχνουμε βράχια και να κόβουμε κλαδιά πεσμένων δένδρων με την ματσέτα, τελικά εντοπίσαμε μέρος επαρκώς φαρδύ να αναστραφούμε με καμμια-πενηνταριά μπρος-πίσω.
Αναγκαστήκαμε επιστρέψαμε χαμηλότερα και κατασκηνώσαμε σε έναν καλλίθεο λόφο υπέρ της πεδιάδας του Μπαϊράμ Τσούρι και δίπλα από την υποβλητική φυσική πύλη της λαγκάδας του Βαλμπόνα. Ο ουρανός ξάνοιξε προς έκπληξη την νύχτα, και μύρια άστρα λαμποκόπησαν στην μαυρίλα του. Ήταν η κατάλληλη συγκυρία να ανάψουμε φωτιά — την οποία μού βγήκε η πίστη προσπαθώντας να αρχίσω με κωλόχαρτο για προσάναμμα, έως ότου θυμήθηκα πως έχουμε κάνιστρο ολόγιομο βενζίνη — και να ξαγρυπνήσουμε σιμά τής στην σκότια μαγγανεία.
Την επομένη επανακατευθυνθήκαμε νότια και φτάσαμε απογευματάκι στο Κούκεσι. Την πέσαμε σε ένα πλάτωμα παρά την συμβολή του Λευκού και του Μαύρου Δρίνου, και ύστερα χάραξε η μέρα που θα αφήναμε προσωρινά την Αλβανία.
Σκοπεύαμε να πάμε για σνόουμπορντ στο χιονοδρομικό κέντρο της Μπρεζοβίτσας στο Κόσοβο. Όμως οι Κοσοβάροι συνοριακοί φρουροί μας ενημέρωσαν περί του ότι απαιτείται τεστ κορονοϊού όπως διέλθουμε. Έτσι-και επιστρέψαμε επί τόπου στο Κούκεσι εις αναζήτηση τοιούτου πράγματος.
Ο φαρμακοποιός στο φαρμακείο που μπήκαμε να ρωτήσουμε μάς είπε ότι μόνο το δημόσιο νοσοκομείο κάνει τεστ στην πόλη· και μας συμβούλευσε να ισχυριστούμε πως έχουμε συμπτώματα, διότι αλλιώς θα αρνηθούν να το κάνουν…
Μετά από κανα-δίωρο αναμονής στην ουρά, τού είπα τού εν υπηρεσία ιατρού ότι, να, ήμασταν τις προάλλες με κάποια παιδιά που βγήκαν θετικά, και έχουμε τώρα βήχα και πονόλαιμο και λίγη αδιαθεσία και τα λοιπά. Μού είπε κι αυτός ότι μπορεί να μάς κάνει τεστ, αλλά, ενημερωτικά, αυτό δεν φέρει ισχύ ως ταξιδιωτικό έγγραφο· και ότι, εφόσον αυτό είναι που στην αλήθεια χρειαζόμαστε, το μοναδικό μέρος σε όλη την χώρα που μπορούμε να το προμηθευθούμε είναι μία ιδιωτική αμερικάνικη κλινική στα Τίρανα που χρεώνει ογδόντα δολάρια. Απογοητευμένοι και κάπως ντροπιασμένοι, ευχαριστήσαμε για την πληροφόρηση και αποχωρήσαμε ατεστάριστοι.
Το αυριανό προγνωστικό προέβλεπε ανέθιστο παράθυρο ξαίθρας. Αφού η χιονοδρομία στο Κόσοβο δεν αποτελούσε πλέον εφικτή επιλογή, εναλλακτικά αποφασίσαμε να την εκμεταλλευτούμε για μία απόπειρα ανάβασης στο Κόραμπ: το ψηλότερο βουνό της Αλβανίας.
Απογευματάκι ήμασταν στην δυτική του υπώρεια, σε ένα χωριό ονόματι Ραντομίρα, όπου δύο οξυτενείς μιναρέδες υπερείχαν των διάσπαρτων, το-πλείστον άδειων μονοκατοικιών και σκληρή πάχνη κάλυπτε τα διαχειμάζοντα χωράφια. Η συννεφιά αραίωνε καθώς περιδινούσε, και η αγέρωχη κορυφή έκανε βραχείες, δειλινές εμφανίσεις, έως που ως μελανότερος όγκος επεβλήθη επί του μελανού, ξαστεροθέντος ουρανού. Ούτως σώζοντας μία ώρα στησίματος-ξεστησίματος, ξεραθήκαμε κανα-τετράωρο στο αμάξι, με μηχανή και θέρμανση συνεχώς αναμμένες. Μείον-δέκα έγραφε έξω σαν χτύπησε κατάνυκτα το ξυπνητήρι.
Η αυγή μας βρήκε με χιόνι στην μέση κνήμη, καμμια-ώρα δρόμου πάνω στην πλαγιά. Φανέρωσε την πυραμιδωτή ψηλοκορφή που, με τον ήλιο πίσω τής, φωτόστεπτη κυριαρχούσε τον γύρω τής άνεφο, ροδόχρου ουρανό. Εκεί που το χιόνι πέρασε το γόνατο, λίγο αφότου, καθ’ ένα πέρασμα, έπεσα μέσα στο δροσερό ρέμα, κατέστη ξεκάθαρο πως δεν θα πηγαίναμε πολύ μακριά χωρίς τον κατάλληλο ορειβατικό εξοπλισμό· τον οποίο φυσικά στερούμασταν ένεκα που ως το προηγούμενο μεσημέρι αγνοούσαμε το ότι θα βρεθούμε σε αυτό το βουνό.
Φτάσαμε τόσο μακριά όσο πήρε να βρεθούμε σε ένα σημείο, γύρω στα 2.000 μέτρα, όπου η πυκνότητα του πάγου και η κλίση της πλαγιάς ήταν τέτοιες που μόνο οι κοφτεροί βράχοι στην αλαργινή βάση της θα διέκοπταν την εγγυημένη γλίστρα που είπετο εάν συνεχίζαμε.
Ήταν σχετικά νωρίς σαν επιστρέψαμε στο αμάξι. Ακόμη και μετά από έναν καφέ κερασμένο από τους υπαλλήλους του ξενοδοχείου του χωριού, είχαμε μπόλικο χρόνο να διανύσουμε χιλιόμετρα. Σε καμμία, ωστόσο, περίπτωση δεν υπολογίζαμε να διανύσουμε τόσα που απρόβλεπτα επέβαλαν οι περιστάσεις…
Παρότι νοτιότερα και χαμηλότερα, ο καιρός είχε πάρει ραγδαία τροπή σαν φτάσαμε το βραδάκι στην Επισκοπή και σταματήσαμε για φαΐ πριν ψάξουμε μέρος για ύπνο. Εκεί μάς είπε ο κεμπαπτζής ότι την νύχτα επέρχεται σφοδρή χιονόπτωση σε όλη την χώρα. Εάν δεν ήταν ήδη κλειστός, θα ήταν σίγουρα κλειστός μέχρι το πρωί ο μοναδικός δρόμος που οδηγούσε απευθείας στην νοτιοδύση, και θα αναγκαζόμασταν να προβούμε σε έναν μακρύτατο κύκλο μέσω Τιράνων. Εξού και φύγαμε επί τόπου να προλάβουμε.
Ξεμπλέκοντας από μία αγχώδη οδική περιπέτεια σε μία λασπουριά που εγκληματικά ο χάρτης έδειχνε ότι υπάρχει δρόμος, κατά τα μεσάνυχτα πήραμε τον μακρύ, μοναχικό δρόμο υπέρ του ανατολικοαλβανικού ορεινού όγκου. Η χιονοθύελλα εκτυλισσόταν εν πλήρει εντάσει. Η ορατότητα περιοριζόταν σε λίγα μέτρα εντός της απέραντης ασπρίλας, και το επίπεδο του χιονιού στο πλάι όλο-και έξυνε το κάτω μέρος των παραθύρων. Μετά από ώρες λευκής μονοτονίας, διασχίσαμε επιτυχώς την οροσειρά και την πέσαμε κοντά στην όχθη του Ποταμού Σκούμπιν.
Καταγάλανο ουρανό και γη ολόλευκη θωρήσαμε σαν ξυπνήσαμε σε λίγες ώρες. Το ψύχος ήταν τέτοιο που είχε κρυσταλλώσει το ύφασμα της σκηνής. Σε λίγο που προσπεράσαμε την κορυφογραμμή στα ανατολικά, λαμπρός ήλιος ζέστανε τον αέρα και η πλατιά θέα της Οχρίδας Λίμνης προσέθεσε ένα σκούρο μπλε στο πρότερα διτονικό γαλανόλευκο της ενεστώσας φύσης. Μέσω μίας τερπνής παρόχθιας διαδρομής, μεσημεράκι ήμασταν στο λευκοντυμένο και εορταστικό Πόγραδετς.
Παιδιά έπαιζαν χιονοπόλεμο και έστηναν χιονάνθρωπους στα πάρκα και τις αλάνες. Οι οδοί και οι καφετέριες ήταν φίσκα κόσμο με μπουφάν και γυαλιά ηλίου. Οδηγοί — συμπεριλαμβανομένου εμού — μάχονταν για θέσεις κοντά στο κέντρο. Τώρα που το σκέφτομαι, μπορεί να ήταν και Κυριακή. Βόλτα, καφές, πιτόγυρο… Φύγαμε και καταλήξαμε σε ένα χιονισμένο ύψωμα στα μισά του δρόμου προς την Κορυτσά, ποι σύναυγα κατευθυνθήκαμε.
Κόντευαν δύο εβδομάδες που κοιμόμασταν έξω· έρχονταν και τα γενέθλια της Σόφης… Ήταν καιρός για στρώμα, ζεστό μπάνιο, και πολιτισμό. Εγκατασταθήκαμε λίγες ημέρες σε ένα άνετο δωμάτιο με ένα ηλιόχαρο μπαλκόνι υπέρ του πολυσύχναστου κεντρικού πεζοδρόμου.
Η ηλιοφάνεια είχε έλθει για να μείνει. Κι εμείς ανάμεσα στους Κορυτσιώτες ευχαριστηθήκαμε δεόντως τις λευκές αλκυονίδες μέρες. Απτόητοι από πάγους και λασπόχιονα, κατέκλυζαν περιπατητές τις οδούς. Καφετέριες κατελάμβαναν με σόμπες και τραπέζια τις πλατείες και τους πεζοδρόμους. Μία μεγάλη ρόδα λούνα παρκ, στημένη πλάι τού καθεδρικού, παράβγαινε με αυτού τα καμπαναριά για το ψηλότερο σημείο της πόλης. Χριστουγεννιάτικα δένδρα και πολύχρωμα λαμπιόνια φώτιζαν γιορτινά τις νύχτες.
Μία μέρα, αφού είχαμε αποτύχει στο Κόσοβο, είπαμε να πάμε για σνόουμπορντ στο κοντινό χιονοδρομικό του Μπιγκέλ. Μα σαν αφίχθημεν το πρωί, αντικρίσαμε μία μοναδική πίστα, τόσο κοντή που δεν θα προφταίναμε να πάρουμε αρκετή φόρα ούτε για να σαβουριαστούμε. Εις επίμετρον, οι λιγοστοί παρευρισκόμενοι υπάλληλοι ήταν προς το παρόν απασχολημένοι στο σαλέ, με καφέ και λακιρντί πλησίον τής εστίας, και μάς ζήτησαν να περιμένουμε να ξεμπερδεύσουν πριν βάλουν μπρος τον αναβατήρα. Μιας-και έψηναν νέα γύρα καφέδων αφότου τελειώσαμε εμείς τον πρώτο, τελικά αποχωρήσαμε και εναλλακτικά περιηγηθήκαμε στα γραφικά γύρωθε χωριά.
Μία άλλη μέρα, πήγαμε εκδρομή στην νοτιοδυτική όχθη της Μεγάλης Πρέσπας. Το φυσικό κάλλος ήταν απαράμιλλο. Γαληνή και γαλανή λίμναζε η υδάτινη μάζα, ολούθεν περιζωμένη από κάτασπρες, υπουράνιες οροσειρές. Μοναχική η νησίδα της Αγίας Μαρίας κοσμούσε το κέντρο του όρμου. Ανάριες στήλες καπνού υψούντο σχεδόν κατακόρυφα στην ακλυδώνιστη ατμόσφαιρα από τις καμινάδες των μισοθαμμένων στο χιόνι παρόχθιων χωριών. Βαρκούλες φάνταζαν παρατημένες εδώ-κι-εκεί στην μισοπηγμένη ακρογιαλιά. Τίποτε δεν κινείτο ορατώς στο περιβάλλον, χώρια από περιστασιακούς κορμοράνους που ομαλά κι αθόρυβα ανίχνευαν την λιμναία επιφάνεια.
Περάσαμε το τελευταίο μας βράδυ στην Κορυτσά σε ένα θαλπερό ταβερνάκι στο κέντρο. Ήταν καθημερινή και ήμασταν οι μοναδικοί πελάτες. Ένας κιθαρίστας κι ένας μπουζουκτσής που έπιναν τσίπουρα στο γωνιακό τραπέζι, προτρεπόμενοι από την είσοδό μας, έπιασαν τα όργανα.
Αφότου αποτελειώσαμε τα σερβιρισμένα σε πήλινα σκεύη, εκλεκτά εδέσματα, παραγγείλαμε κιάλλο κρασί, και άρπαξα κι εγώ μία κιθάρα. Σε λίγο ακομπάνιαρε φωνητικά και ο επαγγελματικά αδικημένος σερβιτόρος, που θα τού ταίριαζε καλύτερα καριέρα στην όπερα. Έτσι-και μείναμε να παίζουμε όλοι παρέα μέχρι αργά την νύχτα. Παρότι μιλούσαν μέτρια ελληνικά, οι τύποι συνιστούσαν ζωντανό αρχείο ελληνικής παραδοσιακής μουσικής. Κάτεχαν απέξω, στίχους και συγχορδίες, τέτοιο πλούσιο ρεπερτόριο ελληνικών ασμάτων που συνεριζόταν το kithara.to.
Ξημερωσάσης έτι μίας λιακαδερής ημέρας, πήραμε σιγά-σιγά τον δρόμο της επιστροφής προς τα Τίρανα. Αυτός διέτρεχε ένα βαθύ φαράγγι κατά μήκος του Ποταμού Δεβόλη, που μας οδήγησε στο Ελμπασάν. Μετά από φαΐ, βόλτες, και μπίρες, είχε νυχτώσει σαν ψάχναμε κατασκηνωτικό πεδίο στα απόκρημνα αστυγείτονα βουνά, μέχρι που το εντοπίσαμε σε ένα ψυγμένο χωράφι κοντά σε ένα γιδοχώρι ονόματι Μολαγιές.
Πυκνοί υδρατμοί είχαν επανακαταλάβει τον ουρανό το πρωί, αλλά η αλβανική πρωτεύουσα ήταν θολά θεατή κάτω στον κάμπο. Κείσε κατηφορίσαμε μέσω ενός δυσπόρευτου κατσαβραχοδρόμου, αισίως ο οποίος παρέμεινε ανάβροχος έως ότου πλάκωσε ο υετός ευθύς ως προσεγγίσαμε άσφαλτο. Στα προάστια της μεγαλούπολης, μπήκαμε στο πρώτο πλυντήριο αυτοκινήτων, όπου αναθέσαμε στους υπαλλήλους την πιθανότατα απαιτητικότερη δουλειά που είχαν ποτέ αναλάβει. Άστραφτε το εργαλείο σαν το παραλάβαμε μετά από δυο-τρεις ώρες. Εντός ολίγου, το είχαμε παραδώσει στον ιδιοκτήτη του, και αυτό το περιπετειώδες οδικό ταξίδι έλαβε τέλος.
Ένας μήνας είχε παρέλθει αποτότε που ήλθαμε στην Αλβανία. Εν τω μεταξύ, τα μέτρα στην Ελλάδα και τον περισσότερο κόσμο καλά κρατούσαν. Δεν είχαμε πουθενά καλύτερα να πάμε, έτσι-και επιστρέψαμε στους Αγίους Σαράντα και εγκατασταθήκαμε στο ίδιο διαμέρισμα αγνάντια του πελάγους.
Ο καιρός εκεί ήταν καλός πέρα από κάθε προσδοκία. Έβρεχε σπάνια, και ανέβαζε τέτοιες θερμοκρασίες που μέχρι και μπάνια κάναμε Φεβρουάριο μήνα. Ζούσαμε ωραία, ήσυχα, και ελεύθερα, αναμένοντας τις παγκόσμιες εξελίξεις.
Το μόνο που δεν ευχαριστηθήκαμε καθ’ αυτήν την διαμονή ήταν το φαγητό. Όχι πως η πόλη στερείτο ποιοτικής γαστρονομικής επιλογής, αλλά επειδή εκείνες τις ημέρες περάσαμε μάλλον κορονοϊό, χάσαμε την γεύση μας ολικώς. Για μήνες ύστερα, έτρωγα σκόρδα και κρεμμύδια, και ήταν σαν να γλείφω το δάχτυλό μου ανίδρωτο.
Τα μέτρα ανά τον κόσμο ακόμη δεν είχαν αρθεί σαν κλείναμε τρίμηνο στην Αλβανία. Η επιτρεπόμενη περίοδος παραμονής μας στην χώρα έληγε, όθεν κοπιάσαμε στην μεταναστευτική υπηρεσία των Αγίων Σαράντα να την ανανεώσουμε. Μόλις τότε μάθαμε ότι αυτό ήταν αδύνατο και ότι υπεχρεούμεθα να αποχωρήσουμε ταχέως. Έτσι-και τα μαζεύσαμε εσπευσμένως και περάσαμε τα προς ανατολάς σύνορα στην παγερή μα όμορφη Οχρίδα.
Βίντεο και φωτογραφίες από την Αλβανία
Στην ακόλουθη λίστα αναπαραγωγής εμπεριέχονται όλα τα βίντεο που έβγαλα σε αυτό το ταξίδι. Εδώ είναι όλες οι φωτογραφίες.