Συχνότατα τυχαίνει μού να με ρωτούν διάφοροι: πώς είναι οι σχέσεις μου με τους ανθρώπους όταν ταξιδεύω συνέχεια· εάν βιώνω κάποια συναισθηματική ανεπάρκεια, όντας αναγκασμένος να διατηρώ μόνο αυστηρώς επιφανειακές σχέσεις, αφού ο περιορισμένος χρόνος δεν επιτρέπει σε κάποια σχέση να εμβαθυνθεί. Η απάντησή μου σε αυτού του είδους τις ερωτήσεις είναι αυτό που έχω καταλάβει: Ότι δηλαδή γελιούνται οικτρώς εάν πιστεύουν ότι το συναισθηματικό βάθος μίας ανθρώπινης επαφής εξαρτάται από τον χρόνο· ότι δεν διανοούνται την φύση του συναισθήματος, ούτε και του χρόνου. Πολλές φορές, μία ολιγόλεπτη συναναστροφή, η ανταλλαγή δύο λέξεων, ή ακόμη και η αστραπιαία διασταύρωση δύο βλεμμάτων, υπεραρκούν για να σφίξουν έναν άρρηκτο δεσμό μεταξύ δύο ανθρώπων.
Έτσι και με κείνον τον σπάνιο άνθρωπο που μού μέλλησε να γνωρίσω εκείνο το πρωί. Λίγες ώρες περάσαμε μόλις παρέα, ποτέ δεν πρόκειται να τον ξαναδώ στην ζωή μου, ούτε και να μάθω νέα του. Το-δίχως-άλλο όμως, η μνήμη αυτού και του αισθήματος του οποίου μού γέννησε, δεν δύναται να φθίσει ουδέποτε, μέχρι τις ύστατές μου ημέρες. Όλοι μας, πιστεύω, ταλαντευόμαστε διαρκώς σε μία ιδεατή κλίμακα, στης οποίας τα δύο εξτρέμα απαντώνται η μισανθρωπία και ο αλτρουισμός. Η γνωριμία με κάποιους τέτοιους ανθρώπους μόνο δύναται να σού δώσει μία καλή ώθηση προς το δεύτερο.
Αυτή η ιστορία είναι απόσπασμα από το βιβλίο μου «Από το Κέιπ Τάουν στην Αλεξάνδρεια», στο οποίο αφηγούμαι το επικό, μοναχικό μου ταξίδι από άκρη σε άκρη της σαγηνευτικής Αφρικής, και διαβιβάζω μία σοβαρή μεν, γλαφυρή δε, απεικόνιση της ετερόμορφης και ιδιάζουσας αφρικανικής πραγματικότητας.
Καθώς κατηφόριζα προς το λιμάνι, το λοιπόν, πήρα είδηση έναν τύπο που ξάφνως με είχε διπλαρώσει. Άρχισε να μού λέει κατινά, στα οποία αρχικά δεν έδωσα σημασία· μιάς-και έφερα την προκατειλημμένη εντύπωση ότι προέκειτο για κάποιον κράχτη των ναυτιλιακών γραφείων. Η εντύπωση αυτή διαλύθηκε όμως πολύ σύντομα· πρώτα προσέχοντας την εξεζητημένη αγγλική του μιλιά· και ύστερα παρατηρώντας στην φυσιογνωμία του ότι δεν ήταν από εκείνα τα μέρη, αλλά από το αφρικανικό κέρας.
Κοντοστάθηκα τότε μία στιγμή να τον περιεργαστώ. Ήταν ένα νεαρό, ρακένδυτο, αποστεωμένο παλικαράκι. Από όποια γωνία και να τον κοιτούσες, η εμφάνισή του όλη μαρτυρούσε ταλαιπωρία και βάσανα πολύ βαρέα· πράγμα που μού έκανε μία κάποια τι παράξενη εντύπωση, αφού δεν είχα συνηθίσει να βλέπω ανθρώπους σε τοιαύτη απαθλιωμένη κατάσταση σε αυτήν την πόλη, όπου το βιοτικό επίπεδο ήταν εν γένει αξιοπρεπές. Παρατήρησα και τα δύο μικρούτσικα ματόμπαλά του, που έκειντο βαθιά, σαν σε δύο σπηλίτσες, μέσα στις άσαρκες οφθαλμοκόγχες του. Μία αόριστη, αλλόκοτη λάμψη που εξέπεμπαν αυτά του τα μάτια, και μού έκανε κάτι σε υπεράνθρωπη γαλήνη, ήταν που μού κίνησε την περιέργεια να ακούσω την ιστορία του. Αφού αγόρασα το εισιτήριο, τον πήρα μαζί μού και πήγαμε σε μία καντίνα να του προσφέρω φαγητό. Εκεί καθώς καθόμασταν, σιγά-σιγά μού εξιστόρησε την ζωή του.
Ονομαζόταν Μάρτι. Ήταν 27 ετών. Καταγόταν από ένα χωριό της Τιγρινίας της Αιθιοπίας, όπου ο πατέρας του διατηρούσε μία καφεοφυτεία. Εκεί ζούσε μία χαρούμενη, ειρηνική, και ευκατάστατη ζωή με την οικογένειά του· μέχρις ότου, μία πρωία, δέχθηκαν επίθεση από Σομαλούς αντάρτες που είχαν διασχίσει τα σύνορα προς λαφυραγωγική επιδρομή. Λεηλάτησαν και πυρπόλησαν όλη την περιουσία της οικογένειάς του. Εν συνεχεία, βασάνισαν και κατέσφαξαν τους γονείς του και τα δεκατέσσερα αδέλφια του. Του ιδίου του κατέκοψαν με μία ματσέτα τρία δάχτυλα του ενός του χεριού, και όταν το έβαλε στα πόδια να σωθεί, τού φύτευσαν δύο σφαίρες στην κοιλιακή χώρα.
Τελικά κατάφερε όχι μόνο να διαφύγει, αλλά και να επιζήσει των τραυμάτων του. Με πολύ κόπο έφτασε και παραδόθηκε σε ένα στρατόπεδο προσφύγων στην Κένυα, όπου έμεινε φυλακισμένος για τρεισήμισι χρόνια ― Και λέω φυλακισμένος επειδή και αυτά λειτουργούν ακριβώς πάνω στις ίδιες αρχές με τις φυλακές όλου του κόσμου: Λαμβάνουν χρήματα από το κράτος (εν τη προκειμένη από τον Ο.Η.Ε.) ανά κεφαλή. Εξού και κάνουν τα αδύνατα δυνατά για να αυξάνουν τον αριθμό των εγκαθείρκτων και, κατά συνέπεια, τα έσοδά των. Καλοθελητές υπεξαιρέτες πάντοτε θα ευρεθούν, εξυπακούεται…
Εκεί, στην προσφυγοφυλακή, ήταν που έμαθε αγγλικά ο Μάρτι. Τελικά, αφού έκρινε ότι ήταν αδύνατο να τού επιτραπεί να φύγει, απέδρασε πηδώντας τον φράκτη και καταχαρακώνοντας όλο του το σώμα στα ξυραφοσυρματοπλέγματα. Αποκεί ήλθε στο Νταρ Ες Σαλάμ με την ελπίδα να μπορέσει να στεριώσει και να αρχίσει μία νέα ζωή. Τα πράγματα δεν του ήλθαν όσο ιδανικά τα φανταζόταν όμως. Ένα έτος είχε που ήταν εκειπέρα, και έμενε άστεγος στους δρόμους, διατρέχοντας τον συνεχή κίνδυνο να συλληφθεί και να φυλακιστεί διότι δεν είχε χαρτιά ― αφού στον σύγχρονο κόσμο, κάποιος που δεν φέρει ταυτοποιητικά έγγραφα δεν θεωρείται κάποιος, αλλά μάλλον κανείς.
Όλο αυτό το διάστημα της εκεί παραμονής του, έτρωγε κατά κανόνα τρεις φορές την εβδομάδα: την Κυριακή που έδινε συσσίτιο η εκκλησία, την Τρίτη το μαντίρι, και την Παρασκευή το τζαμί. Στο τζαμί πήγαινε καθημερινώς, αφού οι βρύσες του αλουντού ήταν η μόνη πηγή νερού στην οποία είχε συνεχή πρόσβαση. Εκτός απ’ όλα αυτά, είχε ακόμη να παλεύει και με τον διαβήτη και την αρθρίτιδα· παθήσεις τις οποίες είχε αναπτύξει.
Έχω ακούσει πολλά, έχω δει πολλά, και έχω μάθει την ψυχραιμία. Ακούγοντας και βλέποντας εκείνο το παιδί όμως, ομολογώ ότι το αίμα μου χόχλασε και έφριξα σύγκορμος. Ωστόσο η ιδιαιτερότητά του δεν εναπέκειτο τόσο στην ιστορία του την ίδια, όσο στην στάση του απέναντί τής· και απέναντι στην ζωή εν γένει. Μοχθούσα μέσα μού, καθώς ήμασταν παρέα, να καταλάβω: τι να ήταν άραγε αυτό που τού έδινε τέτοια δύναμη να παλεύσει; Τι να τού έδινε την όρεξη να χαμογελάει διαρκώς και να ξεκαρδίζεται στα γέλια με το παραμικρό που θα έκρινε αστείο; Τι να ήταν αυτό που τον έκανε να θέλει να συνεχίσει να ζει; Πραγματικά, δεν θυμάμαι ποτέ μού να είχα γνωρίσει άλλον τόσο εύθυμο, χαμογελαστό, και θετικό άνθρωπο.
Τελικά πάντως, νομίζω το κατάλαβα τι ήταν. Ήταν το ονειρεύεσθαι. Το ονειρεύεσθαι κάτι αγνό, ευγενές, και υψηλό. Το κατάλαβα τούτο όταν μού εξέθεσε το μελλοντικό του σχέδιο· το όνειρό του. Ονειρευόταν να νοστήσει. Ονειρευόταν το σπίτι του. Κατασυγκινημένος είχα μείνει να τον ακούω να μού μιλάει πολληώρα για αυτό· ενώ κάτι σαν θεία έξαψη άστραφτε στα μάτια του.
Μείναμε μαζί μέχρι το απόγευμα να συζητούμε ασταμάτητα περί πολλών ενδιαφερόντων: πολιτικής, ιστορίας, κοινωνίας, ανθρώπου, ψυχής, Θεού… Πέραν περιγραφής είναι το πόσο σοφότερος ένιωσα μετά από εκείνη την συναναστροφή.
Τελικά τον αποχαιρέτησα στον λεωφορειακό σταθμό. Μόλις τού είχα αγοράσει ένα εισιτήριο με προορισμό τα σύνορα της Κένυας. Εκεί θα έπρεπε να περάσει πάλι τα σύνορα λαθραία και… κάτι να σκαρφιστεί να κάνει. Μόλις ξεκινούσε το ταξίδι του νόστου για τον Μάρτι. Τού ευχήθηκα καλή τύχη.
Σε βαθιά περίσκεψη είχα βουτήξει για όλο το υπόλοιπο εκείνης της ημέρας. Σκεπτόμουν: Τι να έχει σημασία τελικά στην ζωή;… και διάφορα τέτοια. Ένα κάποιο αίσθημα δυσβάσταχτης απέχθειας με συνεπήρε όταν, σε μία φάση, μού πέρασε από το μυαλό η εικόνα ενός τύπου να πίνει φραπέ σε μία καφετέρια στον πεζόδρομο του Θησείου, ενώ κλαίγεται: «Έπαιρνα χίλια ευρώ, τώρα μού τα έκαναν οκτακόσια.»