Διάφορους μυστήριους τύπους και τύπισσες είχα την ευκαιρία να γνωρίσω μέσα σε αυτό το σινάφι. Ένας εξ αυτών που μού έκανε ιδιαίτερη εντύπωση ήταν ο Καουμπόης. Ένα από εκείνα τα βράδια, καθόμασταν σε ένα από τα τραπέζια της αυλής με εκείνη την νέα Βραζιλιάνα φίλη μου, και ενετρυφούσαμε στην καθιερωμένη μας βραδινή ζυθοποσία. Σε κάποια φάση, είδαμε από πέρα έναν σουρωμένο τύπο ― πολύ πιο σουρωμένο από εμάς ― να μας σιμώνει τρικλίζοντας.
Αυτή η ιστορία είναι απόσπασμα από το βιβλίο μου «Από το Κέιπ Τάουν στην Αλεξάνδρεια», στο οποίο αφηγούμαι το επικό, μοναχικό μου ταξίδι από άκρη σε άκρη της σαγηνευτικής Αφρικής, και διαβιβάζω μία σοβαρή μεν, γλαφυρή δε, απεικόνιση της ετερόμορφης και ιδιάζουσας αφρικανικής πραγματικότητας.
«Hi! I’m cowboy. May I sit with you?» μάς είπε όταν τελικά κατάφερε να μας φτάσει, και αφού στηρίχθηκε στο τραπέζι για να μην σωριαστεί χάμω.
«Do sit, please» τού είπα, και του έτεινα μία χείρα βοηθείας όπως εύρει τον δρόμο προς την καρέκλα με τον πισινό του.
«What’s your name man?» τον ρώτησε η φίλη αφού είχε καθίσει.
«My name is Cowboy!» απεκρίθη, δίνοντας μία στομφώδη έμφαση στην λέξη και υπερτονίζοντας την πρώτη συλλαβή.
«Come on man!» τού αντέτεινε η Βραζιλιάνα. «I see you look like a cowboy, but you must have a real name, don’t you?»
«My name is Cowboy!» επανέλαβε με τον ίδιο απαράλλακτο στόμφο. «Everybody in this town knows who Cowboy is!»
«Okey then…Cowboy» τού είπε κι αυτή, προσπαθώντας να μιμηθεί την προφορά του με τρόπο που με έκανε να ξεκαρδιστώ. «What’s up? Nice outfit, by the way…»
Σαν να συνήλθε μονομιάς από το μεθύσι ο Καουμπόης, πήρε να επιδεικνύει όλο-καμάρι τα κυνηγετικά τρόπαια που φορούσε: ένα περιδέραιο με τον κυνόδοντα ενός λιονταριού, ένα περικάρπιο από δέρμα καμηλοπάρδαλης, ζώνη από δέρμα ιπποποτάμου, σπιρουνάτες μπότες από δέρμα κροκοδείλου, και βεβαίως το καουμπόικο καπέλο από δέρμα βουβάλου…
«I killed them all myself!» κατέληξε καυχησιολογώντας όταν μάς τα είχε επιδείξει πια όλα. «I’m the best hunter in town!» συνέχισε, εξηγώντας μάς επίσης το πώς ηγείται αποστολών, Αμερικανών και Ρώσων κυρίως, ματσωμένων ηλιθίων, που πληρώνουν δεκάδες χιλιάδες δολάρια για να σκοτώσουν κάποιο δύσμοιρο άγριο ζώο, δίχως καν να δικαιούνται να το κρατήσουν για να το φάνε ή να το βαλσαμώσουν· αλλά μόνο-και-μόνο για να το σκοτώσουν.
«How did you kill them Cowboy?» τον ρώτησα.
«But with a rifle of course!» απεκρίθη.
«Νah, you are not a good hunter, Cowboy! Good hunters do not use guns. In my village hunters strangle the lions with their bare hands. If somebody was to hunt by gun there, he would be no more than a subject of mockery for the whole village and its surroundings…» Έτσι τού είπα, παλεύοντας να μην σκάσω στα γέλια και να διατηρήσω τον τόνο μου το δυνατόν καταφρονητικότερο. Η νοημοσύνη του τύπου δεν ξεπερνούσε τελικά το όριο εκείνο που θα χρειαζόταν για να καταλάβει πως τον δουλεύω ψιλό γαζί. Έτσι και έλαβε την επίπληξή μου κατάκαρδα, και έμεινε εκεί σιωπηλός και μαζεμένος, μέχρι που τον πήρε ο ύπνος με το κεφάλι γερμένο πάνω στο τραπέζι.