Φτάνοντας τελικά στα όρια του λειμώνα, όπου εκεί ευρίσκονταν οι παρυφές ενός πυκνού ρουμανιού, συναπαντήσαμε μία ελεφαντίνα με τα μικρά της. Με εξαιρετική προσοχή να μην σταθούμε εμπόδιο ανάμεσά τών ― πράγμα που θα εξαγρίωνε την μητέρα ― αρχίσαμε να την πλησιάζουμε αργά-αργά. Αυτό το ζωντανό ήταν πραγματικά τεράστιο. Μπορούσαμε να νιώσουμε το έδαφος να τρέμει σε κάθε της βήμα, από τα τριάντα περίπου μέτρα που θα την είχαμε πλησιάσει τελικά. Πήγαινε από δένδρο σε δένδρο, και εκτείνοντας την προβοσκίδα της, έσπαζε μεγάλα κλαδιά και μασουλούσε τα φύλλα μαζί με το ξύλο, παράγοντας μία πλαταγή που διατρυπούσε την σιγηρή ατμόσφαιρα του λειμώνα. Είχε αρχίσει ήδη να φαίνεται αγχωμένη από την παρουσία μας ― που το-δίχως-άλλο είχε αντιληφθεί από ώρα πριν σιμώσουμε ― όταν αρχίσαμε να κάνουμε άλλα λίγα βήματα μπρος, επιχειρώντας να πλησιάσουμε περαιτέρω.
Αυτή η ιστορία είναι απόσπασμα από το βιβλίο μου «Από το Κέιπ Τάουν στην Αλεξάνδρεια», στο οποίο αφηγούμαι το επικό, μοναχικό μου ταξίδι από άκρη σε άκρη της σαγηνευτικής Αφρικής, και διαβιβάζω μία σοβαρή μεν, γλαφυρή δε, απεικόνιση της ετερόμορφης και ιδιάζουσας αφρικανικής πραγματικότητας.
Πεντ’-έξι βήματα είχαμε κάνει, όταν με μία αιφνίδια κίνηση, στράφηκε προς το μέρος μας. Μείναμε όλοι κάγκελο. Αυτή έμεινε να μας ξανοίγει για λίγα δευτερόλεπτα, και με έτι μία αιφνίδια κίνηση, τινάχτηκε απότομα, κοπάνησε με δύναμη το ένα της πόδι στο έδαφος, και απελευθέρωσε μία εκκωφαντική στριγκλιά που θύμιζε τρομπέτα σε ενισχυτή. Σίγουρα δεν ήταν ιδιαίτερα ευχαριστημένη από την παρουσία μας. Ψύχραιμα και χωρίς απότομες κινήσεις, αρχίσαμε να οπισθοχωρούμε με τα πρόσωπα στραμμένα συνεχώς προς αυτήν. Μόνο αφότου είχαμε ξεμακρύνει αρκετά, στράφηκε πάλι πίσω, και με τα μικρά της να ακολουθούν, αποχώρησαν μέσα στο ρουμάνι. Έντονο δέος με είχε συνεπάρει για όλο το υπόλοιπο της ημέρας, με την φάνταση της ελεφαντίνας αυτής να μού έχει κολλήσει στο μυαλό. Ποιο ευγενές και πάνσεπτο ζώο!