Στον δρόμο της επιστροφής, και αφότου είχε πλέον απογευματιάσει, κάναμε μία στάση στην κωμόπολη Simon’s Τown· στις παραλίες της οποίας συχνάζουν πληθυσμοί αφρικανικών πιγκουίνων. Μεγάλος αριθμός αυτών των αστείων πουλιών περνούσε νωθρές ώρες, ηλιοθερέοντας στην αμμουδιά. Τα περισσότερα ήταν στενά συναθροισμένα μεταξύ τών, σχηματίζοντας ξεχωριστούς πυρήνες. Κάποια λίγα ήταν διασκορπισμένα πάνω στους βράχους ανά την περίμετρο της παραλίας. Μάλλον θα βαστούσαν τσίλιες. Πού-και-πού, κάποιο θα βάδιζε αργά-αργά μέχρι τον γιαλό· θα έριχνε μια βουτιά να επιδείξει τις εκπληκτικές του κολυμβητικές ικανότητες, και θα επέστρεφε πάλι έξω στην θέση του. Το όλο θέαμα δεν διέφερε πολύ από εκείνο των λουομένων σε κάποια ελληνική παραλία. Εκτός από το ότι είναι κοινωνικότατα αναμεταξύ των, απεδείχθησαν εξίσου κοινωνικά και προς εμάς, όταν αποφασίσαμε να μοιραστούμε για λίγο την παραλία μαζί τών για μία βουτιά. Πλησίαζαν άφοβα κατά ομάδες και μας περιεργάζονταν με τα χαριτωμένα των ματάκια.
Αυτή η ιστορία είναι απόσπασμα από το βιβλίο μου «Από το Κέιπ Τάουν στην Αλεξάνδρεια», στο οποίο αφηγούμαι το επικό, μοναχικό μου ταξίδι από άκρη σε άκρη της σαγηνευτικής Αφρικής, και διαβιβάζω μία σοβαρή μεν, γλαφυρή δε, απεικόνιση της ετερόμορφης και ιδιάζουσας αφρικανικής πραγματικότητας.