Εκεί που διεχείμαζα στις Φιλιππίνες τον χειμώνα του 19-20, ανακάλυψα τον παράκτιο οικισμό του Πόρτ Μπαρτόν· πανέμορφος τόπος, επαρκώς ανεπτυγμένος για άνετη διαμονή και εργασία, αλλά χωρίς το τουριστικό πανηγύρι του Ελ Νίδο και λοιπών θερέτρων στον βορρά του νησιού. Είπαμε έτσι να εγκατασταθούμε για λίγες εβδομάδες.
Σαν βολτάραμε κάτω ανά την δολιχή αμμουδιά, οι προσφορές από τους βαρκάρηδες έπεφταν βροχή. Ήθελαν, λέει, να μας πάνε βαρκάδα στα πολυάριθμα τροπικονήσια και τις μαγευτικές των παραλίες που είναι διάσκορπα στον όρμο. Δεν ακουγόταν άσχημο, μα είχα μια καλύτερη ιδέα…
Ήταν κάμποσοι τυπάδες στην παραλία που ενοικίαζαν κανό. Οι τιμές ήταν νενομισμένες: 100 πέσος την ώρα και 600 για ολόκληρη την ημέρα· την οποία ημέρα όριζαν απ’ ό,τι ώρα το πάρεις το πρωί μέχρι την δύση του ηλίου. Φαίνεται δεν συνηθίζουν να δέχονται αιτήματα για πολυήμερες μισθώσεις, αφού, όταν τους ρώτησα εγώ, όλοι αιφνιδιάστηκαν και αρνήθηκαν. Μόνο ένας τελικά συμφώνησε να μας νοικιάσει δύο κανό για 400 πέσος έκαστο το εικοσιτετράωρο.
Έτσι το λοιπόν, μία ωραία πρωία, εγώ, η Σόφι, και ο φίλος μου Κάσπερ, φορτώσαμε σκηνές, μπόλικο νερό και φαγητό, και άλλα απαραίτητα, και ανοιχτήκαμε στον όρμο.
Την διαδρομή που θα ακολουθούσαμε την είχα σχεδιάσει πρόχειρα και γενικά στο Google Earth, όπου η χαμηλή ανάλυση του Παλαουάν σε συνδυασμό με την πυκνή ζούγκλα δεν επέτρεπαν την ασφαλή πρόγνωση των χαρακτηριστικών της κάθε παραλίας· όπως π.χ. την ύπαρξη θερέτρων. Γι’ αυτό και θα μπαίναμε σε απρόσμενες περιπέτειες…
Ως προορισμό της πρώτης ημέρας είχα ορίσει μία παραλία ονόματι Μπάλσα, στο ακρωτήριο της χερσονήσου που ορίζει την δυτική πλευρά του όρμου. Σε χαλαρό τέμπο και στάση για γεύμα στην μέση, φτάσαμε εκεί μετά από τέσσερις ώρες και δέκα-ένδεκα χλμ. κωπηλασίας.
Αντί της παντέρμης, παραδεισένιας παραλίας που είχα απεικονίσει στην φαντασία μου, εκεί πετύχαμε ένα μικρό ξενοδοχείο. Σούμπιτος έσπευσε ο κόρακας ο ξενοδόχος σαν βγήκαμε στην στεριά να μας ενημερώσει πως η παραλία είναι ιδιωτική. Έπρεπε, λέει, να πληρώσουμε 50 πέσος έκαστος την ώρα αν θέλαμε να παραμείνουμε. Τον γράψαμε στα αποτέτοια μας ευγενικότατα και αράξαμε να ξεκουραστούμε λιγάκι. Ήμασταν, βεβαίως, αναγκασμένοι να κινήσουμε προς αναζήτηση νέας παραλίας για κατασκήνωση.
Η ακτή απέναντι, στο νησί Αλμπαγκουάν, έδειχνε έρημη και ιδανική. Απείχε κοντά πέντε χλμ. ακόμη, και ο άνεμος χτυπούσε κόντρα μια εικοσαριά κόμβους. Τού Κάσπερ ιδίως – που είναι η φυσική ενσάρκωση του μάγου Rincewind (για όσους είναι εξοικειωμένοι με τον δισκόκοσμο του Terry Pratchett) – δεν τού άρεσε ιδιαίτερα η ιδέα, αλλά τι να κάνουμε…
Φτάσαμε πρώτοι με την Σόφι, είδαμε και μία χελώνα σαν προσεγγίζαμε την ακτή, στήσαμε την σκηνή, κάναμε και καμμια ώρα σνόρκελινγκ… έφτασε με-τα-πολλά και ο καημένος Κάσπερ, εξουθενωμένος και καταπτοημένος. Η ακτή ήταν βραχώδης, αλλά όμορφη και τελείως έρημη. Χώρια από μία ψαρόβαρκα στα ανοιχτά, δεν αντικρίσαμε ψυχή.
Την επομένη μαζεύσαμε και πιάσαμε κουπί νωρίς-νωρίς. Μάς πήρε καμμια ωρίτσα να περιπλεύσουμε το ακρωτήριο και να φτάσουμε στο χωριό του νησιού. Βγήκαμε για μια βόλτα, να αναπληρώσουμε και προμήθειες, και κινήσαμε ευθύς απέναντι προς το νησί Ιναλαντελάν.
Εκεί εντοπίσαμε μία παραμυθένια, εύσκιη αμμουδιά και κατασκηνώσαμε. Περάσαμε χαλαρές, ανενόχλητες ώρες μέχρι το βραδάκι, οπόταν ανάψαμε φωτιά. Εκεί που ψήναμε, σκάνε μύτη μέσα από τις λόχμες τρεις-τέσσερις υπάλληλοι του θερέτρου, που εν αγνοία μας λειτουργούσε δυο-τρεις παραλίες παραπέρα, και μάς λένε πως το νησί είναι ιδιωτικό. Θα τους είχαμε γράψει κι αυτούς ευγενικά, αν ο ένας δεν έφερε μαζί τού πολυβόλο.
Τών λέμε πως δεν έχουμε φράγκο και δεν μπορούμε να φύγουμε στην μέση της νύχτας. Έδειξαν κατανόηση, αλλά δεν μπορούσαν να μας αφήσουν να μείνουμε εκεί που ήμασταν. Αντί αυτού, προσφέρθηκαν να μας αφήσουν να κατασκηνώσουμε δωρεάν στην παραλία του θερέτρου, υπό την προϋπόθεση να φύγουμε πριν το χάραμα για να μην μας δουν οι λεφτάδες οι θαμώνες. Περίμεναν μέχρι να γίνει το δείπνο και να φάμε, και ύστερα μας συνόδευσαν, βαδίζοντας δίπλα μας από την ακτή, καθώς κωπηλατήσαμε προς την άλλη άκρη του νησιού.
Η παραλία που μας βόλευσαν ήταν πραγματικά απίθανης ομορφιάς. Μείναμε ξύπνιοι ως αργά, σαχλαμαρίζοντας και κάνοντας βουτιές υπό το σεληνόφως, μέχρι που ξεραθήκαμε. Δυσκολευτήκαμε λίγο να φύγουμε πριν την αυγή, διότι ο Κάσπερ είχε κατεβάσει μόνος του όλο σχεδόν το μπουκάλι ρούμι που είχαμε προμηθευτεί από το χωριό την προηγουμένη, και τον βρήκαμε πνιγμένο στον εμετό του, να κοιμάται σε μια ξαπλώστρα σε ημικομματώδη κατάσταση. Αλλά ευτυχώς τον συνεφέραμε και βγήκαμε στον όρμο πριν φανούν θαμώνες οι φρουροί. Όψιμο πρωί, ήμασταν πίσω στο Πορτ Μπαρτόν.