Ο σημερινός μας προορισμός ήταν ο νοτιότερος που θα φτάναμε σε αυτό το ταξίδι. Αντί των δώδεκα ωρών που θα έπαιρνε οδικώς, θα τον προσεγγίζαμε σε μιάμιση ώρα με ταχύπλοο. Στις εννέα το πρωί ήμασταν στο γραφείο της ακτοπλοϊκής εταιρείας. Το σκάφος ήταν αγκυροβολημένο πέρα στην παρυφή του αμμοσύρτη. Αποχαιρετήσαμε τον Ταχίνα, που θα έμενε στην πόλη να κάνει διάλειμμα μεθοκοπώντας με το φιλαράκι του, και επέβημεν σε μία τροχοφόρα πλατφόρμα που ένα τρακτέρ ρυμούλκησε μέχρι το πλεούμενο.
Παρότι νωρίς, η λάβρα ήταν ανελέητη όταν επεβιβάσθημεν στο σκάφος. Τα μαξιλάρια των καθισμάτων έκαιγαν σαν τηγάνι· δεν άντεχες να τα αγγίξεις με γυμνό δέρμα για πάνω από δύο δευτερόλεπτα. Τα είκοσι λεπτά ακινησίας που παρήλθαν ενώ περιμέναμε να φέρουν κάποιους αργοπορημένους επιβάτες δύο αργοκίνητα καίτοι επειγόντως μαστιγούμενα βόδια ήταν σκέτο μαρτύριο.
Ώθησαν μετά το σκάφος με ένα κοντάρι κόντρα στον βυθό έως ότου βάθυνε αρκετά για να ρίξουν τις τεράστιες δίδυμες εξωλέμβιες μηχανές. Ανακουφιστική αύρα φύσηξε καθώς χαμηλοστρόφως προσπερνούσαμε ιστιοπλοούσες πιρόγες και σπώντα κύματα βγαίνοντας προς τα ανοιχτά. Ο αέρας μάς διεστρέβλωνε τα μάγουλα σαν πελαγοδρομήσαμε τέρμα-γκάζι.
Επεβραδύναμε πλησιάζοντας μία μακρά ακρογιαλιά. Πιρόγες, καλύβες, και γελώντα τσίτσιδα παιδιά διέστιζαν την κάτασπρη αμμουδιά. Η θάλασσα άστραφτε με σμαραγδένιες αποχρώσεις, ενώ, κοιτώντας την κατακόρυφα, ήταν τόσο διαυγής που έβλεπες τον βυθό όπως την γη από αεροπλάνο. Ο ουρανός κυμαίνετο από απαλό γαλάζιο στον ορίζοντα μέχρι εκτυφλωτικό λευκό στο ζενίθ. Ο καύσωνας ήταν λιποθυμικός. Είχαμε φτάσει στο Ανακάο: ένα απόμακρο χωριουδάκι που συνετηρείτο αποκλειστικά από ψάρεμα έως ότου πρόσφατα εμυήθει στην προκοπή του τουρισμού.
Πηδήξαμε στο νερό και βγήκαμε στην παραλία όπου, σύμφωνα με κανόνισμα του Ταχίνα, μας περίμενε η Μαντάμ Ελιάν. Μας οδήγησε σε ένα από τα τρία καλυβάκια πίσω από το σπίτι της. Χτισμένο επί άμμου κάμποσα βήματα πίσω απ’ τον γιαλό, εν μέσω κήπου αγαυών κι ευφορβιών, εμπεριείχε μόνο ένα κρεβάτι, ένα τραπέζι και μια καρέκλα, και έναν κουβά νερό δίπλα από μία αποχετευτική τρύπα στο δάπεδο. Το κοινόχρηστο αποχωρητήριο βρισκόταν λίγα μέτρα παραδίπλα. Η διαμονή κόστισε τρία ευρώ την βραδιά.
Αφήσαμε τα πράγματα και βγήκαμε ευθύς να δούμε τι παίζει στην παραλία. Δεν πήρε πάνω από πενήντα δρασκελιές μέχρι που μας εκοντοζύγωσαν οι πρώτοι φιλοδοξούντες δικαιούχοι της επίσκεψής μας. Ήταν δύο εγγονοί του Μεσιέ Κλοβί, του οποίου η οικογένεια διεχειρίζετο το εστιατόριο/τουριστικό γραφείο/ενθυμιοπωλείο/οτιδήποτε-φέρνει-λεφτά Chez Clovis. Μας έψησαν να έλθουμε για γεύμα.
Ενόσω περιμέναμε να μαγειρεύσουν σε ένα υπαίθριο καζάνι, αδελφές και ξαδελφάδες μάς έρχονταν με χειροποίητα στολίδια σε δίσκους. Ένα χαριτωμένο, μυξιάρικο μωρό μας ήταζε και μας ψηλαφούσε, παρακούοντας τις εκκλήσεις της μάνας του, που μπάλωνε σώβρακα στην γωνία, και τού φώναζε κάθε-τόσο να μας αφήσει σε ησυχία.
Μάς σέρβιραν δύο παχιά ψάρια με ρύζι, φασόλια, και γλυκοπατάτες. Όσο χλαπακιάζαμε, έβγαλαν τις ποδιές, φόρεσαν τα μεταφορικά καπέλα των ξεναγών, και στρογγυλοκάθισαν στο πλάι μας, μεθοδικά υποβάλλοντας την προσφορά των για βαρκάδα στο Νόσι Βε: μία προστατευμένη, παρθένα νησίδα που αχνά διεκρίναμε στον ορίζοντα.
Τών είπα ότι, ναι, σκοπεύουμε να πάμε αύριο το απόγευμα· σημειώνουμε την πρόταση, κι εφόσον δεν δεχθούμε άλλη καλύτερη, μιλάμε το πρωί. Έριξαν την τιμή, επανέλαβα τα προλεχθέντα, και τους αποχαιρετήσαμε με ένα «à demain peut-être». Παρατήρησαν την αποχώρησή μας αγχωμένα ωσάν η επιβίωσή των να εξαρτάτο από την επιστροφή μας.
Περάσαμε την υπόλοιπη μέρα με βουτιές και άραγμα· το βράδυ στην βεραντούλα της καλύβας μας, υπό ψηλές και μαύρες σιλουέτες κιότων αθανάτων που παρεμβάλλονταν στον κάταστρο ουρανό, απολαμβάνοντας το εκλεκτό δείπνο που η Μαντάμ Ελιάν και η διμοιρία των κορών της μάς ετοίμασαν στην φωτιά. Σηκωθήκαμε χαράματα για ένα ξυπόλητο τρέξιμο και μία αυγινή βουτιά. Γυρίσαμε για ντουζ, κι αφού πρωίνιασε καλά, κατεβήκαμε πάλι στην παραλία.
Εκ πείρας στην Αφρική, ήμουν βέβαιος πως τα εγγόνια του Μεσιέ Κλοβί μάς είχαν στημένο καρτέρι (εννοείται ότι μας ρώτησαν που διαμένουμε την προηγουμένη). Πράγματι, πρόσεξα τον ένα καραδοκούντα μισοκρυμμένο πίσω από έναν φοίνικα. Αυτό που δεν περίμενα ήταν πως θα το έπαιζαν και δύσκολοι. Αντί να τρέξει καταπάνω μάς αυθωρεί και παραχρήμα, έκανε μεταβολή και κατέβηκε προς τον γιαλό δήθεν αμέριμνος—δεν ήμουν αρκετά κοντά να ακούσω, μα πιστεύω θα σφυρούσε κιόλας. Πήρε τον αδελφό του που περίμενε παρακάτω, και προχώρησαν παραπέρα δίχως να γυρίσουν κεφάλι πίσω.
Δεν είχαμε μπει στον κόπο να ρωτήσουμε αλλού για την βαρκάδα, και ουδείς μας είχε πλησιάσει με άλλη προσφορά. Εν πάση περιπτώσει, φαίνονταν καλά παιδιά και τόσο πρόθυμα που στην ουσία είχαμε αποφασίσει υπέρ των ήδη όταν τους αφήσαμε εχθές. Τους πήραμε αποπίσω. Αφού προσποιήθηκαν ότι δεν άκουσαν δυο-τρεις που τών απέτεινα φωνές, είπα εντάξει, ας παίξουμε κι εμείς, και φύγαμε από την άλλη. Σε δέκα βήματα, αντήχησε όπισθέν μας ένα κατεπείγον «bonjour!». Ανεστράφην, και ξεχειλίζοντας κατάπληξη, ανεφώνησα «mais quelle surprise!».
Κλείσαμε ραντεβού για το απόγευμα, κωλοβαρέσαμε μέχρι τότε, και πήγαμε τους βρήκαμε σκληρά εργαζομένους να προετοιμάζονται για την εκδρομή μας. Αφού γευματίσαμε, έσυραν την πιρόγα στο νερό, σήκωσαν το καμωμένο από συρραμμένα σακιά ρυζιού ιστίο, επεβιβάσθημεν και απεπλεύσαμε.
Ένας δροσερός, σταθερός νοτιάς μας έστειλε πλαγιοδρομώντας, χοροπηδώντας στα απαλά κύματα, ευθεία στο νησάκι. Μία ακμαία αποικία γλαρονιών πρόσεξε την άφιξή μας και απογειώθηκε σε έναν άσπρο στρόβιλο που μετεγκατεστάθη στο άκρο της αμμογλώσσας παραδίπλα.
Ξεμπαρκάραμε στην μαγευτική παραλία. Τα παιδιά έπεσαν για υπνάκο κάτω από μία καλαμωτή σκιάδα που, πλην ενός παρατηρητηρίου στην άλλη άκρη, ήταν η μοναδική τεχνητή κατασκευή στο νησί. Εμείς φορέσαμε μάσκες και βατραχοπέδιλα και ανοιχτήκαμε προς τον ύφαλο. Μέσα στα αθόλωτα νερά και ανάμεσα στα καλειδοσκοπικά κοράλλια, είδαμε έναν αστερία, ένα ριγωτό νερόφιδο, και πληθώρα αλλόκοτων, πολύχρωμων ψαριών. Το πιο αξιοπερίεργο ήταν ένα με μάτια στην κορυφή της ράχης του, σε μία μαβιά λωρίδα που θύμιζε μάσκα ντόμινο. Εάν ήμουν θαλάσσιος βιολόγος που το ανεκάλυπτε, θα το ονόμαζα ψάρι Ζορό.
Αφού μουλιάσαμε, βγήκαμε, βγάλαμε τα βατραχοπέδιλα, και εξερευνήσαμε λίγη στεριά με τα πόδια. Φίνα αμμουδιά περιέβαλλε όλο το νησί. Αμμόφιλοι θάμνοι και σκόρπιες δενδρολόχμες κατελάμβαναν το εσωτερικό. Ερωδιοί εκούρνιαζαν στις λιγοστές δενδροκορφές. Τέλος, στρώσαμε το πολυπροπυλενιόπανο που ήταν πριν ιστίο για ψάθα πικνίκ και φάγαμε το καλαμαρόρυζο που είχαν φέρει τα παιδιά.
Ένα χελιδονόψαρο πήρε να ανακαταδύεται και να φτερουγίζει παράλληλα με την πιρόγα ενώ ο ίδιος νότιος άνεμος μας έσπρωχνε πίσω προς το Ανακάο και από του βασιλεύοντος ηλίου. Είχε σκοτεινιάσει για-τα-καλά όταν φτάσαμε.
Κλείσαμε την ημέρα με μία μπίρα και ζωντανή μουσική στου Μεσιέ Κλοβί. Έσκασε μούρη αυτόκλητο ένα τρίο με μια ξεκούρδιστη κιθάρα και δύο πλαστικούς κεσέδες για κρουστά. Σηκώθηκαν και έφυγαν εκνευρισμένοι μετά το πρώτο υποδεές τραγούδι. Εκάκιωσαν επειδή, απρόθυμα και μετά από επιμονή, τών έδωσα διακόσια αριάρια αντί των δεκαπέντε-χιλιάδων (τρία ευρώ!) που λέει χρέωναν το κομμάτι. Αν ήταν έτσι πήγαινα κι εγώ εκεί να γίνω επαγγελματίας μουσικός.
Το πρωί γυρίσαμε στην Τολιάρα, ξεκουραστήκαμε μια μέρα, και ξεκινήσαμε το μακρύ ταξίδι της επιστροφής προς την βόρεια Μαδαγασκάρη. Μετά από ολοήμερη οδήγηση, μία διανυκτέρευση στην πόλη Φιαναραντσόα, δεύτερη ολοήμερη οδήγηση, και μία πολύωρη καθυστέρηση για αλλαγή δισκόπλακας στην μέση του πουθενά, αφίχθημεν στο γνωστό και ως Ελβετία της Μαδαγασκάρης, γραφικό ορεινό χωριό Αμπέφι. Ο Ταχίνα ανεχώρησε την επομένη για γιορτές με την οικογένειά του στην πρωτεύουσα. Εμείς μείναμε εκεί για κλιματικώς ταιριαστότερα Χριστούγεννα προτού κατεβούμε σε κάποια τροπική παραλία για Πρωτοχρονιά.
Βίντεο
Φωτογραφίες
Δες (και αν θες χρησιμοποίησε) όλες μου τις φωτογραφίες από το Ανακάο και το Νόσι Βε σε υψηλότερη ανάλυση.