Σε χαρακτηριστική επίδειξη της απίστευτης γεωγραφικής ποικιλομορφίας της Μαδαγασκάρης, σε δύο ώρες αφότου αναχωρήσαμε από την ορεινή ζούγκλα, οδηγούσαμε σε ένα ερημικό οροπέδιο. Μόνο ξεκάρφωτοι βράχοι και σκόρπιοι ευκάλυπτοι χαλούσαν την τέλεια γραμμικότητα του ορίζοντα. Διάσπαρτες αλόες διέστιζαν την καφετιά μονοχρωμία. Την σκηνική μονοτονία διέκοψε ο θυμίζων το Ουλουρού της Αυστραλίας, επιβλητικός μονόλιθος Ιφαντάνα.
Παραπέρα, η γη ήταν λιγάκι πιο εύφορη. Συντηρούσε αραιά περιβόλια με μανγκόδενδρα και θάμνους που συντηρούσαν άψαχνες γίδες που συντηρούσαν υποτυπώδεις ανθρώπινες κοινότητες. Ο δρόμος ήταν καλούτσικος για τα δεδομένα της χώρας, ευθύς, και άδειος. Καλύψαμε σχετικά γρήγορα τα τριακόσια-πενήντα χιλιόμετρα μέχρι την Ρανοχίρα.
Το ταπεινό αυτό χωριουδάκι αποτελεί πύλη του Εθνικού Δρυμού Ισάλο: μία πανάρχαια ψαμμιτική οροσειρά που διακόσια-πενήντα-εκατομμύρια έτη (ηλικία πενταπλάσια των Ιμαλαΐων) έχουν διαβρώσει σε πριονωτά επανθήματα και βαθιές χαράδρες που, καταμεσής ερήμου, εμπεριέχουν μόνιμες ρεματιές και σπάνια, εκλεκτή ζωή. Την πέσαμε σε έναν ξενώνα, και κάλεσε ο Ταχίνα έναν γνωστό του ντόπιο κολαούζο να κανονίσουμε την αυριανή εξόρμηση.
Ένας πρόσχαρος τύπος ντυμένος σαν τον Ιντιάνα Τζόουνς, ήλθε και μας βρήκε να διευθετήσουμε τις λεπτομέρειες. Συστήθηκε ως Bienvenue. Τον ρώτησα εάν τον είχαν στ’-αλήθεια βαπτίσει έτσι ή είχε ασπαστεί το όνομα ως επαγγελματικό ψευδώνυμο, αλλά δεν με κατάλαβε. Όπως-και-νά-‘χε, απεδείχθη όντως εξαιρετικά καλωσοριστικός, καταρτισμένος, και εξυπηρετικός ξεναγός.
Προγραμματίσαμε μία εξάωρη πεζοπορία για το πρωί. Πρότεινε προσέτι να μάς φέρει και σάντουιτς για μία γελοία επιβάρυνση. Δεν ξέρω αν σκόπευε να βάλει μέσα χαβιάρι ή foie gras, μα προτιμήσαμε να φτιάξουμε δικά μας με μεγάλες μπαγκέτες, βραστό αυγό, και γιαλαντζί la vache qui rit από το μπακάλικο για ένα κλάσμα του κόστους. Καθεκάστων ρυθμισμένων, βγήκαμε για βόλτα και φαΐ.
Η Ρανοχίρα ήταν ένα τυπικό αφρικανικό χωριό: δύο αράδες χαμοκέλες στις άκρες του δρόμου. Η εκκλησία και το γραφείο της συντεχνίας των ξεναγών ήταν τα μόνα κτίρια που ξεχώριζαν. Παρά την δημοφιλία του πάρκου, δεν ήταν ανεπτυγμένο άνω του μετρίου. Πλην ξεναγών και πανδοχέων, ουδείς απησχολείτο στον τουριστικό κλάδο· κανείς δεν ζητιάνευε από λευκούς, πουλούσε ενθύμια, ή μαγείρευε δυτικό φαγητό. Δειπνήσαμε σε μία από τις απαράλλακτες τοπικές λοκάντες. Το αποκλειστικά διαθέσιμο πιάτο της ημέρας ήταν ρύζι και φασόλια με χοιρινό. Με χοιρινό εννοούσαν όχι κρέας, αλλά λίπος, πετσί, και κόκαλο. Έφαγα όσο άντεξα πριν μπουχτίσω, και προς της Σόφης την χαροποίηση, πέταξα το υπόλοιπο στα αδέσποτα σκυλιά που σάλιαζαν στην είσοδο.
Μετά από κανα-τέταρτο οδήγησης επί άμμου, φτάσαμε το πρωί στην αρχή του μονοπατιού. Ο Ταχίνα πήγε να μας περιμένει στην κατάληξη της διαδρομής. Κι εμείς πιάσαμε βηματισμό στην απότομη πλαγιά.
Αραιές μανγκιές και ταπίες ήταν ριζωμένες στο αμμοβράχινο έδαφος. Οι τελευταίες είναι ενδημικές στα υψίπεδα της Μαδαγασκάρης και διακρίνονται για το πυρίμαχό των ξύλο και τα γλυκόξινα φρούτα που σήμερα θα τσιμπολογούσαμε καθ’ όλην την πορεία. Ιώδεις καθάρανθοι, που σύμφωνα με τον Bienvenue θεραπεύουν την λευχαιμία, προσέθεταν ανταύγειες στο ωχρό τοπίο. Ο ορίζοντας όλο-και διευρύνετο προς τα πέρατα της ερήμου όσο κερδίζαμε ύψος. Χάθηκε σαν υπερέβημεν την κορυφογραμμή και προχωρήσαμε σε ένα σουρεαλιστικό, αμφιθεατρικό οροπέδιο.
Στο πέρασμα υπήρχαν κάποιες σπηλιές, εντός των οποίων οι ζωντανοί της φυλής Μπάρα εναποθέτουν τους νεκρούς των. Δεν λέω θάβουν διότι τα περίτεχνα φέρετρα ήταν σε κοινή θέα. Μετά από μία περίοδο πένθους, ξεχώνουν τα λείψανα, τα καλοντύνουν και τα καθίζουν στο μνημόσυνο τραπέζι, και τέλος τα ασφαλίζουν σε στενότερες κοιλότητες στις κάθετες πλαγιές. Πάρεξ κιβούρια, οι μόνες τεχνητές κατασκευές που είδαμε κειπάνω ήταν: ένα μικροσκοπικό μητάτο που προ αιώνων έχτισαν οι αυτόχθονες Σακαλάβα, προτού εισβάλουν οι Μπάρα από την ενδοχώρα και τους εκτοπίσουν· και διάσκορπες πετροστήλες που στοίβαξαν οι ιθαγενείς έναν λίθο για μία ευχή την φορά. Αμφιβάλλω το αν ο κόπος έπιασε τόπο σε απόδοση πραγματοποιημένων ονείρων, μα σίγουρα ωφέλησε τις σαύρες που χρησιμοποιούσαν τις κορυφόπετρες ως βίγλες.
Χώρια από αυτά τα ανθρώπινα έργα, υπήρχε μόνο ακατέργαστη φύση: αλλόκοτοι σχηματισμοί ψαμμίτη και απομονωμένα σύδενδρα με ενδημικές ταπίες και αστερόπειες. Λειχήνες κάλυπταν τις επιφάνειες των βράχων με πολυσχιδείς πατέρνες πορτοκαλιού, κιτρίνου, γκρίζου, και μαύρου. Ως έμαθα επί τόπου, αυτό το χρωματικό φάσμα υπεδήλωνε την ηλικία των, από αρτιγένεθλους σε πεθαμένους. Παρδαλές μελισσοφάγες μεροπίδες φτερούγιζαν από-δενδροκορφή-σε-δενδροκορφή, επιθέτοντας μελωδικές φράσεις στο τραγούδι των γρύλων που αντηχούσε διαρκώς από τις λόχμες.
Ανεβήκαμε σε μία κορυφή και απολαύσαμε την πανοραμική θέα του μοναδικού τοπίου. Ύστερα κατεβήκαμε στον πυθμένα ενός βούθουλα όπου μία λιμνούλα και ένας μικρός καταρράκτης μέσα σε έναν λόγγο πανδάνων συνιστούσαν μία απρόσμενη παραδεισένια όαση. Ρίξαμε δυο βουτιές, αναπαυθήκαμε στον ίσκιο, και ξαναβγήκαμε στον βάρβαρο ήλιο.
Πεζοπορήσαμε ένα δίωρο διαμέσου του οροπεδίου και κατηφορίσαμε σε ένα βαθύ φαράγγι. Στον πάτο του έρρεε ένα ποτάμι περιζωμένο από πυκνή χλωρίδα που απεκαλείτο μικρή ζούγκλα. Εντός της φτάσαμε σε έναν χώρο κατασκήνωσης όπου βρίσκονταν κάμποσοι ντόπιοι: δασονόμοι που έλεγξαν τα εισιτήριά μας, ένας τύπος που πουλούσε αναψυκτικά από ένα φορητό ψυγείο, και κανας-δυο ακόμη που είχαν καλοστρώσει δυο τραπέζια και τώρα περίμεναν κάποιους κατοπινούς τουρίστες να τους σερβίρουν τα γκουρμέ σάντουιτς.
Αφήσαμε τον Bienvenue να τα πει με τους φίλους του και κατεβήκαμε στην όχθη να φάμε τα δικά μας τα σπαρτιάτικα τα σάντουιτς. Δύο κιτρινόκοιλα πουλάκια κατέφτασαν για να συμφάν μαζί μας. Προέβησαν σε διστακτικές απόπειρες να προσεγγίσουν τα πεσμένα ψίχουλα, μα η παραμικρή μας κίνηση τα έτρεπε σε φυγή. Προτίμησαν να περιμένουν την αποχώρησή μας για να πέσουν με τα μούτρα.
Συνεχίσαμε ανάντη μέσα στο φαράγγι. Είδαμε λεμούριους και χαμαιλέοντες, ενώ μία αλκυόνα μας συνόδευε σε όλον τον δρόμο, φευγαλέα πεταρίζοντας από-βράχο-σε-βράχο. Ένα πρόσκαιρο ψιχαλητό πύκνωσε το ράντισμα που έσταζε ακατάπαυστα από τους καλυμμένους με βρύα βράχους. Καταλήξαμε σε άλλη μία ονειρική όαση με δύο λιμνούλες υπό πελώριων, κατακόρυφων γκρεμών. Η μία ήταν άβυθη και ως εκ τούτου μαύρη· η άλλη ρηχή και κυανή. Μετά από βουτιές και στέγνωμα, κατεβήκαμε στην εμπασιά του φαραγγιού όπου μας περίμενε ο Ταχίνα. Επιστρέψαμε στο χωριό και ξεκουραστήκαμε πριν το αυριανό ταξίδι.
Βίντεο
Φωτογραφίες
Δες (και αν θες χρησιμοποίησε) όλες μου τις φωτογραφίες από το Ισάλο σε υψηλότερη ανάλυση.