Ήμασταν οι πρώτοι που μπήκαμε στο λεωφορείο. Ως πάντοτε όταν δίνεται η δυνατότητα, βολευτήκαμε στην γαλαρία όπως αυξήσουμε τις πιθανότητες επιβίωσης σε περίπτωση ατυχήματος.
Δεύτερος μπήκε ένας τύπος που ήταν ερυθρόδερμη εκδοχή του Τζον Γουέιν. Κάθισε μπροστά μάς, και πιάσαμε κουβέντα. Προέκυψε πως ήταν ο σεκιουριτάς. Τελευταία, είπε, είχαν μεγάλο πρόβλημα με ληστείες σε αυτήν την διαδρομή. Σταματούν, προσέθεσε, λεωφορεία με απειλή αυτομάτων όπλων και αδράχνουν ό,τι βρουν. Σηκώθηκε και σήκωσε το πουκάμισο να μάς δείξει το άθηκο περίστροφο που είχε χωμένο στο τζιν. Ευχήθηκα πως, χώρια απ’ την αμφίεση, κατείχε και το σημάδι του Τζον Γουέιν.
Δίχως ευτυχώς να χρειαστεί να το μάθω αυτό, αφότου επληρώθησαν οι θέσεις, πήραμε δρόμο και φτάσαμε στα σύνορα. Περάσαμε τσακμπάμ, αλλάξαμε άλλα δύο λεωφορεία, και απόγευμα φτάσαμε στην Σάντα Άνα: δεύτερη μεγαλύτερη πόλη του Ελ Σαλβαδόρ.
Εγκατασταθήκαμε για δύο εβδομάδες σε ένα ωραίο, κοσμοσύχναστο πανδοχείο με πουφ και αιώρες στην αυλή. Ήταν ένα παιδί, ο Λούκας, που ψευτοδούλευε εκειπέρα—στην πραγματικότητα στεγαζόταν τζάμπα (ο ιδιοκτήτης ήταν οικογενειακός φίλος) ενώ απετοξινώνετο από το αλκοόλ—με τον οποίο κάναμε καλή παρέα. Μάς γνώρισε και την αδελφή του την προϊστάμενη στην δημοτική διοίκηση που μας πήγε ξενάγηση με την τζιπάρα.
Το πανδοχείο επίσης διέθετε και δικό του εστιατόριο-μπαρ που προσείλκυε πολλούς ντόπιους που ήθελαν να γνωρίσουν ξένους, και εμάς για να γνωρίσουμε ντόπιους. Ένας, ένα βράδυ, μάς διηγήθη την εξής ενδιαφέρουσα ιστορία…
Νεαρός, είχε πολεμήσει στον εμφύλιο με τους αντάρτες του FMLN. Είχε πάει και στην Σοβιετική Ένωση για στρατιωτική εκπαίδευση. Αφότου ο πόλεμος εσίγησε, μετέβη στις ΗΠΑ όπου έκανε λεφτά πριν νοστήσει και γίνει εισοδηματίας. Κατά τα άλλα, δήλωνε ακόμη κομμουνιστής.
Οι περιπτώσεις ξενιτεμένων και επαναπατρισμένων ντόπιων που τά ‘χαν κονομήσει στις Πολιτείες ήταν λίαν συνήθεις σε αυτήν την πόλη. Στην πατρίδα, τώρα, γαμούσαν κι έδερναν· το πρώτο, τουλάχιστον, κυριολεκτικά… Ήταν για παράδειγμα εκείνος ο μπάρμπας που τα πίναμε ένα βράδυ παρέα στα μεθυστάδικα της δημοτικής αγοράς. Εκτίμησε την συντροφιά μας διότι αλλιώς θα έκανε μόνος τού το μπάτσελορ πάρτι—όλοι του οι φίλοι θα ήταν είτε στον τάφο, είτε στο νοσοκομείο, είτε στο σπίτι με εγγόνια—προτού αυτός παντρευόταν αύριο, εν κατακλείδι της έβδομής του δεκαετίας, την έβδομη εικοσάρα του γυναίκα.
Γενικά, η Σάντα Άνα ήταν όμορφη και ζωηρή πολιτεία. Διέθετε αφθονία καλαίσθητης, διαχρονικής αρχιτεκτονικής, και όλοι λίγο-πολύ οι δρόμοι αποτελούσαν ένα απέραντο, πανηγυρτζίδικο παζάρι. Συγκριτικά ιδίως με τις μεγάλες πόλεις του Μεξικού και της Γουατεμάλας, και παρά την κακοφημία του Ελ Σαλβαδόρ, ήταν επίσης απροσδόκητα φιλήσυχη· υποθέτω πολύ περισσότερο απότι έως πρότινος.
Εξαιρουμένων όσων καημένων θα περιήχθησαν αδίκως στα κάτεργα μεταξύ ειδεχθών εγκληματιών επειδή είχαν τατουάζ ή λόγω κίβδηλης καταγγελίας κάποιου κακεντρεχούς γείτονα, οι Σαντανίτες επεδοκίμαζαν την αυθαίρετη δραστική καταστολή των συμμοριών που ο πρόεδρος/επίδοξος δικτάτορας Μπουκέλε είχε επιβάλει.
Πράγματι, όσον αφορά την εμή εμπειρία, την πόλη διέπνεε αίσθημα ασφάλειας. Ένα μόνο περιστατικό διετάραξε αυτό το αίσθημα· ένα βράδυ που κάποιοι εκτελεστές γάζωσαν στην πόρτα του σπιτιού του έναν υψηλόβαθμο αξιωματικό της αστυνομίας. Εν αντιδράσει, ένα τάγμα ολόκληρο μπάτσων-κομάντο βγήκε παγανιά δυο νύχτες, φορτώνοντας θωρακισμένες κλούβες με σειρές χειροπεδημένων ανδρών που έσερναν έξω από μπαρ και σπίτια.
Πιο φιλήσυχη ήταν η ύπαιθρος. Φυσικά, περατώσαμε κάμποσες εξορμήσεις. Η πρώτη ήταν ιστορική. Με ένα τοπικό λεωφορείο φτάσαμε στην κωμόπολη Τσαλτσουάπα και τον εντός τής ευρισκόμενο αρχαιολογικό χώρο του Ταζουμάλ. Περιείχε πυραμίδες, ανάκτορα, και άλλα χορταριασμένα ερείπια αποθανατίζοντα την πάλαι ακμή του μαγιακού πολιτισμού.
Σε δεύτερη φάση, πήγαμε μαζί με τον Λούκας στην Λίμνη Κοατεπέκε. Κείμενη στον πάτο μίας βαραθρώδους καλδέρας, περικλειόμενη από κατάφυτα βουνά και ηφαίστεια, αυτή απετέλεσε άβατο των αρχαίων Μάγια και αποτελεί θέρετρο των συγχρόνων. Η όχθη έσφυζε με ξενοδοχεία, υδροπάρκα, και πλωτά εστιατόρια. Τουριστικά σκάφη και γκαζοφονιάδες με τζετσκί διετάρασσαν την ειδάλλως αρρυτίδωτη επιφάνεια.
Τέλος, ενοικιάσαμε ένα Kia από έναν ιδιώτη—τον συναντήσαμε μεσάνυχτα στην σκότια ρύμη έξω απ’ την αυλή του σαν γυρνούσε απ’ την δουλειά—και φύγαμε τριήμερη εκδρομή.
Πρώτος προορισμός ήταν το Ηφαίστειο της Σαντάνας. Διότι ήταν υποχρεωτικό να ανέβουμε με κολαούζο—υποτίθεται λόγω ληστών—ξεκινήσαμε ταχιά να προλάβουμε την προγραμματισμένη πρωινή αναχώρηση. Μα επειδή μπλέξαμε σε χωματοδρόμους και κάναμε κύκλους, την χάσαμε, και έπρεπε τώρα είτε να πληρώσουμε ιδιωτικό οδηγό είτε να γλιστρήσουμε στα-κρυφά. Καθώς επιχειρούσαμε την δεύτερη λύση, μας πήρε το μάτι ενός επίδοξου προσφέροντος την πρώτη. Είχε ήδη δυο πελάτες στην αναμονή—έναν Βραζιλιάνο φωτογράφο και μια ξανθιά Γουαδελουπάνα—οπότε μοιραστήκαμε τα έξοδα και την κάναμε έτσι.
Μέσω ομίχλης, ανηφορίσαμε στο βροχοδάσος. Η ατμόσφαιρα ξάνοιξε μόλις σαν εξήλθαμε στην αραιόφυτη με γιούκα και αγαύες, ανώτερη πλαγιά. Εντός ολίγου, πατήσαμε στην στεφάνη του κρατήρα. Βαθιά στον πάτο του, άτμιζε και χόχλαζε μία όξινη λίμνη με χρώμα και μπόχα θειαφιού. Το καθαυτό ψηλότερο σημείο του ηφαιστείου, και δεύτερο-ψηλότερο της χώρας στα 2.381 μέτρα, βρισκόταν στην αντίπερα μεριά της στεφάνης. Για άγνωστο λόγο, μήτε η ημετέρα μήτε άλλη από τις κάμποσες παρευρισκόμενες ορειβατικές ομάδες προχώρησε σε αυτό. Μείναμε εκεί, δροσιστήκαμε με μια γρανίτα από το ψυγειοκούτι του παρόντος μικροπωλητή, και κατεβήκαμε.
Συνεχίσαμε το ταξίδι κατά μήκος της φημιστής διαδρομής που είναι γνωστή ως Ruta de las Flores. Πρόκειται περί πενήντα χιλιομέτρων μέσω θεαματικών, κατάφυτων ορεινών τοπίων και μίας διαδοχής γραφικών, ιστορικών κωμοπόλεων. Πρώτη στην σειρά ήταν μία ονόματι Ναουισάλκο, στην οποία και σκοπεύαμε να διανυκτερεύσουμε.
Ένα μοναδικό ξενοδοχείο λειτουργούσε στο κέντρο της: το Hotel California. Δεν έμαθα αν ήταν such a lovely place. Έκανα μεταβολή στο κατώφλι αφού ρώτησα την τιμή. Μετά ρώτησα έναν χωροφύλακα που μας κατηύθυνε, με έναν χειρόγραφο χάρτη, σε ένα άλλο. Αλλά ουδείς εκεί απάντησε στο κουδούνι. Εν τέλει καταλήξαμε σε μία πάμφθηνη ποσάδα—τύπος τοπικού μοτέλ—στα περίχωρα. Επιστρέψαμε στο κέντρο για μια νυχτοπερπατησιά. Χτυπήσαμε λίγες πουπούσες—εθνικό σάντουιτς—σε ένα στενό όπου είχαν σφηνώσει μία μίνι ρόδα λουναπάρκ που μετά-βίας ξεπερνούσε τις σκεπές των μονώροφων σπιτιών, και πήγαμε για ύπνο.
Το κακό με την ποσάδα ήταν το τσεκάουτ στις έξι τα χαράματα. Αφού η Σόφη είχε να δουλεύσει μία ολιγόωρη βάρδια, την άφησα στο αμάξι με το λάπτοπ, σε μία σκιερή ακροδρομιά στο κέντρο, και πήγα ως να σχολάσει πρωινό περίπατο. Και ξαναπιάσαμε ύστερα την διαδρομή των ανθέων.
Βολτάραμε στις κατοπινές πολίχνες—είχαν όλες από μία παλιά εκκλησία, ένα παρκάκι με σιντριβάνι, πλούτο ζωηρών τοιχογραφιών, πάγκους με παραδοσιακά προϊόντα, και εύθυμους ανθρώπους—πεζοπορήσαμε σε μία απόμερη λίμνη· και σταματήσαμε το βράδυ στην ονομαζομένη Χουαγιούα χώρα της περιοχής. Επαναλάβαμε την επομένη την διαδικασία—με μόνη αντικατάσταση της λίμνης με καταρράκτες—και ήμασταν πίσω στην Σαντάνα πριν νυχτώσει.
Πήγαινε τώρα κανα-δίμηνο που είχαμε αφήσει τον ωκεανό στο Μεξικό κι είχαμε πάρει όρη. Ώρα ήταν να ξανακατέβουμε.
Βίντεο
Φωτογραφίες
Δες (και αν θες χρησιμοποίησε) όλες μου τις φωτογραφίες από το Ελ Σαλβαδόρ.