Φοβάμαι μην ξυπνήσω
Και δω ότι δεν βλέπω
Πως ό,τι υπήρξε ωραίο
Ονείρου ήταν ποίημα
Συμπτώσεως αποκύημα
Ένα τεράστιο τίποτα στο κάτι αποπίσω
Με σκιάζει η μαυρίλα
Πλακώνει την χαρά μου
Σαν θύελλα του Μάιου
Που δέρνει τους απάτητους
Τους νιόβλαστους τους νάρκισσους
Έτσι με δένει μ’ άλυσους φρικτή ανατριχίλα
Το τρέμω το φινάλε
Την σκώπτουσα κερκίδα
Που είδε κωμωδία
Στης ζήσης μου την όπερα
Που είχε δράμα πρόσκαιρα
Κι άφησε σ’ εκκρεμότητα ουσία κι έννοια πάλαι
Με λούζει ιδρώτας κρύος
Σαν σκέφτομαι την μέρα
Στο ύστατο το έαρ
Ν’ ανθίζει όλη η βλάστηση
Της φύσης θεία βάπτιση
Ότε σοβεί μού κάθειρξη υπόγεια υπτίως
Παγώνει μού το αίμα
Σιμώνοντας το τέλος
Μοιρέως απευκταίως
Σαλπίζοντας πως ύστερα
Από το φεύγον σήμερα
Κάθε στερνή που έτρεφα ελπίδα θά ‘ναι ψέμα
Και φρίττω σαν ξαπλώνω
Κι η Νέμεσις το τέρας
Ντυμένη ως Μορφέας
Μού άδει γκρίζα ποίηση
Που θρύβει μού την οίηση
Μια νέκυια αμετάκλητη για έξω από τον χρόνο