Κοντά ένας μήνας είχε παρέλθει στην Αρμενία, και είχε έλθει ο καιρός να επιστρέψουμε στο Γερεβάν για ύστατη φορά. Αυτό απείχε μία ωρίτσα αυτοκινητοπορίας μέσω του δρόμου που παρέκαμπτε την τρανή Οροσειρά Γκεκγάμ: μία αλυσίδα αρχαίων, εσβεσμένων ηφαιστείων που χωρίζει την Λίμνη Σεβάν από το Πεδίο του Αραράτ· μία αχανής ορεινή ερημιά μήκους εβδομήντα και πλάτους πενήντα χιλιομέτρων. Αντί λοιπόν της τεμπέλικης παράκαμψης με αμάξι, κρίναμε θελκτικότερη μία τριήμερη διάσχιση αυτού της του πλάτους με τα πόδια.
Λαμπρής και γαληνής ταχινής ανατειλάσης, φορτώσαμε τα υπάρχοντα στους ώμους και κινήσαμε προς τους πρόποδες. Μετά από λίγες αποτυχημένες απόπειρες, σταματήσαμε ένα διερχόμενο ιχ. Ο τρυφηλός τυπάκος που το οδηγούσε φορούσε ένα χλεχλέδικο κοστούμι που θύμιζε Μάρτυρα του Ιεχωβά. Πράγματι, σαν μας άφησε στον εγγύς κόμβο όπου χωρίζονταν οι δρόμοι μας, μάς πάσαρε την Σκοπιά. Την πήραμε για να μην προσβάλουμε την ευγενικότητά του, και την φουντάραμε αργότερα στον πρώτο κάδο διότι… θα μπορούσα να σκεφτώ άπειρα χρησιμότερα περιεχόμενα για τον πολύτιμο χώρο του σάκου μου.
Φοβόμουν μήπως δυσκολευόμασταν να βρούμε νέο αμάξι στον πιο ασύχναστο επόμενο δρόμο. Αλλά προτού ακόμη κλείσουμε τις πόρτες του προηγούμενου, είχε ήδη σταματήσει εξ ιδίας πρωτοβουλίας ο οδηγός που ερχόταν αποπίσω μάς. Εντός λεπτών, αφιχθήκαμε στην πόλη Γκαβάρ.
Πρώτη αποστολή μας ήταν η εύρεση καφετέριας για δεκατιανό και φόρτιση συσκευών. Δεν υπήρχε καμμία ορατή. Μετά από κάμποσο άστοχο ψάξιμο, ρωτήσαμε έναν παππού που μας κατηύθυνε σε μία λοκάντα στα σκοτεινά έγκατα ενός κτιρίου που τα βράδια μάλλον λειτουργούσε ως παράνομη χαρτοπαικτική λέσχη. Η είσοδός μας ξάφνιασε τον ομοιάζοντα με μαφιόζο λοκαντιέρη· δεν πρέπει να είχε ξαναδεί ξένους στην επιχείρησή του. Φαίνεται είχε κάνει μπίζνες και στην χώρα μας. Όταν τού απάντησα αποπού είμαι, αναφώνησε στα ελληνικά «ζήτω η Ελλάς».
Μετά χρειαζόμασταν προμήθειες: γκάζι και φαγητό. Αφού απετύχαμε να βρούμε το πρώτο, αναγκαστήκαμε να φορτώσουμε αποκλειστικά κονσέρβες, ξηρά τρόφιμα, και στιγμιαίο καφέ. Ετοιμασιών περατωμένων, είχαμε οκτώ ακόμη χιλιόμετρα ασφάλτου μέχρι το υπώρειο χωριό Τσαγκασέν. Όλο-και κάποιο όχημα θα περνούσε, δεδομένης υπομονής, μα επειδή η ώρα περνούσε, προτιμήσαμε να διαθέσουμε ένα δίευρο για ταξί.
Το χωριό έδειχνε εγκαταλελειμμένο. Το ποτάμι του ήταν μπιτ αποξηραμένο. Με ένα κακό προαίσθημα ότι θα μάς λείψει και το νερό εκτός από το μαγειρεμένο φαγητό, ανηφορίσαμε στο βουνό.
Ο καταμεσήμερος ήλιος έπληττε ανηλεώς τους διάπλατους λειμώνες της βουνοπλαγιάς καθώς ξέφτιζε ξοπίσω μάς η θέα της Λίμνης Σεβάν. Εξάτμιζε ταχέως τα δυσαναπλήρωτα αποθέματα των σωματικών μας υγρών. Καταμεσής της ξεραΐλας, πετύχαμε ένα γραφικό ερημοκλήσι. Θεωρώ το χτίσιμο ενός ναού σε τοιαύτη απομονωμένη τοποθεσία μεγαλύτερη σπατάλη πόρων και από το χτίσιμο ενός ναού εκεί όπου ζουν άνθρωποι. Μα εν τη προκειμένη μάς φάνηκε λίαν χρήσιμος για να περάσουμε το αποκορύφωμα του καύσωνα στην σκιά του.
Με-το-που πέρασε η κορύφωση της λάβρας, συνεχίσαμε δυο χιλιομετράκια μέχρι εκεί όπου σύμφωνα με τον χάρτη κυλούσε ένα ρυάκι, αλλά στην πραγματικότητα βρισκόταν μόνο μία κατάξερη κοίτη. Τότε άρχισα να ανησυχώ για-τα-καλά. Η αφυδάτωση στην μέση του πουθενά ανήκει σε αυτές τις εμπειρίες που ορκιζόμουν στον εαυτό μου πως δεν θα ξαναβιώσω ενώ τις βίωνα στο παρελθόν.
Για καλή μας τύχη, λίγο παραπάνω, στην γωνιά του βράχου, έστεκε ένα τροχόσπιτο. Ένα σταθμευμένο Lada Niva, μία απλωμένη μπουγάδα, και σκόρπια συμπράγκαλα στο εξωτερικό του προέδωκαν ότι κατοικείτο. Στην κρούση της θύρας απεκρίθη μία ξαφνιασμένη Γιαζιντίτισσα με δύο αλαφιασμένα αγοράκια μισοκρυμμένα πίσω από τα γόνατά της. Αφού κατάλαβε πως κοπιάζαμε εν ειρήνη, μεγαλόκαρδα μας προσεκάλεσε στο φορητό της σπιτικό.
Δεν μιλούσε γρυ ρωσικά, και συνεννοηθήκαμε αποκλειστικά με χειρονομίες και παντομίμα. Μας φίλευσε καφέ, μπισκότα, και σταφύλια· μάς συμπλήρωσε λίγο τον νερόσακο από την δική της ρεζέρβα· και επιβεβαίωσε πως η ανώτερη λίμνη δεν είχε ακόμη στερεύσει.
Μετά από λίγη επιπλέον πορεία, πίσω από την αιχμή της πλαγιάς, κατήλθαμε στο κοίλωμα που περιείχε την λιμνούλα και κατασκηνώσαμε στην όχθη της. Μη έχοντας αέριο για βράση, περάσαμε χρονοβόρα τα σκατιά στάσιμα απόνερα από φίλτρο ενεργού άνθρακα. Κι αφού ετοιμάσαμε κι ένα δείπνο βασισμένο σε ψωμοτύρι, αράξαμε σε ένα κιόσκι στο στεφάνι του κοιλώματος να χαζεύσουμε την θέα.
Μία αλληλουχία έφιππων ποιμένων—κάποιος εκ των οποίων πρέπει να ήταν και ο σύζυγος της προτερινής μας οικοδεσπότισσας—πέρασαν και στάθηκαν να ποτίσουν τις αγελάδες. Μας χαιρέτισαν όλοι εγκάρδια πριν συνεχίσουν την κάθοδο προς τους καταυλισμούς.
Ένα βοσκόπουλο που καβαλίκευε ένα γαϊδαροπούλαρο σαν τον Σάντσο Πάντσα σταμάτησε και μάς έγινε κολλητσίδα. Φαφλάτιζε ακατάπαυστα σε αρμενικά ή κουρδικά (δεν ξεχωρίζω την διαφορά), και δεν έδινε δεκάρα που δεν κατανοούσαμε λέξη. Το μόνο που καταλάβαινα μέσω νοημάτων ήταν ότι επέμενε να κάνουμε τράμπα ένα από τα ορειβατικά μου καραμπίνερ με τον σκουριασμένο κρίκο από το χαλινάρι του γαϊδουριού. Όσο και να επιθυμούσα να βάλω ένα χαμόγελο στο αγαθό του προσωπάκι, ήμουν υποχρεωμένος να αρνηθώ την πρόταση. Αποζημιωτικώς, τον διασκεδάσαμε με φωτογραφίες στο κινητό.
Αποχώρησε μόνο σαν έπεσε το σούρουπο. Και μείναμε μόνοι υπό το αστροπλημμύριστο φιρμαμέντο.
Την θαλπερή και γαλήνια νύχτα έσπετο μία ψεκάδα κατά την κονταυγή. Ένα σμάρι πουλάκια πήραν να πολιορκούν ραμφίζοντας την σκηνή αφού αυτή ξεθύμανε. Με ξεσήκωσαν πρωθύστερα της φέξης να βγω να κάνω το ζων σκιάχτρο ίνα μην την τρυπήσουν. Διεσκορπίσθησαν πανικόβλητα και με άφησαν σε ησυχία να υποδεχθώ την νέα ημέρα.
Λαμπρός ξεπρόβαλε ο ήλιος επί αμίαντου ουρανού. Έφτιαξα έναν χειροχτύπητο φραπέ και πισωροβόλησα λίγο την πλαγιά να εύρω το διαδίκτυο. Εκεί ήταν το ύστατο σημείο που θα πιάναμε σήμα έως να ανταμώσουμε την θέα από την αντίπερα πλευρά της οροσειράς, αργά το αυριανό βράδυ. Τσέκαρα το δελτίο καιρού: ολοήμερη ζέστη και λιακάδα. Ικανοποιημένος, γύρισα στην σκηνή και ξύπνησα την Σόφη. Τσακίσαμε ένα πιάτο αχλάδι, σταφίδες, καρύδια, και σοκολάτα· μαζεύσαμε· και πήραμε το μονοπάτι προς ενδότερες ερημιές.
Προσπεράσαμε ένα συγκρότημα γιαζιντιτικών καταυλισμών. Αυτών τα μαντρόσκυλα δεν απεδείχθησαν τόσο φιλικά όσο οι επί στιγμής άφαντοι ιδιοκτήτες των. Μας τραμπούκισαν οργισμένα, αλυχτομανώντας σαλιάζοντας στο κατόπι μας. Φοβήθηκα στ’-αλήθεια μην μας κατασπαράξουν καθώς γοργοδιαβαίναμε με το σπρέι πιπεριού ανά χείρας.
Ανακουφίστηκα αφού ξεμακρύναμε από την τελευταία κατασκήνωση και ανηφορίσαμε προς την επόμενη ράχη. Αλλά τότε ανέκυψε νέα απειλή στην μορφή μίας παραφορτωμένης, ιονισμένης, πηχτής και μελανής νεφομάζας που αναίρεσε το ευοίωνο προγνωστικό.
Η Σόφη, που ήδη αποψές ένιωθε λίγο αδιάθετη, μούσκεμα τώρα στον σκληρό ανήφορο, εξαντλήθηκε. Τής πρότεινα μήπως τα παρατήσουμε να πάμε πίσω. Μα ως συνήθως, επέδειξε αξιέπαινο σθένος, και προχωρήσαμε κούτσα-κούτσα.
Πηγαίναμε πολύ αργά, και αυτό δεν μού άρεσε. Όχι πως βιαζόμασταν να φτάσουμε κάπου, αλλά το αχανές τοπίο είχε έλλειψη επαρμάτων, γεγονός που καθιστούσε τα κεφάλια μας ελκυστικότατους στόχους των ηλεκτρικών εκκενώσεων που έπτυε ολόγυρα ο ουρανός. Εν ετοιμοτήτι να σκύψουμε στις μύτες των ποδιών με το παραμικρό γαργάλημα, διεσχίσαμε τον βάλτο που είχε γίνει το οροπέδιο.
Δεν συναντήσαμε ψυχή, παραμόνο έναν μοναχικό ιπποβάτη που συνέλεγε μανιτάρια. Μοιράστηκε λίγα μαζί μάς για να ενισχύσουμε αργότερα το φαΐ. Και βλέποντας πως η Σόφη ήταν άρρωστη, τής έδωσε μία συσκευασία ζαχαρωτά διατεινόμενος πως θα την γιάνουν. Όντως, ένιωσε γρήγορα πολύ καλύτερα—και έκτοτε πάντοτε φροντίζει να έχει μαζί τής λίγα για παρόμοιες περιστάσεις όταν πηγαίνουμε στα βουνά.
Η βροχή εξασθενούσε, ο παγερός όμως αγέρας έτι λυσσομανούσε, σαν προσεγγίσαμε την μεγάλη αλπική Λίμνη Άκνα. Είχαμε διανύσει οκτώ μόλις χιλιόμετρα, και ήταν ακόμη νωρίς, αλλά ήμασταν μαργωμένοι, καταβεβλημένοι, και αποκαρδιωμένοι. Δεδομένης της θεσπέσιας ομορφιάς του τοπίου, καθώς και της άφθονης διαθεσιμότητας νερού, η προοπτική της πρόωρης έκβασης της σημερινής πορείας φάνταξε δελεαστική. Είπαμε να βολευτούμε σε εκείνο το κιόσκι να φάμε και να το σκεφτούμε.
Μέχρι να προετοιμάσουμε γεύμα με τα μουδιασμένα μας δάκτυλα, τα σύννεφα διαλύθηκαν, ο ήλιος άστραψε, και απεκαλύφθη στο αντίπερα πέρας της λίμνης η στεφάνη του κρατήρα του μεγαλοπρεπούς Ηφαιστείου Αζνταχάκ. Ανεθαρρήσαμε, απλώσαμε τα ρούχα στο χορτάρι να στεγνώσουν, απεφάγαμε, και μαρς.
Φοβούμενοι μην θίξουμε τα σκυλιά, που ήδη μας είχαν πάρει πρέφα και γάβγιζαν προειδοποιητικά, προέβημεν σε ανοιχτή παράκαμψη του παρόχθιου νομαδικού καταυλισμού. Μετά, βρεθήκαμε ξανά σε πλήρη νέκρα να κινούμαστε προς το ανώτερο οροπέδιο.
Η ρεματιά που ακολουθήσαμε έσφυζε από λευκά ακάνθια και άλλα αγριολούλουδα, αλλά δεν έρρεε σταγόνα εντός τής· έτσι-που σύντομα στραγγίξαμε όλο το νερό που είχαμε πάρει νωρίτερα από την λίμνη και παραδοθήκαμε πάλι στην δίψα.
Πατήσαμε στο πλατό, και φάνηκε στο πέραν άκρο του ολόκληρος ο κρατήρας. Εντός ολίγου, φτάσαμε στην λίμνη όπου θα κατασκηνώναμε εάν δεν ήταν θεόστεγνη. Ακόμη και ο ρυτιδωμένος πυθμένας ήταν ξηρός σαν πηλός δεν είχε καν λάσπη να γλείψουμε.
Κατά χάρτην, υπήρχε μία επαλληλία λιμνών έως τους πρόποδες του Αζνταχάκ. Συνεχίσαμε κατά μήκος του οροπεδίου, ελπίζοντας ότι κάποια εξ αυτών θα διατηρούσε ύδατα. Διαφορετικά, θα μάς επεβάλλετο να παραλείψουμε την ανάβαση της κορυφής και να κατέβουμε μέχρι να βρούμε νερό, μέχρι τα μεσάνυχτα ή και το χάραμα εν ανάγκη.
Καθ’ οδόν πίνοντας με την γλώσσα στάλες σαν γάτες από λακκουβίτσες στους βράχους που είχε γεμίσει η νωρίτερη βροχή, προσπεράσαμε έναν-έναν τους ξερούς λιμνοπάτους. Μα σαν να μάς ανταπέδιδε η τύχη κάρμα, ο τελευταίος πυθμένας υπό τον κρατήρα κρατούσε—στο κέντρο του, μετά από λίγα βήματα σε λάσπη μέχρι τον αστράγαλο—μία στρώση νερού επαρκώς βαθιά για να χωρέσει ένα ξαπλωτό μπουκάλι. Ήπιαμε, στήσαμε, φάγαμε, είπαμε δυο κουβέντες με έναν περαστικό νομάδα, απεθαυμάσαμε το ηλιοβασίλεμα, και ξεραθήκαμε.
Ψήγμα φωτός δεν είχε εισχωρήσει στην ατμόσφαιρα όταν με σήκωσε το ξυπνητήρι στην νέκρα της νυκτός. Η σιλουέτα του επιβλητικού κρατήρα ήταν εξίσου ακρομέλαινα με τον ουράνιο θόλο. Μόνο η απουσία άστρων την ξεχώριζε από αυτόν. Σιγά-σιγά μαζεύσαμε και ξεκινήσαμε.
Η χαραυγή σχημάτισε μία ανάλαφρη άλω γύρω από τον ηφαιστειακό κώνο καθώς περιδιαβαίναμε την δυτική του ρίζα. Ο ήλιος είχε ανατείλει πίσω τού, βάφοντας τον ουρανό με ένα απαλό αιγυπτιακό μπλε, όταν αφιχθήκαμε στην αφετηρία της κορυφήνδε ατραπού. Πακετάραμε κάμερες και κολατσιό σε ένα μικρό σακίδιο, παραχώσαμε τα υπόλοιπά μας πράγματα ανάμεσα σε κάποιους βράχους λάβας, και αρχίσαμε την ανάβαση.
Η διαδρομή ήταν ευδιάκριτη και ομαλή. Ξεφόρτωτοι σαν ήμασταν, την καλύψαμε στο-πιτς-φιτίλι. Οριακά μας κέρδισε ο ήλιος στον αγώνα δρόμου προς την πετροστήλη και τον οξειδωμένο σταυρό που έστεκαν στην κορυφή. Ασχέτως, από τα 3.597 μέτρα του τρίτου υψηλότερου σημείου της Αρμενίας, επεβραβεύθημεν με μία εκθαμβωτική θέα. Ολάκερη η εκτενέστατη έποψη δεν φιλοξενούσε ίχνος πολιτισμού. Περιελάμβανε μόνο απέραντες νομές, διάσπαρτες με γαλάζιες λίμνες και νεκρά ηφαίστεια. Ο κρατήρας του πιο εξέχοντος αυτών, στου οποίου στέκαμε την στεφάνη, περιείχε την εντυπωσιακότερη λίμνη: μία αξιοπρεπή ποσότητα καθάριου, καταγάλανου νερού. Αν το ξέραμε, θα μπορούσαμε να είχαμε ανέβει να κατασκηνώσουμε εδώ οψές, απαλάσσοντας τα έντερά μας από την δοκιμή που υπέφεραν τώρα με την αηδία που είχαμε πιει. Από την άλλη, ωστόσο, τρέχα-γύρευε… Αν είχε περάσει καταιγίδα, μπορεί να μας κεραυνοβολούσε κειπάνω.
Κάτω, συλλέξαμε τους σάκους και αρχινήσαμε στην μακρά πορεία παρακάτω επί των δυτικών πρανών της οροσειράς. Καθώς το πρωί προόδευε, πήχτωσε υπέρ της κορυφής μία μάζα βροχοσυννέφων και πήρε να διαστέλλεται προς τα έξω εν τάχει. Τεντώσαμε κι εμείς τα δράσκελα να τής ξεφύγουμε. Για ώρες η παρυφή της βρισκόταν κάθετα άνωθέν μάς, αλλά την βγάλαμε στεγνοί με διαυγή ουρανό μπροστά μάς. Μονάχα εκεί που σταματήσαμε για μεσημεριανό στο-πόδι, μας πήραν κάποιες ξώφαλτσες ρανίδες προτού το βάλουμε έγκαιρα στα πόδια. Απογευματάκι, την είχαμε αφήσει απάνευθε σαν προσεγγίσαμε τους άνω νομαδικούς καταυλισμούς. Στον πρώτο που αναγκαστικά περάσαμε αποκοντά, ευτυχώς αντί σκυλιών μας υποδέχθηκαν άνθρωποι. Κλασικά, μας φώναξαν για μουσαφιρλίκι. Ήταν αργά και είχαμε ακόμη δρόμο· δεν είναι όμως εύκολο να αρνηθείς τέτοιων ζαρίφηδων την μεγαλόφρωνα ξενία. Είπαμε ας μείνουμε για έναν καφέ.
Τελικά ήπιαμε δύο καφέδες: έναν πριν τις μπίρες και τις βόντκες και άλλον έναν ύστερα… Στρογγυλοκαθισμένους σε ένα τσαντίρι παρέα με τους άνδρες, ενώ μία ομήγυρη παιδάκια μας ξάνοιγαν ντροπαλά από το κατώφλι, όσες γυναίκες δεν καταγίνονταν με την φασίνα και λοιπές αγγαρείες μας σέρβιραν φρεσκοσφαγμένο αρνί, κάθε λογής σπιτίσια συνοδευτικά, και απανωτούς γύρους ποτών. Ο ένας ο τύπος, με την εφημερίδα στο χέρι, ήταν ο λόγιος του βουνού. Ήξερε μέχρι-και λίγα αγγλικά, για ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο, ελληνική μυθολογία, παγκόσμια ιστορία, και χίλια-δύο θέματα που ο μέσος τσοπάνης αγνοεί. Ένας άλλος επέμενε να έλθουμε να μας φιλοξενήσει στον καταυλισμό του λίγο παραπέρα. Το επεξεργαστήκαμε, μα επιλέξαμε να συνεχίσουμε.
Μεθυσμένοι, βαρυστομαχιασμένοι, με φουσκάλες στις πατούσες, τρεκλίσαμε στην κατηφόρα. Είχαμε ξεμεθύσει μέχρι που, δρόμο πολύ αργότερα, φτάσαμε σε έναν ακόμη αποφρυγμένο πάτο μίας πάλαι λίμνης. Μετά από κιάλλον δρόμο, μόλις πριν το ηλιοδύσιο, καταλήξαμε σε έναν υδροηλεκτρικό σταθμό. Αυτός μάλλον ευθύνετο για την ξηρασία σε αυτήν την μεριά του όρους, προσλαμβάνοντας αυτού τα εκτρεπόμενα ύδατα μέσω κλειστού αγωγού. Τουλάχιστον απελευθέρωνε ένα επίγειο αυλάκι, παρά το οποίο την πέσαμε για αυτήν την τελευταία νύχτα αυτής της περιπέτειας.
Το διάφωτο πρωί φανέρωσε μία εξαίσια εικόνα του Πεδίου του Αραράτ και αυτού του αγέρωχου, χιονοστεφούς βουνού. Ενώ αιωρείτο ράθυμα υπέρ του κάτωθεν χωριού ένα αερόστατο, ετοιμαστήκαμε για επιστροφή στον πολιτισμό. Δυο-τρεις ώρες πεζοπορίας, μία κούρσα με οτοστόπ, και ένα λεωφορείο ύστερα, αφίχθημεν για τρίτη φορά στο Γερεβάν και εγκατασταθήκαμε για λίγες ημέρες να κάνουμε σχέδια. Ο καιρός έδειχνε βελτιωμένος βορειότερα στον Μέγα Καύκασο. Εξού κι εν τέλει πήγαμε αποκεί που ήλθαμε.
Βίντεο
Φωτογραφίες από τα Όρη Γκεγκάμ
Δες (και αν θες χρησιμοποίησε) όλες μου τις φωτογραφίες από τα Όρη Γκεγκάμ.
Στέγαση και δραστηριότητες στην Αρμενία
Γνωστοποίηση συνεργατικών σχέσεων: Εφόσον αγοράσεις αγαθά ή υπηρεσίες μέσω των εμπεριεχομένων στην παρούσα ιστοσελίδα συνδέσμων, ενδέχεται να προσλάβω κάποιο μικρό ποσοστό από το κέρδος του πωλητή δίχως να χρεωθείς επιπλέον δραχμή. Θα συνδράμεις λίαν εκτιμιτέως στην διατήρηση και περαιτέρω εμπλουτισμό αυτού του ιστοχώρου. Ευχαριστώ!
Το Stay22 είναι ένα χρήσιμο εργαλείο που σού επιτρέπει να αναζητήσεις και να συγκρίνεις καταλύματα και εμπειρίες από διαφορετικές πλατφόρμες πάνω στον ίδιο κομψό χάρτη. Καθόρισε τις προτιμήσεις σου στις ρυθμίσεις.