Ο σχεδιασμός ενός ταξιδιού είναι υπόθεση δύσκολη και χρονοβόρα. Απαιτεί ατελείωτες ώρες έρευνας και ξεστραβώματος μπροστά στην οθόνη του υπολογιστή. Και συνεπάγεται δυναμικό χαρακτήρα με ακέραια υπευθυνότητα ούτως ώστε εξασφαλίσει την ομαλή διεξαγωγή του εκάστοτε ταξιδιωτικού άθλου… Και κάτι τέτοια… κατά κάποιους.
Κατ’ εμέ πάλι, το-κάθε-άλλο, το ταξίδι είναι μία απλή, αυθόρμητη δραστηριότητα με μοναδική προαπαίτηση την επιθυμία· ένα συναρπαστικό όνειρο με διαδοχικές εκπλήξεις που λαμβάνει χώρα στον φυσικό κόσμο, στο οποίο το σχέδιο ασκεί επίδραση παρεμφερή με αυτήν του σπόιλερ σε ένα καλό μυθιστόρημα.
Χαρακτηριστικώς αποτέλεσμα τοιούτου αυθορμητισμού ήταν το ταξίδι μου στην Αρμενία…
Τέλη καλοκαιριού 2021, είχαμε μόλις αφιχθεί με την Σόφη στην Τιφλίδα της Γεωργίας, με ασαφή σκοπό να πάμε για καμμια-ορειβασία στον Καύκασο. Μετά από μία πρώτη δόση ύπνου στο αεροδρόμιο άχρι χαράματος, και μία δεύτερη στο κρεβάτι του δωματίου που βρήκαμε ύστερα, ξυπνήσαμε ξεκούραστοι το βροχερό απόγευμα και είπαμε να ορίσουμε το επικείμενο πλάνο.
Η κατάστρωση εκωλύθη όταν κοιτάξαμε τον καιρό: καθημερινές, αδιάκοπες ηλεκτρικές καταιγίδες σε όλη την οροσειρά για όσο έφθανε το προγνωστικό. Μπα. Χρήζαμε νέων ιδεών… Για να δούμε τι γίνεται και στην Αρμενία: αδιάλειπτες, άψογες λιακάδες. Ήμασταν στην λάθος χώρα. Επιτόπια αναζήτηση για τα βουνά της Αρμενίας παρήγαγε πολλές ελκυστικές προοπτικές. Το υψηλότερο αυτών, ονόματι Αραγκάτς, ευρισκόταν κοντά στα σύνορα, στον δρόμο προς το Γερεβάν. Έδοξε ιδανικό ως άμεσος προορισμός.
Έτσι-και το πρωί κατεβήκαμε στον σιδηροδρομικό σταθμό της γεωργιανικής πρωτεύουσας. Εν μέσω του κυκεώνα χώρων στάθμευσης και στόλων σαραβαλιασμένων σοβιετικών βαν που περιέβαλλαν τον σταθμό, σε ένα σκουριασμένο κοντέινερ που στέγαζε τα γραφεία μίας από τις πολυάριθμες μικροεταιρείες υπεραστικών συγκοινωνιών, εντοπίσαμε τελικά ένα δρομολόγιο για Γερεβάν. Ο πράκτορας επικύρωσε ότι μπορούσε να μας αφήσει καθ’ οδόν στους πρόποδες του Αραγκάτς και μάς έκοψε δύο εισιτήρια για την επαύριον.
Καθώς ετόνισε και ξανατόνισε πως πρέπει να έλθουμε αρκετά νωρίτερα από την ενδεκάτη πρωινή ώρα της προγραμματισμένης αναχώρησης, ήμασταν εκεί λίγο μετά τις δέκα. Περασμένες ένδεκα, δεν είχε φανεί δείγμα άλλων επιβατών, οδηγού, ή καν αυτοκινήτου. Δεν παρευρίσκετο παρά ο ίδιος πράκτορας που μάς ζητούσε να περιμένουμε και μάς έβαλε και χέρι που βιαζόμασταν.
Κατά το μεσημέρι, αντί για λεωφορείο εμφανίστηκε ένα ξεχαρβαλωμένο σεντάν. Εξίσου ξεχαρβαλωμένος, ο τύπος που το οδηγούσε μού προξένησε αμφιβολία περί του εάν στην χώρα υφίσταται ανώτατο όριο ηλικίας οδηγού. Ανησυχώντας πλιότερο μην κλατάρει αυτός παρά το όχημα, μα ικανοποιημένοι από την απρόσμενη πριβέ κούρσα, επιβιβαστήκαμε και ξεκινήσαμε να φύγουμε από την πόλη.
Αλλά προς το παρόν φύγαμε μόνο από τον σταθμό. Δύο συνοικίες παραπέρα, σταμάτησε, σύρθηκε με κόπο έξω από το αμάξι, και μάς ζήτησε να περιμένουμε πέντε λεπτά. Μετά το πέρας μίας ώρας, είχα πείσει τον εαυτό μου πως θα τού ‘τυχε καμμια-καρδιά και θα κατέρρευσε στον δρόμο. Πριν περάσει όμως το δίωρο, επέστρεψε άθικτος παρέα με μία συνεπιβάτισσα από την Βόρεια Οσσετία της Ρωσίας, και φύγαμε για-καλά αυτήν την φορά.
Το υπόλοιπο του ταξιδιού στην Γεωργία κύλησε ανεμπόδιστα, με μόνη εξαίρεση μία πολυπληθή, πεζή νεκρώσιμη πομπή ενός μικρού αγοριού που είχε κατακλύσει τον δρόμο και μας ανάγκασε να την ακολουθήσουμε καθ’ όλο το μήκος ενός χωριού. Αφού διεσχίσαμε και τα σύνορα ακαθυστέρητα, το επόμενο πρόβλημα προέκυψε λίγο αφότου μπήκαμε στην Αρμενία…
Αντί να μείνει στον απευθείας δρόμο προς την πρωτεύουσα, κατά μήκος του οποίου υπετίθετο θα κατεβαίναμε, πήρε μία παράκαμψη που προσέγγιζε την πόλη από την αντίθετη πλευρά. Ισχυρίστηκε ότι η κύρια διαδρομή ήταν κλειστή για έργα… και ότι, να, δεν μάς το είπε χθες ο πράκτορας διότι, όλως συμπτωματικώς, την έκλεισαν σήμερα. Μαζί και με την Ρωσίδα που πήρε το μέρος μας, διεπληκτίσθημεν έντονα για κάμποση ώρα. Αλλά δεν έβγαινε τίποτε. Φοβούμενος μην τον παραταράξω και τα κακαρώσει στο τιμόνι πριν την ώρα του, τα παράτησα για να απολαύσω τα τοπία.
Ένας ελικοειδής δρόμος διαμέσου πάντερμων βουνών μας εισήγαγε στον κάταχνο δρυμό του Ντιλιτζάν: έναν των ελαχίστων εναπομενόντων δασοτόπων της χώρας. Αυτός με την σειρά του μας κατέβασε στην γαληνή όχθη της Λίμνης Σεβάν, και ύστερα στο αχανές Πεδίο του Αραράτ, καταμεσής του οποίου άστραψε υπό τρανή εσπερινή ηλιοφάνεια η πολιτεία του Γερεβάν.
Δίχως να προσφέρει το παραμικρό στοιχείο ως προς το πώς να συνεχίσουμε, μας πέταξε ο παππούς σε ένα άσχετο σημείο στο κέντρο της πόλης. Μετά από πολλή γυροφορά και ερώτηση, αλλάξαμε δύο λεωφορεία και επιτέλους αποβιβαστήκαμε στα πέριξ του χωριού Σεναβάν παρά την υπώρεια του Αραγκάτς.
Πορφυρός έδυε ο ήλιος όπισθεν των πυραμιδωτών κορυφών του θεόρατου βουνού ότε πήραμε να βαδίζουμε στην άκρη του έρημου δρόμου. Πάνω στην ώρα πριν το κλείσιμο πετύχαμε το μοναχικό μπακάλικο και ψωνίσαμε τρόφιμα για απόψε. Αφήσαμε τότε τον κεντρικό και πήραμε το λυκοφώτιστο δρομάκι μέσω του χωριού, ευθεία προς το σκοτιζόμενο όρος.
Ένας μπόμπιρας ξετρύπωσε με ένα ποδηλατάκι από την πρώτη αυλή και μας πήρε στο κατόπι μπαμπαλίζοντας αρμένικα. Κατέστη πόλος έλξης αυτού που, αυλή-αυλή, συντόμως εξειλίχθη σε ένα πανηγυρικό τσούρμο πιτσιρικαρίας. Όλοι οι διερχόμενοι ενήλικες, επίσης, σταμάτησαν και—στα ρώσικα, που στο εξής θα ήταν η αποκλειστική μας γλώσσα συνεννόησης ανά την χώρα—προθυμοποιήθηκαν με μία από τις δύο προτάσεις που από-‘δώ-και-πέρα θα λαμβάναμε εξακολουθητικώς παντού κατά το πέρασμά μας: είτε να μας πετάξουν εκεί που πάμε, είτε να πάμε μαζί τών να πιούμε βόντκα. Παροντικά, αρνηθήκαμε αμφότερες διότι προετιθέμεθα να την πέσουμε στο πρώτο χωράφι μετά το χωριό.
Εκεί-που στήναμε την σκηνή, η Σόφη πετάχτηκε ξάφνως προς την θαμνοστοιχία στην άκρη του χωραφιού. Επέστρεψε με ένα γατάκι που γρίκησε να κλαψουρίζει κρυμμένο εκειμέσα. Ιδίως αφού το ταΐσαμε, κόλλησε μαζί μάς όλη την νύχτα. Στην αρχή με εκνεύρισε επειδή γρατζουνούσε την σκηνή αποέξω και φοβόμουν ότι θα την σχίσει. Αλλά αφού το πήρε ο ύπνος και ησύχασε, το πρωί το συμπάθησα. Το ονομάσαμε grillivore λόγω της θαυμαστής του δεξιότητας στο να αρπάζει γρύλους από τον αέρα. Για τον ίδιο λόγο, δεν πολυστενοχωρήθηκα μήπως πεινάσει αφόντας το παρατήσαμε εκ νέου στην ορφάνια του.
Κόβοντας καθ’ οδόν κεράσια και βατόμουρα για συμπλήρωμα πρωινού, κινήσαμε προς το επόμενο και τελευταίο, ομώνυμο χωριό Αραγκάτς πριν την βουνοπλαγιά. Αγοράσαμε προμήθειες από το μοναδικό ανοικτό κατάστημα, και αρχίσαμε στην ανηφόρα.
Ένας τραχύς χωματόδρομος εισχωρούσε στο φαράγγι προς τις πηγές του ποταμού Γκεγκαρότ. Το μοναδικό αμάξι που απαντήσαμε ήταν ένα αντικέ Lada. Οι επιβαίνοντες χωρικοί σταμάτησαν εθελούσια και μάς άνοιξαν την πόρτα να στριμωχτούμε με δύο εξ αυτών στο πίσω κάθισμα. Με πλέρια καλοσύνη, προσπέρασαν το κτήμα των και μας ανέβασαν όσο ήταν φυσικώς κατορθώσιμο.
Συνεχίσαμε περπατώντας, ιδροκοπώντας υπό το δυσάνεκτο ηλιοβόλημα που πλέον είχε διεισδύσει στα έγκατα της χαράδρας. Μεσημεράκι, συναντήσαμε δύο τσοπάνηδες, πατέρα και γιο, που ετοιμάζονταν να γευματίσουν στην παραποταμιά και μας προσκάλεσαν για φίλεμα. Ενόσω χλαπακιάζαμε ψωμοτύρι και λαχανικά παραγωγής των, και οι αγελάδες χόρτο ανάγυρά μάς, μάς εξήγησαν ότι το κοπάδι ήταν κοινόκτητο, και ότι όλοι οι άνδρες του χωριού το έφερναν για βόσκημα με την σειρά.
Προτού τους αποχαιρετήσουμε, μάς δώρισαν μία σακούλα γεμάτη τρόφιμα. Κατά το υπόλοιπο των περιπλανήσεών μας ανά την αγροτική Αρμενία, παρόμοιες εκδηλώσεις γενναιοδωρίας υπήρξαν τόσο συστηματικές που στην ουσία θα μπορούσαμε να μηδενίσουμε τα έξοδα διατροφής μας. Αγοράζαμε φαΐ στα χωριά μόνο επειδή δεν μπορούσαμε να ξέρουμε προκαταβολικά αν θα συναντήσουμε στην πορεία ανθρώπους. Καθώς όμως συναντούσαμε, απαρέγκλιτα μας φόρτωναν τόσα φαγώσιμα που καταλήγαμε να σιτίζουμε όχι μόνο πουλιά, σκυλιά, και γάτες, αλλά και μύγες και σκουλήκια.
Αφήσαμε ύστερα τον πάτο του φαραγγιού και ανήλθαμε σε ένα χλοερό οροπέδιο όπου βρισκόταν ένας καταυλισμός Γιαζιντιτών: μίας ημινομαδικής, εθνοθρησκευτικής φυλής που τα καλοκαίρια περιφέρεται στα αρμενικά βουνά. Κάναμε στάση στο τσαντίρι της πρώτης οικογένειας που μας προσκάλεσε (για να δεχθούμε όλες τις προσκλήσεις θέλαμε ένα διήμερο), και ανάμεσα σε μια ντουζίνα φιλοπερίεργα παιδάκια και άλλα τόσα τσοπανόσκυλα, κεραστήκαμε καφέ, καρπούζι, και κεφίρ.
Παραπάνω, προσπεράσαμε δύο καταρράκτες και συναντήσαμε ένα ζευγάρι Γάλλων πεζοπόρων που είχαν μόλις κατασκηνώσει. Είχαμε ακόμη λίγο φως, και επιμείναμε στην ανάβαση επί μίας απότομης σάρας και παρά του βουνού τον χαμηλότερο παγετώνα που έκειτο στο κορύφωμά της. Σκοτείνιαζε όταν εντοπίσαμε ένα ωραίο κομμάτι επίπεδου εδάφους, πλησίον του ψηλότερου καταρράκτη υπό την βουνοκορφή, και στήσαμε κι εμείς σκηνή.
Η μέρα άρχισε με ατύχημα… Εκεί-που πήγαινα να κάνω καφέ, κατ’ άγνωστο τρόπο είχε τρυπήσει το σωληνάκι της εστίας υγραερίου, και την ίδια στιγμή που άναψα τον αναπτήρα, πήρε φωτιά η φάτσα μου. Σφαλιαρίζοντας με το ένα χέρι το κεφάλι μου να σβήσει, στα-τυφλά πίσω από τις φλόγες που κατελάμβαναν το οπτικό μου πεδίο, άρπαξα με το άλλο χέρι το γκαζομπούκαλο και το φούνταρα παραπέρα, όπου έμεινε να καίγεται μέχρι να αδειάσει. Εν μέσω μπόχας τσουρουφλισμένων μαλλιών και δέρματος, επιθεώρησα την σκηνή. Ευτυχώς δεν είχε ούτε καρβούνιασμα. Λυπήθηκα μόνο την εστία που την είχα πόσα χρόνια. Μέχρι να αγοράσουμε καινούργια στο Γερεβάν, έπρεπε να την βγάλουμε με αμαγείρευτο φαΐ και καφέ κρύο καραβίσιο.
Με το άφρυδό μου πρόσωπο να μοιάζει με πλαστικοχειρουργημένου γεροσκυλοτραγουδιστή ή σχεδιαστή μόδας, κινήσαμε ψηλότερα. Έχοντας κερδίσει πάνω από δύο υψομετρικά χιλιόμετρα σε ένα εικοσιτετράωρο, δίχως επαρκή εγκλιματισμό, η τελική φάση της ανάβασης ήταν εξουθενωτική. Παρατήσαμε τους σάκους στο τελευταίο σημείο απόπου θα ξαναπερνούσαμε στο κατέβασμα ίνα ξαλαφρωθούμε. Έστω, ύστερο πρωί πατήσαμε στην σκεπή της Αρμενίας.
Αληθοεπώς, βασικά πατήσαμε στην παρακορυφίδα της βόρειας κορυφής του Αραγκάτς, στα 4.074 μέτρα υπέρ της θαλάσσης. Η κύρια κορυφή ήταν δεκατέσσερα μέτρα ψηλότερα, απέναντι από ένα σαθρό χάσμα του οποίου το τραβερσάρισμα χωρίς σχοινί φαινόταν λίγο πιο επίφοβο απόσο θα επιχειρούσαμε άνευ τάσεων αυτοκτονίας. Εν πάσει περιπτώσει, η θέα ήταν καταπληκτική. Αλάργα απλώνονταν τα πράσινα υψίπεδα της Αρμενίας, διάσπαρτα με λίμνες και κορυφές. Και στον μακρινό νότιο ορίζοντα, το εντυπωσιακότερο θέαμα: ακρώρεια της Μέσης Ανατολής, σεπτό έμβλημα του αρμενικού πολιτισμού, μυθικό αραξοβόλι του Νώε, το μεγαλειώδες, αείλευκο Όρος Αραράτ.
Μετά από μακρά και κουραστική κατάβαση επί σαρών και βραχοπεδίων, το σούρουπο μας βρήκε στην νότια παρυφή του ευρέος κοιλώματος μεταξύ των τεσσάρων κορυφών του βουνού. Κατασκηνώσαμε στις χιονούρες δίπλα από ένα ρυάκι που χυνόταν σε μία λιμνούλα. Το τελευταίο προσελάμβανε υπερβολική περιεκτικότητα σιδήρου από το έδαφος, γι’ αυτό και σκαρφαλώσαμε να συλλέξουμε νερό απευθείας από την πηγή του στον παγετώνα. Με την νυκτερινή πτώση της θερμοκρασίας, το ρυάκι είχε στερεύσει και η λιμνούλα συρρικνωθεί μέχρι που σηκωθήκαμε το πρωί.
Μέσα στην πηχτή ομίχλη, ξεκινήσαμε την ανάβαση προς το διάσελο ανάμεσα στην νότια και την δυτική κορυφή. Το ψιχαλητό που άρχισε σαν φύγαμε εξελίχθηκε σε όμβρο πριν καταλήξει σε χαλάζι μεγέθους αμυγδάλων που διήρκεσε για όλο σχεδόν το υπόλοιπο της σημερινής πορείας. Σκοπεύαμε να ανέβουμε και την νότια κορυφή, αλλά ο πόνος του χαλαζοραπίσματος και οι μαινόμενοι κεραυνοί μας ανάγκασαν να προσπεράσουμε το διάσελο και να ροβολήσουμε από την άλλη με την ψυχή στο στόμα. Νωρίς το απόγευμα, σε απόσταση λίγων μέτρων, διεκρίναμε μέσω του γνόφου την επιφάνεια της αλπικής λίμνης Κάρι.
Καθώς βαδίζαμε παρά την όχθη, ξεπρόβαλλαν κατά σειρά διάφορα παράξενα, φαινόμενα στοιχειωμένα οικοδομήματα. Έξω από μία παμπάλαια ξύλινη άμαξα, σαν εκείνη με την οποία θα περιπλανώντο οι γύφτοι πριν βγουν τα Datsun, ήταν στημένα δύο ποδήλατα. Πλησιάσαμε για επιθεώρηση, και εξήλθαν της θύρας οι προχθεσινοί Γάλλοι. Είχαν βρει την άμαξα ανοικτή, και βολεύτηκαν για λίγο προτού συνεχίσουν το προς ανατολάς ταξίδι που είχαν αρχινίσει με τα ποδήλατα από την Γαλλία.
Το μοναδικό άλλο κτίσμα με ανοικτή πόρτα ήταν ένα εστιατόριο. Μπήκαμε και πιάσαμε ένα από όλα τα ελεύθερα τραπέζια. Προσωπικό πηγαινοερχόταν, αλλά ουδέν του μέλος κόπιασε να πάρει παραγγελία. Αφού πέρασε κανα-μισάωρο, μπούκαρα στην κουζίνα να την δώσω μόνος μού. Την δέχθηκαν κάπως τι απρόθυμα. Κατά το επόμενο δίωρο που πήρε μέχρι να την ετοιμάσουν και να την φάμε, ο εξωτερικός χώρος γέμισε με θαμώνες από την πρωτεύουσα που προσήλθαν για ένα πάρτι γενεθλίων. Με την έξοδό μας, μας έσυραν στην εορτή και μας τουμπάνιασαν με κρέατα και βόντκα.
Με κάποιον άμνηστο τρόπο, ύστερα βρεθήκαμε στον επιτόπιο μετεωρολογικό σταθμό να παίζουμε πινγκπόνγκ και να πίνουμε κιάλλη βόντκα παρέα με τους Γάλλους, έναν βοσκό, και τον επιστάτη του σταθμού.
Ο τελευταίος ήταν χαρακτήρας. Ένα από τα πρώτα που μάς είπε ήταν ότι το Αζερμπαϊτζάν (μαζί με την Τουρκία!) κήρυξαν νέο πόλεμο, και ότι ο κολλητός του στο χωριό είχε ήδη στρατολογηθεί. Κοίτα, σκέφτηκα, να δεις τι γίνεται σε τρεις μέρες που απουσιάζει κανείς απ’ τον πολιτισμό. Μα ύστερα κατάλαβα ότι ο τύπος δεν είναι να παίρνεται σοβαρά… όταν προσέθεσε ότι, κατά τον τότε-πιο-πρόσφατο πόλεμο του 2020 ανάμεσα στα δύο κράτη, ο ίδιος, αυτοπροσώπως, ως ελεύθερος σκοπευτής, καθάρισε πεντακόσιους Αζέρους (δηλαδή το εν-έκτο των συνολικών απωλειών της επιτιθέμενης πλευράς).
Αργά την νύχτα, κατασκηνώσαμε μεθυσμένοι λίγο παραδίπλα. Και το πρωί ξυπνήσαμε να δούμε ποί και πώς θα πάμε. Το πρώτο χωριό απείχε μία γεμάτη μέρα πεζοπορίας. Λίγο ο δυσοίωνος καιρός, λίγο το χανγκόβερ, δεν συγκινούσε η προοπτική. Έτσι-και κινήσαμε πίσω στον μετεωρολογικό σταθμό, κι αφού εν τέλει τον εγείραμε με επίμονα γρονθοκοπήματα στην πόρτα, ζητήσαμε τού φίλου μας τού Ζάιτσεφ τού επιστάτη να μάς καλέσει ένα ταξί.
Έμεινε η κακοκαιρία πάνω στο βουνό, και αποκατεστάθη η ευδία στο χωριό Αγκαράκ παρά την νότια υπώρεια. Μετά από λίγες ώρες αναμονής και ταξιδιού με λεωφορείο, απογευματάκι ήμασταν ξανά στο Γερεβάν.
Βίντεο
Φωτογραφίες από το Όρος Αραγκάτς
Δες (και αν θες χρησιμοποίησε) όλες μου τις φωτογραφίες από το Όρος Αραγκάτς, το χωριό Αραγκάτς, και την Λίμνη Κάρι.
Στέγαση και δραστηριότητες στην Αρμενία
Γνωστοποίηση συνεργατικών σχέσεων: Εφόσον αγοράσεις αγαθά ή υπηρεσίες μέσω των εμπεριεχομένων στην παρούσα ιστοσελίδα συνδέσμων, ενδέχεται να προσλάβω κάποιο μικρό ποσοστό από το κέρδος του πωλητή δίχως να χρεωθείς επιπλέον δραχμή. Θα συνδράμεις λίαν εκτιμιτέως στην διατήρηση και περαιτέρω εμπλουτισμό αυτού του ιστοχώρου. Ευχαριστώ!
Το Stay22 είναι ένα χρήσιμο εργαλείο που σού επιτρέπει να αναζητήσεις και να συγκρίνεις καταλύματα και εμπειρίες από διαφορετικές πλατφόρμες πάνω στον ίδιο κομψό χάρτη. Καθόρισε τις προτιμήσεις σου στις ρυθμίσεις.