Η Μοσούλη μάλλον ουδέποτε αποτέλεσε προσθήκη στην λίστα των ονειρεμένων σου ταξιδιωτικών προορισμών. Πιο πρόσφατα, μπορεί και να είχε βρεθεί στην κορυφή της λίστας με τα μέρη του πλανήτη όπου πιο σίγουρα θα σκοτωνόσουν — από φόνο, ή αυτοκτονία εάν κατά τύχη είσαι τζιχαντιστής. Αλλά αφότου απελευθερώθηκε από το Ισλαμικό Κράτος τον Ιούλιο του 2017, λαμπύριζε στο ραντάρ της εμής λαχτάρας προς περιπλάνηση.
Το παρόν κείμενο προορίζεται για μία μοναδική ταξιδιωτική ιστορία, και όχι για παράφραση του μισού λήμματος της Βικιπαίδειας. Μα όπως πάντες παρακολουθήσουν λίγο ευκολότερα, ορίστε μία σύνοψη του ιστορικού υποβάθρου σε μία σύντομη παράγραφο:
Εν μέσω της αναρχίας που εξεκολάφθη στην Συρία εξ απαρχής του εμφυλίου πολέμου το 2011, ορδές αλλοεθνών μανιακών Ισλαμιστών συνηγελάσθησαν στην χώρα, πήραν τον έλεγχο μεγάλων εκτάσεων πρακτικά ανυπεράσπιστης γης, και πέρασαν στο Ιράκ, όπου και τελικά κατέλαβαν την Μοσούλη: μία πόλη όλο-ζωντάνια με 4.500 χρόνια ιστορίας και 1,6 εκατομμύρια κατοίκους. Θέσπισαν σαρία, λεηλάτησαν και βανδάλισαν, εκτέλεσαν χιλιάδες και εκτόπισαν μισό εκατομμύριο, και τρομοκράτησαν για τρία φρικτά έτη έως ότου, μετά από εννέα μήνες ολέθριων μαχών, η πόλη εν τέλει λυτρώθηκε από έναν διεθνή συνασπισμό δυνάμεων.
Δεν ξέρω αν παρακολουθήσατε καθόλου τα δρώμενα, μα ήταν αυτόχρημα συγκλονιστικά και ανατριχιαστικά· σκέτη παραφροσύνη… σαν να επορθήθησαν του κόσμου όλα τα φρενοκομεία, και οι δραπέτες τρόφιμοί των ένωσαν δυνάμεις ίνα επιβάλουν κανόνα παράκρουσης στον σώφρονα πληθυσμό.
Γενειοφόροι κοινωνιοπαθείς σουλάτσαραν ελεύθερα σαν μαυροντυμένα στρουμφάκια, κυματίζοντας πολεμόχαρες σημαίες και κραδαίνοντας καλάσνικοφ. Ανατίναξαν θησαυρούς πολιτιστικής κληρονομιάς, λιθοβόλησαν γυναίκες σε δημόσιες πλατείες, βίασαν και έσφαξαν, μετέδωσαν ζωντανά αποκεφαλισμούς δημοσιογράφων… όλα στο όνομα του Θεού και της ελπίδας για μια-δυο παρθένες παραπάνω κατά την ένδοξή των είσοδο στον Παράδεισο. Η όλη κατάσταση ήταν σαν να βλέπεις GTA να παίζεται στον πραγματικό κόσμο.
Ήμουν πολύ περίεργος να δω ιδίοις όμμασι πώς η πόλη ανακάμπτει από αυτήν την σουρεαλιστική συμφορά. Η ευκαιρία μου να την επισκεφτώ τελικά παρουσιάστηκε τον Οκτώβριο του 2021.
Βρισκόμασταν στην γειτονική πρωτεύουσα του Ιρακινού Κουρδιστάν, Ερμπίλ, και ήμασταν λίαν πρόθυμοι να βρούμε έναν τρόπο να διασχίσουμε την μόλις δύο ωρών οδήγησης απόσταση προς την Μοσούλη. Αρχικά ήλθαμε σε επαφή με κάποιους fixers (επαγγελματίες που ειδικεύονται στο να φέρνουν δημοσιογράφους ή λοιπούς λάτρεις της περιπέτειας σε επισφαλείς εμπόλεμες ζώνες). Μα σύντομα διαπιστώσαμε ότι πλέον ήταν εύκολο και απλό να περατώσουμε αυτό το ταξίδι μόνοι και αβοήθητοι. Η μοναδική προαπαίτηση ήταν να αποκτήσουμε βίζα για την Δημοκρατία του Ιράκ.
Αφού είχαμε παραλείψει να εκδώσουμε αυτήν εκ των προτέρων από κάποια διπλωματική αποστολή της χώρας, η μόνη μας επιλογή ήταν να πετάξουμε στην Βαγδάτη και να παραλάβουμε θεώρηση εισόδου επ’ αφίξεως στο αεροδρόμιο. Αυτό ακριβώς κάναμε, και αφού αφιερώσαμε τρεις ημέρες για να εξερευνήσουμε την ιρακινή πρωτεύουσα, ήμασταν έτοιμοι να κατευθυνθούμε εκ νέου βορέηνδε προς το Κυβερνείο της Νινευής.
Λαμπρό πουρνό, μπήκαμε σε ένα ταξί και ζητήσαμε να μεταφερθούμε σε εκείνον εκ των πολλών σταθμών της Βαγδάτης πόθεν μάς είχαν πει ότι θα βρίσκαμε λεωφορείο για Μοσούλη. Ο οδηγός μας άφησε μπροστά στην είσοδο, όπου κατέσπευσε μία σύναξη άλλων οδηγών, που παράγοντας μια ακατάληπτη αραβική χάβρα, επιχείρησαν να μας επιβιβάσουν σε ένα από τα οχήματά των. Τα κόμιστρά των ήταν δικαιούτσικα για άνετη, ιδιωτική κούρσα. Αλλά εκτός από το να κάνουμε οικονομία, επιθυμούσαμε να ταξιδεύσουμε αυθεντικά, συναναστρεφόμενοι με τους ντόπιους.
Με την αρωγή του μοναδικού παρευρισκομένου που κατανοούσε στοιχειώδη αγγλικά, καταφέραμε να εξηγηθούμε όπως καθοδηγηθούμε σε ένα προετοιμαζόμενο για αναχώρηση προς τον προορισμό μας βανάκι.
Ως φιλόξενη χειρονομία, ο σοφέρ μάς προσέφερε τα δύο βολικότερα μπροστινά καθίσματα. Μα ένας άλλος τύπος, πιθανότατα το αφεντικό του, παρενέβη και εναλλακτικά μας κάθισε στριμωγμένους στην οπίσθια γωνία. Εάν ο λόγος του ήταν ο ίδιος με τον που σκέφτηκα αμέσως κι εγώ, αυτή ήταν πολύ καλή ιδέα. Με τα αλλοδαπά μας πρόσωπα σαν σε βιτρίνα πίσω από το παρμπρίζ, θα μας σταματούσαν και καθυστερούσαν ανελλιπώς σε έκαστο στρατιωτικό μπλόκο, και δεν θα φτάναμε ούτε αύριο.
Κρυμμένοι ανάμεσα στα κεφάλια των υπολοίπων επιβατών απομπροστά, την κουρτίνα στο πλάι, και τον σωρό αποσκευών αποπίσω, περάσαμε απαρατήρητοι, και ο κάθε ελέγχων φαντάρος ανά την διαδρομή μάς ένευσε αδιάφορα να συνεχίσουμε ταλαντεύοντας το χέρι. Έτσι, έχοντας κάνει μόνο μία στάση για μεσημεριανό σε έναν υποτυπώδη ΣΕΑ, διανύσαμε γοργά τα τετρακόσια χιλιόμετρα ατέρμονης ευθείας μέσω της μεσοποταμιακής ερήμου. Και ύστερο απόγευμα, αφίχθημεν στο ύστατο σημείο ελέγχου προ των περιχώρων της Μοσούλης.
Ο τύπος τούτος ήταν επιμελής. Εστίασε το βλέμμα πίσω από τα παράθυρα, σάρωσε όλα τα πρόσωπα, και σταμάτησε στα δικά μας μπερδεμένος… Οι συνεπιβάτες μας άρχισαν να αγανακτούν καθ’ ον χρόνον του πήρε να συζητάει τα διαβατήριά μας σε διαδοχικά τηλεφωνήματα με ανωτέρους του. Όλοι ανακουφίστηκαν όταν τελικά τα επέστρεψε και μας άφησε να φύγουμε.
Και τότε, κάτω στην πεδιάδα πίσω από την επομένη λοφοράχη, εμφανίστηκε η άλλοτε πόλη-στολίδι να αγκαλιάζει τα απαλώς ρέοντα, γαλάζια νερά του Τίγρη ποταμού. Οι οδοί ήταν ως-επί-το-πλείστον κενοί, και σύντομα φτάσαμε στον ερημικό λεωφορειακό σταθμό· ουδέ πλήθος ταξιδιωτών, ουδέ πολυάσχολοι υπάλληλοι ταξιδιωτικών γραφείων, ουδέ τελαλίζοντες πωλητές, ουδέ ψυχή… μόνο ένα φαινομενικά εγκαταλελειμμένο λεωφορείο και το άρτι εισελθόν μας βαν απέμειναν μετά την διασπορά των άλλων επιβατών.
Μονάχα οι δυο μας μαζί με τον οδηγό και έναν ακόμη ξεκάμπανο τύπο μείναμε στον ευρύ, άδειο χώρο στάθμευσης, υπό την θέα πολλών περιτιθεμένων τεθραυσμένων παραθύρων ακατοίκητων διαμερισμάτων. Ο οδηγός μας κέρασε τσάι ενώ περιμέναμε το ταξί που κάλεσε για λογαριασμό μας. Παραμείναμε αρκετή ώρα, προσπαθώντας να κουβεντιάσουμε και βγάζοντας σέλφι, μέχρι που τελικά κατέφτασε ο ταρίφας.
Διασχίσαμε πολλούς φαρδείς, έρημους δρόμους μέσα από διάφορες ερειπωμένες γειτονιές. Στην καλύτερη περίπτωση, τα κτίρια έφεραν μόνο μερικά σημάδια από σφαίρες, σπασμένα παράθυρα, και τών έλειπε κανα-κομμάτι κονιάματος εδώ-κι-εκεί· στην χειρότερη, ήταν σκέτοι σωροί μπάζων. Αποτελεί ασυνήθιστη εμπειρία να οδηγάς σε πόλη τοιούτου μεγέθους με σχεδόν καθόλου κίνηση. Δεν αργήσαμε να περάσουμε στην αντίπερα μεριά του ποταμού και να κατέβουμε μπροστά από το ξενοδοχείο μας.
Εναπέμενε λίγο ημερήσιο φως, και δεν κουβαλούσαμε σημαντικό φορτίο. Έτσι και αποφασίσαμε να αναβάλουμε το τσεκίν για να κάνουμε μία σύντομη δειλινή βόλτα προς εναρκτήρια εξερεύνηση του νέου μας περιβάλλοντος.
Έτυχε να βρισκόμαστε ακριβώς δίπλα από το Μέγα Τέμενος της Μοσούλης: ένα ημιτελές πλην εντυπωσιακό αρχιτεκτονικό επίτευγμα, του οποίου η κατασκευή ξεκίνησε κατά την διάρκεια της ηγεμονίας του Σαντάμ Χουσεΐν.
Κάποιοι εργάτες στέκονταν παρά μία των εισόδων των εγκαταστάσεων του ναού. Ρώτησα έναν αν μπορούμε να μπούμε, και απάντησε με μία έκφραση προσώπου που κάλλιστα θα μεταφραζόταν ως «μα φυσικά όχι, βλάκας είσαι;».
Αλλά αυτό δεν πείραζε ιδιαίτερα, αφού ακόμη μπορούσαμε ελεύθερα να περπατήσουμε γύρω από το μισόμετρο πεζούλι που περιέκλειε τον χώρο και να απολαύσουμε στο έπακρο την εξαίσια, χρυσόωρη θέα του επιβλητικού αυτού θαύματος της ανθρώπινης υπαρξιακής ματαιοδοξίας.
Φωτογραφίσαμε το μνημείο από ποικίλες ελκυστικές οπτικές γωνίες. Μα σαν στρίψαμε προς την πλευρά που έβλεπε τον ποταμό, έσπευσε προς το μέρος μας ένας πλήρως εξοπλισμένος φαντάρος, φωνάζοντας. Μάς ζήτησε να μην βγάζουμε φωτογραφίες, καταβάλλοντας προσπάθεια να φανεί αυστηρός, ενώ στην πραγματικότητα η παρουσία μας τον διασκέδαζε. Συμμορφωθήκαμε και δρασκελίσαμε προς τα σοκάκια.
Η συνοικία ταύτη είχε διατηρηθεί πολύ καλύτερα απότι οι στην απέναντι όχθη. Τα περισσότερα κτίρια ήταν άθικτα και πολλά εξακολουθούσαν να κατοικούνται. Παιδικές ομηγύρεις συνάγονταν στις πύλες, παρακολουθώντας μας με συστολή και περιέργεια. Οι μεγάλοι μας πρόσεχαν κι αυτοί με ανάλογη προθυμία και κυμάτιζαν φιλικά χέρια από τα εσώτερα των αυλών.
Λίγο πριν το ηλιοβασίλεμα, εισέβημεν στην υποδοχή του ξενοδοχείου. Αν και το προσωπικό μιλούσε αξιοπρεπή αγγλικά, δεν μπορούσαν να καταλάβουν ότι θέλαμε το φθηνότερο δωμάτιο· το που είχαν προσφέρει εχθές όταν μιλήσαμε στο τηλέφωνο. Το έβαλαν σκοπό να μας αναγκάσουν να πάρουμε είτε δύο ξεχωριστά υπνοδωμάτια είτε — δεν τους ένοιαζε το πιστοποιητικό γάμου — την γαμημένη την σουίτα.
«Δεν κάνει αυτό για εσάς» αντέλεγαν κάθε που ματαέλεγα ότι το που όντως μάς κάνει είναι το ισόγειο δωμάτιο με το κοινόχρηστο μπάνιο. Χρειάστηκαν πάμπολλες επαναλήψεις μέχρι να τους πείσω.
Η καμαρούλα μας ήταν εγκεκλεισμένη εντός απαράθυρων τοίχων και δεν περιείχε τίποτε ειμή τέσσερα στριμωγμένα κρεβάτια και κομοδίνα, έναν βραστήρα με καλώδιο δέκα εκατοστών, και μία μοναδική πρίζα ψηλά στον τοίχο. Έξω, είχαμε ένα μηχάνημα αυτόματης πώλησης καφέ και μία σειρά σκαλοπάτια να καθόμαστε στην αμεγέθη αυλή. Σε γενικές γραμμές, ήταν ένα ωραίο μέρος για να κοιμηθούμε δύο νύχτες. Εξάλλου, δεν σκοπεύαμε να περάσουμε πολύ χρόνο μέσα.
Χρησιμοποιώντας τον εαυτό μου ως τραπέζι για να βράσω νερό, ήπια ένα γρήγορο τσάι, και σαν σκοτείνιασε για-τα-καλά, βγήκαμε για φαΐ. Εκ πρώτης εντυπώσεως, δεν ήμουν εξαιρετικά ενθουσιασμένος περί του τινός είχε απομείνει από της πόλης την γαστρονομική ποικιλία. Αλλά βρισκόμασταν κοντά στην πιθανότατα ζωντανότερή της οδό. Ο δημόσιος φωτισμός ήταν αραιός αλλά τουλάχιστον υπαρκτός. Στην μία πλευρά εξαπλώνετο ένας εκτενής προϊστορικός χώρος. Η άλλη ήταν γεμάτη με μοντέρνα εστιατόρια και τεϊοποτεία. Πολλές προοδευτικές παρέες και οικογένειες κοινωνικοποιούνταν σε αυτών τα τραπέζια.
Στο τέλος, επιλέξαμε πίτσα. Το τυρί ήταν λιώμα και η ζύμη αφράτη και — όχι, πλάκα κάνω, ήταν απλά μία καλή πίτσα. Την συμπληρώσαμε με μία πεντανόστιμη βάφλα σε ενός μαγαζιού τον όμορφο γρασιδωμένο κήπο και κινήσαμε για ύπνο.
Και ύστερα ξημέρωσε η μοναδική μας ολόκληρη μέρα στην Μοσούλη· αυτή που έπρεπε να εκμεταλλευτούμε στο έπακρο. Μετά από μία δόση καφεΐνης και νικοτίνης, κουβαλώντας μόνο κάμερες και ένα μικρό σακίδιο, ήμασταν έξω να περπατούμε.
Κατευθυνθήκαμε γραμμή προς την πλησιέστερη γέφυρα του Τίγρη και την Παλαιά Πόλη που έκειτο απέναντι. Ο δρόμος κείσε περνούσε μέσω μίας αγροτικής έκτασης και κατά μήκος ενός στενού παραποτάμιου καναλιού. Ένα κοπάδι βουβάλων ροβόλησε μία αμμώδη πλαγιά μέχρι τον όχθο για πρωινή πόση. Ήταν ένας ευχάριστος περίπατος υπό την αχνή εωθινή λιακάδα.
Η γέφυρα ήταν σχετικά πολυσύχναστη από πεζούς και οχήματα. Σποραδικοί μιναρέδες προεξέβαλλαν στο ουράνιο γαλάζιο από την αχανοσύνη των συντριμμιών στην αντίπερα πλευρά. Το σκηνικό ήταν σπαραξικάρδιο· παραπέμπον σε ντοκιμαντέρ Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Ο μέγας ποταμός κάτωθεν κυλούσε στον ανέκαθεν αδιάφορο ρυθμό του. Με συγκίνησε ο συλλογισμός του πόσο αγαστώς αναλλοίωτος πρέπει να έχει παραμείνει ανά τις χιλιετίες του δράματος της ανθρώπινης ιστορίας που παίζεται στις όχθες του.
Ο στρατός μας σταμάτησε αμέσως σαν αφήσαμε την γέφυρα. Φαίνεται κατεπλάγησαν που ήμασταν μόνοι και πεζοί — όποιους λίγους ξένους επισκέπτες βλέπουν κανονικά συνοδεύονται από κολαούζους με αυτοκίνητα. Φαίνεται νόμισαν πως είχαμε χαθεί. Μόλις κατάλαβαν πως ξέρουμε τι κάνουμε, μας άφησαν να φύγουμε με εγκάρδια χαμόγελα.
Αυτή ήταν η μοναδική φορά που ελεγχθήκαμε έως αργά το απόγευμα. Εν αντιθέσει με την Βαγδάτη, όπου μας σταματούσαν σε κάθε δεύτερη διασταύρωση, εδώ δεν παρατήρησα αξιοσημείωτη στρατιωτική παρουσία. Αυτό δικαιολόγησε στα μάτια μου το παράπονο που ακούσαμε από πολλούς ντόπιους: ότι η κεντρική κυβέρνηση τους εγκαταλείπει πάλι τώρα ως και τότε.
Και βρεθήκαμε να τριγυρνάμε ανά την κάποτε-μεγαλοπρεπή, πλέον-ερειπωμένη Παλαιά Πόλη της Μοσούλης. Η πλειονότητα των κτιρίων ήταν μη-κατοικήσιμα, και όσα δεν ήταν τάδε κατά κυριολεξία κατοικούνταν μόνο από συμβιβασμό. Με λύπησε που δεν θώρησα ούτε ένα σοβαρό ανακαινιστικό έργο εν εξελίξει. Το πολύ που είδα ήταν μεμονωμένοι πολίτες να αγωνίζονται με σκέτη μυϊκή δύναμη και εργαλεία χειρός για να βελτιώσουν όπως-όπως τις ρημαγμένες των περιουσίες.
Οι άνθρωποι ήταν τουλάχιστον τόσο φιλικοί και ευγενείς όσο και στην Βαγδάτη· η διαφορά εδώ πως ήταν κατά πολύ λιγότεροι. Όλοι μας χαιρετούσαν εύθυμα κατά το πέρασμά μας και προέφεραν αβρόηχα λόγια που δυστυχώς αδυνατούσα να καταλάβω. Πολλοί πόζαραν χαρούμενα και περήφανα για φωτογραφίες. Άλλοι ξετσέπωναν τα κινητά και μας περιέζωναν ενθουσιωδώς για καταιγισμούς σέλφι.
Τα βήματά μας μας οδήγησαν στο έκκριτο Τέμενος Αλ-Νούρι: ένα μνημείο παγκόσμιας κληρονομιάς που έστη για οκτώ ολόκληρους αιώνες έως ότου ο επ’ ονόματι Αλ-Μπαγκντάντι αρχιψυχοβλαβής διέταξε την κατεδάφισή του, αμέσως αφότου έδωσε εκεί την στερνή και παρθενική, μανιώδη του ομιλία. Παρά τον πίνακα ανακοινώσεων της UNESCO που ενημέρωνε περί της προτιθέμενης αναστύλωσής του, ουδείς εργάτης παρευρίσκετο στον χώρο.
Ένα μικρό τσαγάδικο λειτουργούσε απέναντι από το τζαμί, με ένα μονήρες υπαίθριο τραπεζάκι δίπλα από ένα συνονθύλευμα χαλασμάτων. Εκεί καθίσαμε για ένα σύντομο διάλειμμα μαζί με τον ιδιοκτήτη και ένα τσούρμο φίλων του που μας προσκάλεσαν για τσάι. Ήξεραν μερικές αγγλικές λέξεις, και καταφέραμε να κάνουμε μία κάπως ερμηνεύσιμη κουβέντα.
Ζέσταινε, και η καλύτερη συνέχιση της βόλτας μας ήταν μέσα από τα ανάπλατα, σκιερά σοκάκια: ένας λαβύρινθος στριφογυριστών μονοπατιών με σκαλισμένα αυλάκια στο τσιμεντένιο έδαφος για αποχέτευση. Μοναξιά επικρατούσε κειμέσα. Ο κόσμος ήδη δεν έλεγες ότι συνωστιζόταν στους κεντρικούς δρόμους· εκτός αυτών, απλά σπάνιζε.
Ένας εκ των πρώτων ανθρώπων που απαντήσαμε έτυχε να ξέρει αρκετά αγγλικά. Είχαμε σταματήσει για να χαζεύσουμε μία χαριτωμένη, μικρή έκταση χλόης εντός ενός περιφραγμένου οικοπέδου ανάμεσα στα πυκνόκτιστα, ετοιμόρροπα σπίτια. Και τότε ξεμύτισε ένας νεαρός άνδρας από ένα σταθμευμένο αμάξι και προχώρησε προς το μέρος μας, εύχαρα, εμφανώς υπερήφανος για το ενδιαφέρον μας στο δημιούργημά του. Εξήγησε ότι εκεί έστεκε κάποτε το σπίτι του. Πλέον με φροντίδα το είχε μετατρέψει στο όμορφο γκαζόν που βλέπαμε. Ένθερμα μας προσκάλεσε στον κήπο του φίλου του πίσω από την γωνία.
Αυτός ο τύπος ήταν η ευδαιμονία προσωποποιημένη. Σαν περάσαμε το κατώφλι της στενόπορης, τοξωτής, πέτρινης πύλης, πετάχτηκε πάνω, και αποπνέοντας κέφι και ευχαρίστηση, μάς επέδειξε τα θαύματα της αισιόδοξής του δημιουργικότητας.
Κυριολεκτικά μία μικρή όαση διατηρούσε εν μέσω του περιβάλλοντος ολέθρου. Καλλιεργούσε διάφορα είδη δένδρων και εξωτικών φυτών εντός και εκτός του αυτοσχέδιού του θερμοκηπίου. Ο χώρος ήταν επιπλέον διακοσμημένος με πήλινα πιθάρια και άλλα τεχνουργήματα δικής του κατασκευής. Και παντού τριγύρω κι αποπάνω, μόνο αμαυρωμένοι τοίχοι.
Πέρασαν ένας παππούς με τον εγγονό του· μετά, μία ομάδα μαθητών… Άνθρωποι απ’ όλη την πόλη φαίνεται επισκέπτονταν για να απολαύσουν την γαλήνη. Ο τύπος είχε ουσιαστικά δημιουργήσει μόνος αυτό που ο δήμος ή η κυβέρνηση είχαν παραμελήσει: ένα δημόσιο πάρκο.
Εν συνεχεία, οι δυο μας νέοι φίλοι προσφέρθηκαν να μας ξεναγήσουν στην γειτονιά. Μα με-το-που βγήκαμε στον δρόμο, οι διπλανοί γείτονες μας έσυραν στο σπίτι των, όπου ετελείτο γάμος.
Το μικροσκοπικό, ημισκότεινο σαλόνι ήταν στολισμένο με πολύχρωμα μπαλόνια, λουλούδια, γιρλάντες, και χριστουγεννιάτικα λαμπιόνια. Καλεσμένοι όλου του ηλικιακού φάσματος χόρευαν γηθαλέα στους παραδοσιακούς σκοπούς που βροντούσε ένα ηχείο στην μία γωνία. Σε μία άλλη γωνία, μεθοδικά προετοίμαζε ένας άνδρας έναν μεγάλο γύρο κεμπάπ. Ένας πλουμιστός καναπές ήταν στημένος στο πιο ευδιάκριτο σημείο του δωματίου· είδος θώκου για το νιόπαντρο ζευγάρι.
Ο γαμπρός έκανε μπαμ αμέσως από το στιλάτο ντύσιμο, το καλοτριμαρισμένο μουστάκι, και τα φινετσάτα ηλιογυάλια. Η νύφη… Δεν κατάλαβα τελικά εάν είχε καταφτάσει ακόμη. Μού έδοξε έλεγαν πως ήταν εκείνη η μαντιλωμένη γυναίκα που προσωπικά υπέθεσα ότι θα ήταν η πεθερά, αλλά δεν ήθελα να επιμείνω για διευκρινίσεις, φοβούμενος να μην προσβάλω άθελα.
Όλοι έδειχναν εκ βάθους ένθοες από την αναπάντεχη προσθήκη των δύο μας στην λίστα των καλεσμένων, τραβοκοπώντας μας στον χορό και βγάζοντας διαδοχικές σέλφι… όλοι εκτός από την γριά που πρέπει να ήταν η μητριάρχις…
Φαινόταν δυσαρεστημένη από την στιγμή που μπήκαμε και ανυπόμονη για να μας ξεφορτωθεί· απέφευγε σχολαστικά τον φακό και νουθετικά πάσχιζε να λογικεύσει τους απογόνους της. Ίσως ένιωθε ότι διεκωμωδείτο η σοβαρή υπόθεση της διαιώνισης του αίματός της. Πρέπει να είχε απαυδήσει όταν εν τέλει έβαλε τις φωνές και ανάγκασε την κλήρα της να μας διώξει ευγενικά. Ευχηθήκαμε βίον ανθόσπαρτον και αποχωρήσαμε.
Οι φίλοι μας τότε μας οδήγησαν σε ένα παραπλήσιο αρχοντικό του 18ου αιώνα. Διέθετε εσωτερική αυλή με περιμετρικό εξώστη και περίτεχνες αψίδες. Αν και ξεθωριασμένοι, οι τοίχοι ήταν βαμμένοι στο χαρακτηριστικό μπλε-ηλεκτρίκ χρώμα της πόλης. Ένα πέτρινο σιντριβανάκι και διάφορα ζαρίφικα αντικείμενα εποχής έκειντο αναγύρω. Παρότι ακατοίκητο, το σπίτι ήταν γενικά σε καλή κατάσταση. Ήταν το ιστορικό οικογενειακό του τύπου με τον κήπο, το οποίο — πιθανώς λόγω έλλειψης κληρονόμων — χρησιμοποιούσε τώρα μόνος ως αποθήκη και εργαστήριο.
Ευχαριστήσαμε τους οικοδεσπότες μας για την άψογη ξενάγηση και συνεχίσαμε την μοναχική μας βόλτα προς άλλες γειτονιές… Περάσαμε από αρκετές κατεδαφισμένες εξ αυτών· ζεστάναμε τις καρδιές μας δεχόμενοι την φιλοφροσύνη πολλών ηρωικών ντόπιων· και ύστερα απαντήσαμε τον άνθρωπο εκείνο που με άφησε με της ημέρας την συναισθηματικότερη ανάμνηση…
Σε μία διάπλατη, σκονισμένη, έρημη οδό, ανάμεσα σε στοίβες ερειπίων και απολεσθέντα ανθρώπινα υπάρχοντα, στεκόταν μία σωσμένη οικοδομή. Οι κολόνες και οι δοκοί ήταν στην θέση των, αλλά τα περισσότερα δάπεδα και οι τοίχοι έλειπαν. Από το σύμφυρμα θρυψάλων δομικών υλικών που ήταν σκόρπια στο ισόγειο, διεχέετο στον δρόμο μία θλιβερή μελωδία. Η περιέργεια μας είλκυσε στην πηγή της.
Παρήγετο από έναν νεαρό άνδρα. Ιστάμενος ασάλευτος και μόνος πάνω στα συντρίμμια, κινούσε μόνο τις φωνητικές του χορδές για να ψάλλουν κλαψουριστικά κάτι που έφερνε σε είδος ελεγείας. Έμοιαζε παντελώς ξεκομμένος από την πραγματικότητα. Δεν αναδεύθηκε σπιθαμή αντιδρώντας στην άφιξή μας. Αμφιβάλλω αν είχε καν προσέξει την παρουσία μας μπροστά στους οφθαλμούς του. Εξακολούθησε μόνο να μέλπει λέξεις θρηνητικές που της σημασίας των η εικασία μού διέρρηξε την καρδιά.
Ο ήλιος είχε πάρει κάθοδο, και το γεύμα ήταν μακράν καθυστερημένο. Η γαστρονομία σε μία αραβική πόλη κανονικά αποτελεί κατάλληλη περίσταση βιώματος του παραδόξου της επιλογής, αλλά εδώ συνιστούσε το τέλειο παράδειγμα σπανιότητας. Τα ημιλειτουργούντα φαγάδικα στην Παλαιά Πόλη κυριολεκτικά μετριόνταν στα δάχτυλα. Μετά από μία γρήγορη μάσα σε ένα εξ αυτών, κινήσαμε πίσω προς την γέφυρα που είχαμε διασχίσει το πρωί.
Αντί να επιστρέψουμε από τον ίδιο δρόμο, είπαμε να εκμεταλλευτούμε το απομένον ημερήσιο φως και να επεκτείνουμε τον εξερευνητικό μας περίπατο μέσω της επομένης γέφυρας.
Η διαδρομή περνούσε από μία στεγασμένη δημοτική αγορά. Σε προηγούμενες, ειρηνικές εποχές, πρέπει να ήταν ολόγιομη με ανθρώπους. Ακόμη και τώρα, δεν την έλεγες εγκαταλελειμμένη. Φρέσκα ψάρια και λοιπά φαγώσιμα πωλούνταν στους λίγους διασκορπισμένους πάγκους. Κάποια μικρά τεϊοποτεία καταλαμβάνονταν από συντροφιές αδρανών ηλικιωμένων.
Μία από αυτές τις παρέες μας κάλεσε για τσάι. Τα παλικαράκια που μας σέρβιραν τα διασκέδασε ιδιαίτερα η παρουσία μας — και ιδίως της κοπέλας μου. Όπως πιθανότατα γνωρίζετε, γυναίκες — πόσο μάλλον ξανθές και αμαντίλωτες — συνήθως δεν απαρτίζουν μέρος της πελατείας ενός αραβικού τσαγάδικου. Καημένη Σόφη, προσβλήθηκε ελαφρώς όταν μισοαστεία τής ζήτησαν να πλύνει τα πιάτα για λογαριασμό των.
Αφήνοντας το παζάρι, βρεθήκαμε σε έναν ακόμη γκρεμισμένο μαχαλά. Μας προσείλκυσε μία ασυνήθως μεγάλη συνάθροιση ανθρώπων μπροστά σε ένα διαλυμένο οικοδόμημα. Απεδείχθη ήταν ένα κινηματογραφικό συνεργείο από το Κουρδιστάν, εργαζόμενο σε κάποιο είδος πολεμικής ταινίας. Γύριζαν μία σκηνή στην ταράτσα αυτού του κτιρίου και μας προσκάλεσαν επάνω να ρίξουμε μια ματιά.
Βηματίζοντας σαν εκείνους τους Κορεάτες στην προτελευταία δοκιμασία στο Παιχνίδι του Καλαμαριού, προσεκτικά ανεβήκαμε τις τρεις-τέσσερις σειρές ετοιμόρροπων σκαλοπατιών μέχρι την κορυφή. Τα μέλη του συνεργείου ήταν απασχολημένα με τον εξοπλισμό των. Δύο αγόρια στέκονταν δίπλα στο χείλος και επανειλημμένα προσποιούνταν έναν καβγά για την κάμερα, ενώ μία μαντιλοφορούσα γιαγιά όκλαζε απαθώς παραδίπλα. Η απαλόφωτη θέα του Τίγρη και του αχανούς περιβάλλοντος ρημαδιού ήταν συγχρόνως εντυπωσιακή και οδυνηρή.
Πάλι κάτω, ξαναπιάσαμε το βορέηνδε σεργιάνι κατά μήκος της δυτικής όχθης του ποταμού. Αυτή η συνοικία ήταν μακράν η χειρίστως πληγείσα που είδαμε σε όλη την πόλη· ολωσδιόλου ισοπεδωμένη. Ελάχιστα έστεκαν απομεινάρια τοίχων, προεξέχοντα από μία απέραντη διαδοχή λοφίσκων ερειπίων. Την θάλασσα αυτήν των κτιριακών θρυμμάτων εγκατέσπειρε ένας αχταρμάς προσωπικών αντικειμένων, όπως ξεσκισμένα ρούχα, παπούτσια, στρατιωτικά σύνεργα, παιχνίδια, και ανθρώπινα οστά.
Ο τόπος πρέπει κάποτε να έσφυζε από ζωή, αλλά τώρα εστερείτο τής τελείως. Ο μοναδικός άνθρωπος με τον οποίο εκεί διασταυρωθήκαμε έτυχε να είναι και ο καλύτερος ομιλητής της αγγλικής γλώσσας που συναντήσαμε καθ’ όλην την διάρκεια της παραμονής μας στην πόλη…
Ένας μπάρμπας με παραδοσιακή αραβική φορεσιά μας εντόπισε αποπέρα και όρμησε σκόπιμα προς το μέρος μας. Ήταν συνταξιούχος δάσκαλος. Τον ενθουσίασε η θέασή μας και η ευκαιρία να επιστρατεύσει την γλωσσική του δεξιότητα. Καθώς μας συνόδευσε σε μία μικρή περιήγηση της περιοχής, εξέφρασε πιο εύγλωττα από κάθε άλλον τις συλλογικές διαμαρτυρίες και κατηγορίες των συμπολιτών του για την τραγική μοίρα της πόλης. Δυστυχώς, κατέληξε με μία παράλογη θεωρία συνωμοσίας, ισχυριζόμενη ότι η καταστροφή προσχεδιάστηκε εσκεμμένα από έναν σατανικό συνασπισμό της Δύσης, του Ισραήλ, και του Ιράν!
Εν τέλει, μας άφησε για να πάει στον δρόμο του, και συνεχίσαμε κι εμείς μόνοι στον δικό μας διαμέσου της κατεστραμμένης γειτονιάς. Ένα καταλυτικό εμπόδιο προς την ανάληψη αποφασιστικών προσπαθειών ανοικοδόμησης ήταν η ολοκλήρωση ενός ουσιαστικού αλλά αποθαρρυντικού, προπαρασκευαστικού έργου: της αποναρκοθέτησης της πόλης.
Σε μία χαρακτηριστική επίδειξη των μικροπρεπών, απεχθών, ρηπαρών, δειλών των εσωτερικών εαυτών… πριν την κοπανήσουν μουλωχτά, αυτοανατιναχθούν, ή οτιδήποτε άλλο μπορεί να έκαναν… οι ιεροί πολεμιστές φρόντισαν να τους θυμούνται για πολύν ακόμη καιρό, παγιδεύοντας όλη την ερειπωμένη πόλη με εκρηκτικά, συχνά κρυμμένα μέσα σε αρκουδάκια και τέτοια πράγματα.
Ακόμη και μέχρι σήμερα, θανατηφόρα εκρηκτικά ατυχήματα συμβαίνουν τακτικά. Δεν ήταν καλή ιδέα να ξεμακρύνω από τον δρόμο στα ερείπια, αλλά δεν είχα κατουρήσει ολημέρα· ήταν είτε αυτό είτε το παντελόνι μου. Προσέχοντας το κάθε μου βήμα, προχώρησα αργά πάνω στα μπάζα και κατερριχήθην σε έναν κρατήρα έκρηξης, όπου μπορούσα να ανακουφιστώ εκτός κοινής θέας — Αναλογίστηκα ότι, αφού κάτι είχε ήδη ανατιναχθεί εκειμέσα, ήταν μικρή η πιθανότητα να παρέμενε κάτι άλλο ανανατίναχτο.
Τότε ήταν που άκουσα την φωνή της Σόφης να απαντάει στην φωνή κάποιου αγνώστου άνδρα εκειέξω. Και σαν επανεμφανίστηκα υπέρ του χείλους της γούβας, αντίκρισα έναν περιπολούντα στρατιώτη να με ψάχνει. Νόμιζε ότι απλώς έβγαζα φωτογραφίες και ήταν εντάξει με αυτό. Μόνο με προειδοποίησε περί του κινδύνου που γνώριζα ήδη και μού συνέστησε να μην ξαναβγώ από τους δρόμους· δεν θα είχα εξαρχής, ούτως ή άλλως, εάν δεν ήταν τόσο επείγον.
Κατ’ ολίγον ελαφρύτερος, αφήσαμε την όχθη και μπήκαμε σε μία σχετικά ευδιατήρητη, κατοικημένη συνοικία. Οι πρώτοι άνθρωποι που πετύχαμε ήταν τρεις στρατιώτες που επάνδρωναν ένα μπλόκο.
Μας έθεσαν υπό κράτηση, μάς πήραν τα διαβατήρια, έφεραν δύο σκαμπά, και μας άφησαν να περιμένουμε στην άκρη του δρόμου. Αρχικά, νόμιζα μας κρατούσαν μόνο για να σκοτώσουν την ανία, ως συμβαίνει συχνά σε αυτήν την χώρα. Αλλά απεδείχθη ότι, όπως και οι προηγούμενοι, πρέπει να υπέθεσαν πως είχαμε χαθεί και χρήζαμε βοήθειας. Μετά από μισή περίπου ώρα απραγίας, ένας αγγλόφωνος περαστικός ερμήνευσε ότι απλά κατευθυνόμαστε προς την γέφυρα, σκοπεύοντας να περάσουμε απέναντι στο ξενοδοχείο μας. Αν και ακόμη εκπεπληγμένοι από την τόλμη μας, μάς επέτρεψαν να συνεχίσουμε μετά χαράς.
Η γέφυρα δεν ήταν ιδιαίτερα φιλική προς την πεζή κυκλοφορία. Όχι δα ότι περίμενα να είχε λωρίδες πεζοπορίας και ενδεχομένως κερματοδόχα τηλεσκόπια, μα ήλπιζα ότι τουλάχιστον θα υπήρχε κάποιο είδος κλιμακοστασίου για να συντομεύσει τον επιπλέον δρόμο δύο χιλιομέτρων διά του πλησιέστερου αυτοκινητιστικού κόμβου. Και πράγματι, κάτι τέτοιο υπήρχε, αν και όχι ακριβώς το που φανταζόμουν.
Χρειάστηκε να χρησιμοποιήσουμε μία ξεχαρβαλωμένη ξύλινη σκάλα για να ανέβουμε τα πρώτα πεντ’-έξι κάθετα μέτρα της πέτρινης βάσης του ακροβάθρου και ύστερα να ερπύσουμε επί ενός απότομου αναχώματος, αλλά φτάσαμε στο κατάστρωμα μια χαρά.
Η κίνηση ήταν σχετικά συνεχής, έστω και κατά πολύ αραιότερη απότι το πλάτος της γέφυρας υποδήλωνε πως προβλεπόταν να ικανοποιεί. Το οδόστρωμα ήταν σπασμένο, μάλλον βομβαρδισμένο, σε δύο διαφορετικά σημεία. Είχαν εγκαταστήσει φορητές στρατιωτικές γέφυρες για να μπαλώσουν προσωρινά τα κενά. Αυτές ήταν οριακά πλατιές για να χωρέσουμε στην μία πλευρά και να περάσουμε ξυστά από τους καθρέφτες των διερχομένων αυτοκινήτων, τω μεταξύ ανταποδίδοντας τους χαιρετισμούς των οδηγών που δεν πίστευαν στα μάτια των. Ένα μικρό κατασκευαστικό συνεργείο που δούλευε για κάποια μονιμότερη λύση ήταν το μοναδικό του είδους του που είδα στην πόλη.
Στην άλλη πλευρά, μία τρανταχτή αντήχηση έπνιξε τον διαλείποντα βόμβο των κινητήρων. Προερχόταν από μία στήλη ογκωδών ηχείων έξω από έναν χώρο εκδηλώσεων υπό την γέφυρα. Κάποιας λογής μεγάλη εορτή ελάμβανε χώρα. Μπορεί να ήταν γάμος· εάν όντως, σημαντικά ευπορότερος από τον που παρακολουθήσαμε νωρίτερα.
Ίσαμε μια-εκατοστή γηραιότεροι άνδρες, ντυμένοι στις επίσημές των κελεμπίες, κάθονταν γύρω από μία σκηνή, όπου νεαρότεροι άνδρες εκτελούσαν εκστατικούς ομαδικούς χορούς, ενώ μικρά αγόρια έτρεχαν και έπαιζαν ξέφρενα αναγύρω. Εάν αναρωτιέστε πού ήταν το αντίθετο φύλο, αναρωτιέμαι κι εγώ. Οι γηραιοί μάς μειδιούσαν σεμνά από τις θέσεις των, ενώ οι νεαροί ζητωκραύγαζαν και μάς χειρονομούσαν με ζήλο να κατέβουμε. Θα μού άρεσε να ρίξω μία κοντινότερη ματιά στην εκδήλωση, αλλά αυτό θα συνεπήγετο είτε πολύ περπάτημα είτε μια-δεκαπενταριά μέτρα σάλτο κάτω από την γέφυρα (εδώ δεν είχε σκάλα).
Συνεχίσαμε μπρος, πέρα από την βουή, και πήραμε σιγά-σιγά να κατηφορούμε μία από τις μακριές, καμπύλες ράμπες της γέφυρας. Η κίνηση εκεί ήταν ελάχιστη, μόνο σποραδικά διακόπτουσα την περιβάλλουσα ησυχία. Ο ήλιος έδυε υπέρ του ανώμαλου αστικού ορίζοντα της κατεστραμμένης πόλης και προσέδιδε τις θερμότερες των χροιών στο κυρίαρχο αμμοκαφετί του εδάφους. Μαζί με την παρούσα ημέρα, οι εμπειρίες μας στην Μοσούλη έφταναν στο τέλος των.
Είχε σουρουπώσει σαν επιστρέψαμε στο ξενοδοχείο, όπου συναντήσαμε εκείνον τον Αμερικανό ταξιδιώτη και τον οδηγό του, με τους οποίους αρχικά είχαμε γνωριστεί προ ολίγων ημερών στην Βαγδάτη. Δειπνήσαμε παρέα και πέσαμε νωρίς για ύπνο. Χαράματα, αναχωρήσαμε όλοι μαζί πίσω προς το Κουρδιστάν, αποχαιρετώντας αυτήν την ταλαίπωρη αλλά εμπνευστική πολιτεία, η οποία, ως καμένο δάσος, φυσικά πρόκειται με τον καιρό να αναγεννηθεί, γονιμοποιημένη από την διαρκώς αναζωογονούσα δύναμη της ανθρώπινης ελπίδας.
Φωτογραφικό λεύκωμα
Δες (και αν θες χρησιμοποίησε) όλες μου τις φωτογραφίες από την Μοσούλη.