Με-το-που ανέτειλε εκείνο το πρωί ο ήλιος πάνω από την Υποήπειρο, αναγκάζοντάς με να ξεσφαλίσω τα νυσταγμένα μου μάτια, αυτό που αντίκρυσα ήταν κάτι το ολότελα διαφορετικό από εκείνο που απεχαιρετούσα κατά την δύση της προηγουμένης, όταν μόλις είχα επιβιβαστεί σ’ εκείνο το κειμηλιακό λεωφορείο στην Βομβάη και αφήναμε πίσω μάς την πράσινη και βροχερή γη της Μαχαράστρας. Είχαμε πλέον εισχωρήσει στο Ρατζαστάν και διεσχίζαμε τις απέραντες, επίπεδες, αμμουδερές παρυφές της Τάρης, της Μεγάλης Ινδικής Ερήμου. Δεν επήρε ώρα πολλή ακόμη, και είχαμε αφιχθεί στον προορισμό μας: την αρχαία πόλη της Ουδαϊπούρης.
Κατεβαίνω το λοιπόν από το λεωφορείο, δεν πρόλαβα να τεντωθώ καλά-καλά, και μ’ εκοντοσίμωσε εκείνος ο τυπάς εκτελών χρέη κράχτη για λογαριασμό του ιδίου του ξενοδοχείου. ‘Ηταν ομολογουμένως καλότροπος και αρκετά διακριτικός για Ινδός κράχτης. Προσεφέρθη να μού ενοικίασει ένα – κατά την περιγραφή του – ευπρεπές δωμάτιο για τρία περίπου ευρώ την ημέρα, εξού και, αφού συν αυτώ θα με κατέβαζε και δωρεάν στην πόλη, δεν αρνήθηκα να τον ακολουθήσω και να ρίξω μια ματιά. Όντως, τα πράγματα δεν απείχαν πολύ απ’ ότι μού τά ‘χε παρουσιάσει. Το δωμάτιο ήταν κομψούτσικο, το νερό έτρεχε, και ακόμη και το διαδίκτυο εφαινόταν να ψιλολειτουργεί. Εβολεύτηκα λοιπόν, άφησα τον τύπο να βγει και να συνεχίσει το πελατοκυνήγι του, και ανέβηκα στην καλλίθεη ταράτσα· όπου έμελλε να περνάω σημαντικά διαστημάτα των ακολούθων ημερών συγχρωτιζόμενος, συν τοις λοιποίς θαμώνεσι, με τα μέλη του προσωπικού εκείνου του ξενοδοχείου.
Αυτό απετελείτο από ένα τσούρμο πιτσιρίκων για όλα τα θελήματα – κανενός εκ των οποίων το αγγλικό λεξιολόγιο δεν υπερέβαινε τις δέκα λέξεις – και τον διαχειριστή τον Σάντα. Ο Σάντας ήταν ένας μικροκαμωμένος, σκουρόχρωμος με πρασινίζοντα μάτια τυπάκος γύρω στα 45. Θαρρώ πρέπει να εδούλευε όλην του την ζωή με τουρίστες, μιας-και εμιλούσε καλά αγγλικά, καθώς και αξιοπρεπή ισπανικά. Είχε μία γυναίκα («μία» όχι για άλλον λόγο εξόν οικονομικό – η πολυγαμία θαρρώ σ’ εκείνα τα μέρη είναι γενικά αποδεκτή) και δύο παιδιά 16 και 18 ετών· τους οποίους απορώ πότε έβλεπε, αφού το χωριό του θα ήταν και μισή μέρα ταξίδι έξω απ’ την Ουδαϊπούρη, και για όσο ήμουν εκεί πέρα ζήτημα να άφησε το ξενοδοχείο και για μίαν ώρα συνεχή – κι αύτο για δουλεύσεις.
Εκτός από την ολιγόλεπτη πρωινή γιόγκα που τον επετύχαινα να εξασκεί κάθε χάραμα στο παταράκι του ημιορόφου, δεν έκανε τίποτε άλλο εκτός απ’ το να δουλεύει. Όταν λέω «δουλεύει», βεβαίως, μην το παίρνετε δα και τοις μετρητοίς. Ήταν ο διαχειριστής· εργαζόταν με ποσοστά και δεν του έπεφτε και κανένα χρέος ιδιαιτέρως κοπιαστικό. Τα καθήκοντά του περιωρίζονταν στο να χώνει τα τσιράκια στην δουλειά και, κυρίως, στο να ψήνει τους πελάτες να ξοδεύσουν το δυνατόν περισσότερα. Ως προς το δεύτερο, το μόνο που εχρειαζόταν να κάνει ήταν να στρογγυλοκάθεται στην ταράτσα, ανάμεσα στους τουρίστες, και ν’ αναμένει κάθε ευκαιρία που θα παρουσιαζόταν να επιστρατεύσει το μπλαμπλά και τις παρακινητικές του ικανότητες προς επίτευξη και του ελαχίστου επιπλέον κέρδους.
Παρότι σίγουρα όχι κοπιαστικό μεν, το καθήκον του αυτό μην φανταστείτε δε πως ήταν και εύκολο. Ο δύσμοιρος εβασανιζόταν από οξείες αγχωτικές διαταραχές. Μία ψυχοβόρα αγωνία κερδομανίας εσιγόδαγκάνιαζε τα σωθικά του, συννέφιαζε τις ημέρες του και – είμαι βέβαιος – εστοιχείωνε τα όνειρά του. Σαν θα έσκαγα μύτη στην ταράτσα, θα μ’ εζύγωνε διστακτικά, και προσπαθώντας να δείξει αδιάφορος θα με ερωτούσε εάν ήθελα κάτι απ’ την κουζίνα: καφέ; μπύρα; πεινάς μήπως; Επ’ αποκρίσεως αρνητικής εστραβομουτσούνιαζε, και μία πικρή απογοήτευση εζωγράφιζε τα μάτια του, σε αυτόματη αντίδραση· επί καταφατικής, διωγκόνονταν οι κόρες του, εστραφτοβολούσαν οι ίριδες, εταλαντεύονταν οι κρίκοι που έφερε στ’ αφτιά από ένα απότομο τίναγμα του κεφαλιού του, και σε χρόνο μηδέν έβαζε φωνή στο διαθεσιμότερο από τα αγόρια να τρέξει να ψωνίσει – ούτε αβγά δεν είχαν ποτέ.
Αυτό που τον ανησυχούσε βαθύτερα πάντως, δεν ήταν τα του ξενοδοχείου αλλά τα εξωτερικά, πιο προσοδοφόρα γι’ αυτόν θελήματα. Πραγματικά, δεν νομίζω να υπήρχε κάτι που εδύνατο να ευρεθεί σ’ αυτήν την πολή και ο Σάντας δεν μπορούσε να το κανονίσει. Τι να ήθελες… οιαδήποτε τουριστική υπηρεσία; εισιτήρια; χρυσάφι και κοσμήματα; αφορολόγητα τσιγάρα; αφορολόγητο, σπιτικό οινόπνευμα; χόρτο και μαύρο…; Ο Σάντας θα το εκανόνιζε! Σαν τού έκανες λόγο για κάτι τέτοια, θα έβαζε μονομιάς μπρος τις άκρες του και θα περίμενε εγγύς σού καρτερικά με το τηλέφωνο στο χέρι, η προσμονή και η απαντοχή να κυριεύουν την φυσιογνωμία του, μέχρι να περατωθεί η μπίζνα.
Όπως τότε που τού εζήτησα να μού κανονίσει ένα εισιτήριο: Κάμποσες ώρες περίμενε στο διπλανό μού τραπέζι, χτυπώντας νευρικά τα δάχτυλά του σ’ αυτό και τα πόδια του στο πάτωμα, μέχρι που εκουδούνισε το τηλέφωνο. Ήταν ο πράκτορας. Αφού έληξε η κουβέντα, επήρα να χαζεύω κάποιες μαϊμούδες που έκαναν ακροβατικά λίγες ταράτσες πιο πέρα, προσποιούμενος δήθεν αδιάφορος, ενώ ακρομάτιαζα την κάθε του συμπεριφορά. Εβημάτισε διστακτικά προς το μέρος μου κι επήρε να στέκεται πάνω απ’ το κεφάλι μου αγχωμένος και περισυλλογισμένος για το διάστημα καμπόσων αναπνοών. Μπορούσα και άκουγα τις αγκομαχούσες του ανάσες να επιταχύνουν και να βαθαίνουν σταδιακά, μέχρι που ερούφηξε μια γιομοπνευμονιά και… «460!»· προέφερε κατά την εκπνοή, με φωνή τρεμάμενη μεν, δυνατή και αποφασιστική δε. Εστράφην τότε κι εγώ προς το μέρος του, σάμπως ξαφνιασμένος, και είδα τον να με ξανοίγει μεσ’ στην αγωνία, με δύο σταγόνες ιδρώτα ν’ αργοκυλούν επ’ αμφοτέρων των κροτάφων του. Παρόλο που γενικά – από χόμπι πρωτίστως – αρέσκομαι το παζαρεύεσθαι, έτσι που τον αντίκρυσα τον κακομοίρη δεν μού έκανε καρδιά παρά να συμφωνήσω αμέσως.
Απ’ όλους τους νενέκους, ήταν ένας, ο αρχινενέκος πες τον, ο Μουκές. Ήταν ένα κοντούλικο, πονηρομούρικο, αχνομούστακο αγόρι 23 ετών. Εν αντιθέσει με τον Σάντα, ήταν πολύ χαλαρός τυπάκος. Κατά κάθε παραγγελία του Σάντα θα εκινούσε να τελέσει το θέλημα πάντοτε σιγά-σιγά και στοϊκά· ενώ στο πρόσωπό του έβλεπε κανείς ξεκάθαρα πως ήταν στην κοσμάρα του και καρφί δεν τού εκαιγόταν για το ξενοδοχείο. Επίσης, ήταν ο μόνος από τα αγόρια που το αγγλικό του λεξικό υπερέβαινε τις δέκα λέξεις· θα ήταν ίσα και με σαράντα· ακόμη και εξήντα εάν μετρήσουμε και κάποιες που προέφερε στο περίπου και μπορούσες να μαντεύσεις με μία δόση διαίσθησης.
Αυτό είχα την ευκαιρία να το διαπιστώσω μόνο όταν, αργά τις νύχτες, ανέβαινα στο υπερτάρατσο (την οροφή της κουζίνας που ήταν ένα δώμα επί της κυρίας ταράτσας)· αφού τα λόγια του εν γένει ήταν πολύ μετρημένα μπροστά στον Σάντα. Τον επετύχαινα εκεί συχνά να την πίνει στην ζούλα, αφότου ο Σάντας επήγαινε για ύπνο. Αράζαμε ‘κει πάνω, τού επερνούσα καμμια τζούρα απ’ το δικό μου, μού εγυρνούσε κι αυτός το δικό του, και καθόμασταν να θωρούμαι την σκοτεινή πολιτεία και να ακούμε την γυφτορατζαστάνικη μουσική που εσιγόπαιζε στο κινητό του. Καλό μαγκάκι ο Μουκές. Τού άρεσε να μού δείχνει στο κινητό του φωτογραφίες την οικογένεια, το χωριό και την γκόμενά του. Κατάφερε να μού εξηγήσει πως έχει έξι χρόνια που δουλεύει στο ξενοδοχείο. Μαζεύει σιγά-σιγά ένα κομποδεματάκι, σκοπεύοντας να παντρευτεί σύντομα· και πως αργότερα σχεδιάζουν με έναν φίλο του ν’ ανοίξουν ένα μικρό εστιατόριο. Καλή του τύχη.