Κατάμαυρος ήταν ο ουρανός και ένα ανιαρό ψιλόβροχο έπεφτε όταν, περασμένα μεσάνυχτα, η πτήση μου απ’ το Χονγκ Κονγκ εύρισκε επιτέλους έδαφος στο λειψώς φωτισμένο, ως ερημωμένο, αεροδρόμιο Τσατραπάτι Σιβάτζι της Βομβάης. Η υποψία που διεπερνούσε το μυαλό μου: ότι δηλαδή εκείνος ο τύπος από το πανδοχείο που είχα κάνει κράτηση, που υπετίθετο θα προσερχόταν να με παραλάβει, δεν προέκειτο να φανεί, απεδείχθη ορθότατη· αφού σαν εξήλθα του αεροδρομίου δεν αντίκρισα παρά καμπόσους ξεκάρφωτους τουρμπανοφόρους Ινδούς, λίγους σοβαροφανείς, βαρέως οπλισμένους στρατιώτες να πηγαινοέρχονται πομπωδώς πέρα-δώθε, και ένα σκυλολόι από ταρίφες που μού την έπεσαν μονομιάς να με κατεβάσουν στην πόλη. Προεχώρησα κάτι λίγο παραπέρα από το κτίριο του τερματικού και, ως το περίμενα, επέτυχα ένα τσούρμο τουκτουτκτζήδες, με έναν εκ των οποίων σύντομα συνεφώνησα τιμή να με κατεβάσει στον προορισμό μου. Θα επήρε ένα δίωρο πάνω-κάτω γυροφοράς ανά το χαοτικό σύστημα των καταλακουβιασμένων σοκακίων της συνοικίας Τσακάλα, μέχρι που εν τέλει απαντήσαμε εκείνον τον τύπο ν’ ανεμίζει το χέρι και να φωνάζει κάτι στα μαράθικα τού οδηγού. Ήταν ο Μπάντης ο ξενοδόχος· ο πρώτος στην σειρά εκείνων των τόσο κωμικογραφικών, μισόμουρλων ξενοδόχων που μού έμελλε να γνωρίσω σ’ αυτήν την χώρα.
Το πανδοχείο ήταν στην ουσία ένα μεγαλούτσικο διαμέρισμα στον πρώτο όροφο μίας παρακμιακής, μισοετοιμόρροπης πολυκατοικίας. Απετελείτο από ένα σαλόνι, μια κουζινούλα/καπνιστήριο, δύο δυσώδη αποχωρητήρια, ένα μπάνιο, και τρία υπνοδωμάτια μετατρεφθέντα σε δορμιτόρια. Εκτός από τον Μπάντη ήταν κι εκείνος ο μουστακαλής μπάρμπας που μονίμως ευρισκόταν εντός του διαμερίσματος. Ο ρόλος που εβαρούσε εκεί πέρα, ποίος ακριβώς να ήταν δεν μπορώ να εικάσω· σίγουρα πάντως όχι εκείνος του εργαζομένου. Εφόσον κανείς θεωρεί το κοιμάσθαι ως απραγία, τότε ο μπάρμπας δεν έκανε απολύτως τίποτε. Πραγμάτικα, δεν θυμάμαι να έχω ξαναπετύχει άνθρωπο να κοιμάται τόσο πολύ. Σε κάποιο ελεύθερο κρεβάτι, όταν υπήρχε, αλλιώς είτε στον καναπέ είτε στρωματσάδα στο σαλόνι, πάντοτε τον έβλεπα τον μπάρμπα με ωτοασπίδες κι ένα μαντήλι δεμένο στα μάτια να κοιμάται του καλού καιρού. Στις ελάχιστες περιπτώσεις, πάλι, που θα τον επετύχαινα ξυπνητό, είτε θα καθόταν προσκολλημένος μπροστά στην τηλεόραση να βλέπει μπόλιγουντ και να γελάει, είτε θα έκοβε βόλτες πέρα-δώθε από τοίχο σε τοίχο· ενώ κάθε που με απαντούσε θα μού επετούσε και κάποιον λόγο γελαστός στα μαράθικα, σάμπως να καταλάβαινα. Όσο για τις δουλειές, τώρα, του πανδοχείου, όλες απέμεναν στον δύστηνο τον Μπάντη…
Και δεν ήταν και λίγες! Το τι τραβούσε ο κακομοίρης δεν λέγεται! Το πανδοχείο ήταν σχεδόν συνεχώς γεμάτο: 20-25 άτομα. Κρεβατοστρωσήματα, καθαρίσματα, μαγειρέματα, πληροφορίες, παραγγελίες, λογιστικά… έτρεχε και δεν έφτανε ο Μπάντης. Αλλά το χειρότερο ήταν που δεν εύρισκε και ποτέ ησυχία να κοιμηθεί. Της πουτάνας εγινόταν κάθε νύχτα στο πανδοχείο, που κατά τις οποίες νυχτερινές ώρες μετετρέπετο σε κέντρο διασκέδασης. Επέστρεφαν οι ως επί το πλείστον 18-20άρηδες Άγγλοι – από δαύτους που πάνε και στα Μάλια – θαμώνες από τα μπαρόκλαπμπα, άδειαζαν τα μπυρομπούκαλα και τις φιάλες το φθηνό ινδικό ουίσκι κατά διαδοχή· από φασαρία η χλαπαταγή κατέληγε σε πανζουρλισμό· και ο λιγδερός εξαεριστήρας της κουζίνας εδούλευε ασταμάτητα στο τέρμα παλεύων να εξάγει τα πυκνά χασισοντουμάνια, χωρίς αξιοσημείωτα αποτελέσματα. Τον Μπάντη, εν τω μεταξύ, θα τον έβλεπες πού-και-πού να τριγυρνάει νευρικός με μάτια κατακόκκινα απ’ την αϋπνία. Ο μπάρμπας, πάλι, δεν καταλάβαινε χριστό. Συμβροντίες κανονοβολισμών να εβαρούσαν στο πλάι τού, χαμογελαστός θα εκοιμόταν ακόμη.
Παρά τις παιδωμές του πάντως, ο Μπάντης, διετηρούσε χαρακτήρα. Άυπνος-ξεάυπνος, κάθε πρωί τον έβλεπες με το μαλλί στην πένα χτενισμένο και επιμελώς λαδωμένο· τα πετροσκουλάρικα υαλισμένα και άψογα κεντραρισμένα στους λοβούς του· το πρόσωπο και τις δύο κοψιές στο αριστερό του φρύδι φρεσκοξυρισμένα· και την χρυσή καδένα να χύνεται ανέμελα πάνω απ’ το αμάνικο, ξώωμο, κολλητό πάντοτε φανελάκι. Ήταν, πώς να το πούμε… τύπος γεννημένος για πρωταγωνιστής ινδικής σαπουνόπερας.
Τα μεσημεράκια, την μόνη ώρα της ημέρας που θα εύρισκε περιοδικά λίγες στιγμές γαλήνης, τον συνελάμβανα σε κάποιες φάσεις βυθισμένο στην οίησή του… Το δίχως άλλο, η μέρα εκείνη δεν θ’ αργούσε που η ζωή του θα άλλαζε! Κάποια στιγμή, αργά ή γρήγορα, όλο και κάποια από αυτές τις ξανθιές, ψηλές Ευρωπαίες πελάτισσές του θα τον ερωτευόταν σφοδρώς. Ο πάμπλουτος πατέρας της νύφης θα επλήρωνε τον αρχοντικό ινδικό τους γάμο, όπου πολλά εκατομμύρια θα ξοδεύονταν και όλο του το σόι θα παρευρισκόταν και θα τον εκαμάρωνε, ενώ οι φίλοι του όλοι και οι γνωστοί θα έσκαγαν από την ζήλεια τους και θα έλεγαν «είδες ο Μπάντης!». Ύστερα θα επήγαιναν μαζί στην Ευρώπη όπου θα εζούσαν ζωή και κότα. Κανείς από τους δυο τούς δεν θα δούλευε· τα πεθερικά θα ανελάμβαναν τα έξοδα. Η γυναίκα του θα έμενε σπίτι να πλένει και να μαγειρεύει, ενώ αυτός θα ζωοφυτούσε πασαλίδικα στον καναπέ να βλέπει μπόλιγουντ, να τρώει, και να μιλάει στο κινητό με τίποτε λεφτάδες εκπατρισμένους Ινδούς μεγαλοεμπόρους για να κανονίσουν καμμια ακριβή μπίζνα. Και τότε, ξεπετάγεται αίφνης μπρός τού ο αγουροξυπνημένος Άγγλος, ακόμη μεθυσμένος με το μποξεράκι, ελαφρογρατζουνίζοντας το αριστερό του, και τού κάνει «ε φίλε, μού κάνεις μια ομελέτα».
Μια-φορά το επάλευε· δεν έμενε μόνο στα ονειροπολήματα. Ωστόσο, προς το παρόν μάλλον πιο κοντά είχε φτάσει στο να τού λουκετώσουν το πανδοχείο. Στις λίγες ημέρες μόνο που διέμεινα εκεί πέρα, δύο ήταν τα περιστατικά με τις παρενοχλημένες, μόλις ενήλικες, τουρίστριες να εγκαταλείπουν άρον-άρον το πανδοχείο εν μέση νυκτός ωρυόμενες και απειλούσες τον με αστυνομία.