Μια-εκατοστή χιλιόμετρα νότια από την αχανή πολιτεία που στέφει το δυτικότερο ακρωτήριο της Αφρικής και λέγεται Ντακάρ, εκτείνεται μία δολιχή, υποτροπική παραλία. Περί τα είκοσι χιλιόμετρα αδιάκοπης, ψιλόκοκκης αμμουδιάς έχει ξεβράσει ο Ατλαντικός σε αυτήν την αραιοκατοικημένη ακτή. Χώρια από τα διάσκορπα, υποτυπώδη ψαροχώρια, η ακτογραμμή δεν καταλαμβάνεται παρά από ατέρμονες συστάδες φοινικοδένδρων. Πολλά θα μπορούσε κανείς να πει για αυτόν τον τόπο, αλλά δεν είναι του παρόντος. Η ιστορία αυτή αρχίζει την στιγμή που είχα βαρεθεί και θέλησα να φύγω.
Χρειαζόμουν αλλαγή περιβάλλοντος και είπα να κινήσω προς κάποια άλλη παραλία. Αυθόρμητα, επέλεξα ως προορισμό την επαρχία Casamance, στον σενεγαλεζικό νότο. Το μόνο που εκκρεμούσε να λύσω ήταν το πώς θα διέσχιζα τον μέγα ποταμό Γκάμπια και το ομώνυμο κρατίδιο που κυριαρχεί στις όχθες του…
Αυτό, υπό κανονικές συνθήκες, θα ήταν λίαν απλό εγχείρημα – δεν θα έπαιρνε παρά μία μακροτενή μέρα ταξιδιού, μέσω είτε της ακτοπλοϊκής σύνδεσης στο ποτάμιο δέλτα, είτε της γέφυρας του διαγκαμπιανικού αυτοκινητοδρόμου εκατόν-πενήντα χιλιόμετρα ανωρεματιά στην ενδοχώρα – μα έλα που οι σύγχρονες περιστάσεις δεν ήταν διόλου ομαλές…
Ήταν οι πρώτες ημέρες του 2017. Η Γκάμπια βίωνε μεγάλο κοινωνικό αναβρασμό και πολιτική αναταραχή· έκρουαν τα τύμπανα και σάλπιζαν τα βούκινα του πολέμου. Είχε αρχίσει η αντίστροφη μέτρηση για το τελεσίδικο της 19ης Ιανουαρίου εναντίον της Μεγαλειότητάς του Σεΐχη Καθηγητή Χατζή Δόκτορα Yahya A. J. J. Jammeh του Γεφυρωτή, ή νέτα-σκέτα και κατά κόσμον Τζάμε.
Ο τύπος αυτός ήταν κλασικό παράδειγμα Αφρικανού καριερίστα πολιτικού-στρατοτραμπούκου. Μετά από μία δεκαετία αλητείας και εκφοβιστικού σκαρφαλώματος αξιωμάτων στις ένοπλες δυνάμεις, ανέτρεψε τον επί τριακονταετίας προκάτοχό του μέσω πραξικοπήματος το 1994 και ανέλαβε αυτόβουλα την ηγεσία της χώρας.
Ορχηστρεύοντας προεκλογικές εκστρατείες με χρήση ελάχιστου χαρτιού αλλά πολλού ξύλου, κέρδισε τέσσερις απανωτές εκλογές, και δεν έδειχνε διατεθειμένος να βγει ποτέ στην σύνταξη.
Καθ’ όσον χρόνο του περίσσευε από την συσσώρευση ιδιωτικού πλούτου και τους βιασμούς κοριτσιών, επεδίωξε την κυβερνητική του ατζέντα· η οποία κυρίως επικεντρώθηκε σε φυλακίσεις δημοσιογράφων, αφανισμούς πολιτικών αντιπάλων, δολοφονίες μεταναστών, πυροβολισμούς φοιτητών, αποκεφαλισμούς ομοφυλοφίλων, θεραπεία του AIDS με μαγικά βοτάνια, και κυνήγι μαγισσών…
Μα τελικά τού γύρισε την πλάτη η μοίρα όταν ηττήθηκε στις τότε-πρόσφατες εκλογές του 2016.
Αυτό, βέβαια, δεν σήμαινε απαραίτητα και κάτι· κάλλιστα θα μπορούσε πρακτικά να θεωρηθεί λεπτομέρεια – Εδώ ακόμη και ο Taylor στην Λιβερία είχε επισήμως κερδίσει εκλογές με προεκλογικό σλόγκαν «σκότωσε την μαμά μου, σκότωσε τον μπαμπά μου, αλλά θα τον ψηφίσω!»… θα κώλωνε τώρα ο Τζάμε με συγκριτικά εγκλήματα νηπιαγωγείου;
Όμως οι περιπτώσεις των δύο διέφεραν σε ένα καίριο γεγονός: η Γκάμπια δεν διαθέτει αξιόλογο ορυκτό πλούτο για να πουλάει ο εκάστοτε δικτάτορας κοψοχρονιά στην Δύση και να εξιλεώνει/εξαγοράζει τις μεγάλες δυνάμεις, ούτως ώστε να συνεχίσει να πλουτίζει αμέριμνος εφ’ όρου ζωής.
Το κάθε άλλο, ο τύπος την είχε δει πολύ Ράμπο, και έκανε τα αδύνατα δυνατά όπως εξοργίσει την διεθνή κοινότητα, και ιδίως δε την μοναδική γείτονα χώρα, χρηματοδοτώντας αντάρτες εντός της επικρατείας της και εκμεταλλευόμενος το πέρασμα του ποταμού ως πολιτικό όπλο.
Ο κόμπος έφτασε τελικά στο χτένι μετά την άρνηση του Τζάμε να αποδεχθεί το αποτέλεσμα των τελευταίων εκλογών. Έτσι και, υπό την ηγεσία της Σενεγάλης και με τις ευχές της μαμάς Γαλλίας, έσφιγγαν τα στρατεύματα της Δυτικοαφρικανικής Ένωσης τον κλοιό ανά όλη την περιφέρεια της χώρας, και προετοιμάζονταν πυρετωδώς για εισβολή.
Διά τούτο κι εγώ, το λοιπόν, αντί από μία μονοήμερη διάσχιση της χώρας, ήμουν αναγκασμένος να προβώ σε μία μακρά, τετραήμερη παράκαμψή της…
Ξημέρωσε η μέρα της αναχώρησης. Φορτωθήκαμε με το φιλαράκι εκ Θεσσαλονίκης τους σάκους, και ανεβήκαμε από τον γιαλό στον δρόμο. Δεν πήρε πολλή αναμονή μέχρι που φάνηκε το πρώτο βανάκι και μας παραχώρησε ένα κομμάτι της οροφής του.
Ανέκαθεν αρεσκόμουν να ταξιδεύω στον ουρανό ενός οχήματος – έτσι που σού χτυπάει απρόσκοπτα τις παρειές το δροσερό αεράκι· και έχεις άφθονο χώρο να τεντωθείς· και ανεμπόδιστη, υπερυψωμένη θέα τριακοσίων-εξήντα μοιρών προς τα περιβάλλοντα τοπία – τουλάχιστον εφόσον η διαδρομή είναι βραχέα· από κάποιο σημείο και μετά, αρχίζει και πιάνεται ο κώλος σου στην λαμαρίνα. Ευτυχώς, εν τη προκειμένη, το ταξίδι ήταν αρκετά σύντομο. Δεν θα πήρε ένα διωράκι μέχρι που μας πέταξε στο κέντρο του Μπουρ.
Συνωστισμός και φασαρία επικρατούσαν στην παραθαλάσσια αυτή πολιτεία. Πήραμε να ελισσόμαστε μέσω του πυκνού καυσαερίου ανά τις σκονισμένες και κοσμοπλημμύριστες οδούς. Μετά από μία σύντομη στάση για σάντουιτς, αφιχθήκαμε στον λεωφορειακό σταθμό της πόλης.
Ατυχήσαμε λίγο που ήμασταν οι πρώτοι που προσήλθαμε στο επόμενο επταθέσιο της γραμμής για τον αποψινό μας προορισμό. Ως επταθέσια, ή sept-place στα γαλλικά, είναι γνωστά τα αυτοκίνητα που εξυπηρετούν τον κύριο όγκο της μεταφοράς επιβατών στην Σενεγάλη. Πρόκειται περί παλαιών, σαραβαλιασμένων station wagons, κατά κανόνα Peugeot 504 της δεκαετίας του 70. Συχνά στερούνται εσωτερικού ντυσίματος, καθρεφτών, τζαμιών, και λοιπών επουσιωδών, μη-μηχανικών μερών. Αλλά, έστω και ξεσκισμένες, πάντοτε διαθέτουν τις δύο τριθέσιες, οπίσθιες σειρές καθισμάτων και το ένα το μονό μπροστά· τα οποία εάν δεν γεμίσουν, δεν το κουνούν ποτέ ρούπι. Ταξιδεύοντας σε ένα από αυτά τα οχήματα, αναπόφευκτα κανείς αναπτύσσει φιλοζωικές ανησυχίες, αφού νιώθει σαν κοτόπουλο σε μη-αδειοδοτημένη, κινέζικη πτηνοτροφική μονάδα.
Θα πήρε μία-ωρίτσα-δύο μέχρι που επληρώσαντο όλες οι θέσεις. Φορτώσαμε στην οροφή μία στοίβα αποσκευών που τριπλασίασε το συνολικό ύψος του αμαξιού, στριμωχτήκαμε κι εμείς μέσα, και βγήκαμε στον δρόμο.
Η άνυδρη γη της σενεγαλεζικής ενδοχώρας είχε αφεθεί στο σκοτάδι όταν φτάσαμε στο Καολάκ: μεγάλη πόλη και μείζων συγκοινωνιακό κόμβο της ευρύτερης περιοχής.
Το να βρούμε κατάλυμα δεν απεδείχθη υπόθεση λίαν εύκολη. Η αιτία για αυτό ήταν οι πρόσφυγες, που κατά συρροήν εγκατέλειπαν την Γκάμπια, τρομοκρατημένοι από τις δυσοίωνες εξελίξεις. Η κομβική αυτή πόλη φυσικά αποτέλεσε καταφύγιο για πολλούς εκ των συνολικά πενήντα περίπου χιλιάδων εξ αυτών.
Με κάμποση περιφορά και μπαινόβγαιμα από ξενώνα σε ξενώνα, βολευτήκαμε τελικά σε μία ισόγεια καμαρούλα ενός παρακμιακού πανδοχείου. Είχε κρεβάτι με στρώμα, και οι κατσαρίδες δεν ήταν μεγαλύτερες απ’ το συνηθισμένο… Ύστερα από μία βόλτα ανά τις σκοτεινές και ρυπαρές οδούς της πόλης και μία αυτοξενάγηση στα ζωντανά της μπαράκια, ταβλιαστήκαμε.
Την επομένη σηκωθήκαμε νωρίς και βγήκαμε να δούμε λίγο την πόλη υπό το αστραφτερό ημερήσιο φως. Ύστερα, κινήσαμε στον σταθμό, όπου πιάσαμε ένα ακόμη επταθέσιο όπως συνεχίσουμε προς τα ενδότερα της χώρας.
Ο δρόμος ήταν μακρύς και λίγο μονότονος· μόνο ξεμοναχιασμένα μπαομπάμπ, περιπτάμενες πλαστικές σακούλες, άρματα μάχης, και λοιπά στρατιωτικά οχήματα συναντήσαμε ανά τις απέραντες, κατάξερες εκτάσεις. Ήταν, ωστόσο, σχετικά σύντομος. Ακόμη απόγευμα, αφιχθήκαμε στην Ταμπακούντα.
Το να στεγαστούμε εκεί απεδείχθη έτι δυσκολότερο απότι στο Καολάκ· μα όχι λόγω προσφύγων αυτή την φορά. Ευρισκόμενη ανατολικά της Γκάμπιας και μακριά από τα πληθυσμιακά της κέντρα, η πόλη αυτή δεν είχε δεχθεί αξιοσημείωτη προσφυγική εισροή.
Το πρόβλημα ήταν απλά ότι δεν υπήρχαν καταλύματα, στον φυσικό κόσμο τουλάχιστον. Ο χάρτης έβριθε από ξενοδοχεία. Αφικνυόμενοι, ωστόσο, σε αυτών τις υποτιθέμενες τοποθεσίες, στην καλύτερη των περιπτώσεων θα απαντούσαμε ερειπωμένα κτίρια· στην χειρότερη και συνηθέστερη, άδεια οικόπεδα – άδεια, εφόσον δεν υπολογίσουμε τις λοφοσειρές απορριμμάτων.
Σε ένα και μοναδικό λειτουργόν πανδοχείο που τελικά εντοπίσαμε, μάς ζήτησαν κάπου διακόσια δολάρια την βραδιά… επί τόπου μεταβολή και έξω πάλι. Δεν κοιμάμαι κάλλιο στο παγκάκι; Όμως τα παγκάκια σε μία αφρικανική πόλη σπανίζουν περισσότερο απότι οι χώροι στάθμευσης στο κέντρο της Αθήνας. Και δεν είχαμε καν σκηνή.
Εκεί που σχεδόν απεγνωσμένοι είχαμε οκλάσει στο απέναντι πεζούλι, μας σίμωσε ένα ευομίλητο αλάνι, ο Αμπντάλα. Τού εξηγήσαμε το πρόβλημα, και προσφέρθηκε να μας μουσαφιρεύσει για μία λογική αμοιβή. Έτσι και πήραμε παρέα να δρασκελίζουμε τις χωμάτινες οδούς προς το σπίτι του.
Σε μία απόκεντρη γειτονιά στα απώτερα προάστια της πόλης, σε έναν πλατύ και μακρύ δρόμο όπου δύο αράδες χαμοκελών εξετείνονταν επ’ αμφοτέραις πλευραίς για όσο παίρνει το μάτι, και κάθε πενήντα μέτρα του φιλοξενούσαν και από ένα εμβαλωτικό ποδοσφαιρικό γήπεδο… εκεί ήταν χτισμένο το σπιτικό του Αμπντάλα.
Παράτησαν όλα τα πιτσιρίκια την μπάλα και πήραν να τρέχουν ξοπίσω μάς γελαστά και κατενθουσιασμένα. Μας ξάνοιγαν και οι ενήλικες χαρωπά και φιλοπερίεργα μέσα από τις αυλές. Ένα ολόκληρο παιδικό πλήθος αφήσαμε συγκεντρωμένο απέξω σαν περάσαμε το κατώφλι του οίκου.
Ήταν ένα τυπικό σπίτι της αφρικανικής υπαίθρου: ευρύχωρο και πρακτικά ανεπίπλωτο· ουσιαστικά εξοπλισμένο μόνο με ό,τι χρειάζεται για να προσφέρει προστασία από τον ήλιο και την βροχή· τουτέστιν: τοίχους και ταβάνι.
Γυναίκες ντυμένες με τα ζωηρότερα των χρωμάτων ήταν καταπιασμένες με διάφορες οικιακές εργασίες στην αυλή. Κάποιες μαγείρευαν σε ένα καρβουνιασμένο καζάνι πάνω από την φωτιά. Κάποιες έκαναν λάντζα σε μία λεκάνη με νερό που μόλις ήταν πιο ανοιχτόχρωμο από πετρέλαιο. Άλλες ξεδιάλεγαν σπόρους, έραβαν και μάνταραν… Μισόγυμνοι άνδρες τις επιτηρούσαν αραχτοί από μία σκιερή γωνία… Απροσμέτρητα παιδιά κοιμόνταν εδώ-κι-εκεί επί του τσιμέντινου πατώματος στο εσωτερικό του σπιτιού. Όπως σε όλη την γειτονιά, οι πόρτες παρέμεναν συνεχώς ορθάνοιχτες, και κόσμος μπαινόβγαινε ελεύθερα.
Ένα απηρχαιωμένο τηλεκούτι στην κεντρική αίθουσα – η μοναδική ηλεκτρική συσκευή εντός του σπιτιού, που έπαιρνε ρεύμα με μία μπαλαντέζα απευθείας από το διπλανό σπίτι, και μάλλον από κάμποσα ακόμη παραδιπλανά – έπαιζε απαρατήρητα κάτι το αδιάκριτο πίσω από τα παράσιτα.
Δύο χωρισμένοι με παραπετάσματα χώροι στην πίσω αυλή, που ο ένας έκρυβε μία τρύπα στο έδαφος και ο άλλος μία τσίγκινη λεκάνη με νερό και ένα κανάτι, εκτελούσαν αντιστοίχως χρέη αποχωρητηρίου και ντουζιέρας.
Το μοναδικό δωμάτιο που είχε πόρτα, το οποίο εμπεριείχε και το μοναδικό κρεβάτι, ήταν αυτό που μας παραχώρησαν. Βρισκόταν στο κέντρο του σπιτιού και δεν διέθετε παράθυρο· έτσι που, με κλειστή την πόρτα, χρειαζόμασταν φακό ακόμη και την ημέρα.
Παρότι ίχνος φωτός δεν διείσδυε, τα ποντίκια και τα κουνούπια έκοβαν τσάρκες ανόχλητα. Τα πρώτα ήταν μικρά και άκακα· τα δεύτερα, υπερτροφικά, αιμοβόρικα, και καταχθόνια, αλλά, έστω και κατ’ ελάχιστον, πιο υποφερτά από την ζέστη, που ούτε κατά διάνοια δεν σού επέτρεπε να κοιμηθείς με μακριά μπατζάκια και μανίκια, ώστε τουλάχιστον να αποτρέψεις τα τσιμπήματα εκτός προσώπου και λαιμού.
Πριν το λιόγερμα, βγήκαμε μία ωραία γύρα στην γειτονιά και παίξαμε και λίγη μπαλίτσα με τα γειτονόπουλα. Αφότου νύχτωσε, πήγαμε επίσκεψη στο απέναντι σπίτι, όπου καπνίσαμε λίγο χόρτο με κάποια ξαδέλφια του Αμπντάλα, παρακολουθώντας ταυτόχρονα την εθνική της Σενεγάλης που έπαιζε Κόπα Άφρικα. Πέσαμε αργά για ύπνο.
Το καλό με τα κουνούπια είναι πως αντικαθιστούν το ξυπνητήρι – δεν το χρειάζεσαι όταν παραμένεις ξύπνιος. Άυπνοι και με νύχια έτοιμα να ξεκολλήσουν από το πολύ ξύσιμο, σηκωθήκαμε αχουζούρευτα ώρες πριν το χάραμα, ως ήταν το σχέδιο.
Νωρίτερα ανέφερα ότι το ταξίδι αυτό πήρε τέσσερις ημέρες. Η αλήθεια είναι θα διαρκούσε τρεις, εάν δεν είχαμε αποφασίσει να διαμείνουμε μία επιπλέον μέρα στην Ταμπακούντα για μία εξόρμηση…
Ο οικοδεσπότης ο Αμπντάλα μάς είχε κανονίσει απ’ οψές ένα Mitsubishi L200 αγροτικό για ενοικίαση. Μαύρη νύχτα, μας περίμενε στην ώρα του έξω από την πόρτα. Οι τρεις μας και ο τύπος που έφερε το αμάξι, ξεκινήσαμε τετράδα για το Εθνικό Πάρκο Νιοκόλο-Κόμπα, στο νοτιοανατολικό άκρο της χώρας.
Και οι τρεις είχαν ξεραθεί στον ύπνο προτού προσπεράσουμε την δεύτερη διασταύρωση, και έμεινα μόνος ξύπνιος πίσω απ’ το τιμόνι να διατρέχω μία ατελείωτη ευθεία υπ’ έναν πάναστρο ουρανό. Μόλις μία φτενή λωρίδα ροδοχαραυγής είχε φέξει υπέρ του δασικού ορίζοντα σαν η πορεία ολοκληρώθηκε προ της πύλης του δρυμού.
Ο τόπος ήταν ακόμη τρισέρημος. Είπα να ρίξω κι εγώ έναν σύντομο υπνάκο μέχρι να ξυπνήσουν οι υπάλληλοι, που θωρούσες τους ανάσκελα στα ράντσα μέσα απ’ το ανοιχτό παράθυρο του παραπήγματος που ήταν το αρχηγείο του πάρκου.
Ντάλα βάρεσε ένας πυρέρυθρος ήλιος, που σε ίδρωνε με την πρώτη ακτίνα, κατάφατσα στο παρμπρίζ. Ένα όργιο βλάστησης αντίκρισα αναγύρω σαν άνοιξα τα μάτια. Βγήκαμε έξω για τσιγάρο, και προκαλέσαμε λίγο επιτήδειο θόρυβο για να επισπεύσουμε το εγερτήριο των υπευθύνων.
Ελαφρώς έκπληκτος και με την τσίμπλα στο μάτι, δεν άργησε να φανεί ο πρώτος. Διευθετήσαμε τα διαδικαστικά της εισόδου, και αλλιώτικα απότι είχα υπολογίσει, μάς φόρτωσε με το ζόρι και έναν κολαούζο.
Ήταν ένας καλοσυνάτος παππούλης. Φαινόταν συνάμα ικανοποιημένος για το μεροκάματο και ζοχαδιασμένος απ’ το τόσο πρωινό ξύπνημα. Το όνομα του δεν το συγκράτησα, μιάς-και τον αποκαλούσαμε όλοι μετά τίτλου.
Ο Μεσιέ λε Γκιντ είχε διαφορετικά σχέδια για την εξόρμηση από τα δικά μου… Μετά από μία πρόχειρη έρευνα, είχα καταλάβει ότι το Νιοκόλο-Κόμπα δεν είναι ούτε Σερενγκέτι ούτε Μασάι Μάρα. Διά τούτο και είχα κρίνει ότι, αφού ήταν όπως-και-νά-‘χει αμφίβολο το πως θα δούμε άγρια ζώα, να κατευθυνθούμε καλύτερα προς έναν λόφο ονόματι Ασιρίκ, που ήταν το μοναδικό αξιόλογο ανάγλυφο εντός ακτίνας εκατοντάδων χιλιομέτρων, και να θαυμάσουμε τουλάχιστον από την κορυφή του μία εξαίσια θέα προς το αχανές δάσος και τον ως φίδι ελισσόμενο εν μέσω του Ποταμό Γκάμπια.
Μα με μετέπεισε ο Μεσιέ λε Γκιντ… «Ντεζ ελεφάντ, ντεζ ιποποτάμ, ντε κροκοντίλ, ντε λιόν, ντε λεοπάρντ, μποκού μποκού ντεζ ουαζό» μού είπε κατηγορηματικά. Έτσι και έδειξα πίστη και τον άφησα να αναλάβει την διεύθυνση.
«Α ντρουά, α γκος, του ντρουά» έπεφταν βροχή οι οδηγίες, καθώς εισχωρούσαμε βαθιά εντός του πράσινου λαβυρίνθου.
«Αρετέ-βού! Ισί ισί!» ξεφώνησε ξάφνως σε έναν κατεπείγοντα τόνο. Όπα ο άσος ο ιχνηλάτης, έκανα στον νου μου, κάτι εντόπισε, και κοκκάλωσα το όχημα μοναστραπίς.
Κατέβηκε πρώτος και μας έκανε σήμα να ακολουθήσουμε αδούπητα. Πήραμε να ακροπατάμε στο κατόπι του, ελισσόμενοι ανάμεσα στις πυκνές φυλλωσιές. Γαρίδα τα μάτια μου σκάναραν όλα τα κενά ανάμεσα στην χλωρίδα.
Κοντοστάθηκε τότε ο Μεσιέ λε Γκιντ πίσω από έναν θάμνο, και λαμποκοπώντας υπερηφάνεια, επεδείκνυε κάτι που αρχικά μοχθούσα να διακρίνω… μέχρι που κατάλαβα ότι μάς έδειχνε έναν σωρό πλινθότουβλα.
«Αλόρ; Κες κε σε;» τον ρωτάω μπερδεμένος.
Ο τύπος μας κορόιδευε μες στο ίσωμα. Με συγκίνηση τόση που θα ταίριαζε αν το έβλεπε πρώτη φορά από την παιδική του ηλικία, και όχι εφόσον το περνούσε μέρα-παραμέρα με κάθε γκρουπάκι τουριστών που τού καθόταν, σχεδόν μέχρι δακρύων, μάς έβγαλε μία ιστορία για το πατρικό του σπίτι με τόσο πόνο και συναίσθημα, που αν είχε γεννηθεί στην Ελλάδα ποτέ κανείς δεν θά ‘χε ακούσει τον Φώσκολο.
Μετά από κάποιο σημείο αναγκάστηκα να τον διακόψω με μία διαδοχή χειρονομιών που πρακτικά σήμαιναν: Σεβαστή η νοσταλγία σου, παππού, αλλά σε πληρώσαμε για να δούμε ζώα· μπάζα έχει μπόλικα και στην πόλη.
Κατά το απογευματάκι που επιστρέψαμε στην πύλη, είχαμε δει λίγα πουλιά, μία οικογένεια αγριόχοιρων, μία αιχμαλωτισμένη λεοπάρδαλη, και τις φάτσες ο ένας του άλλου. Αλλά, εντάξει, είχε την φάση του: καλό παρεάκι και όμορφα τοπία…
Κατά το δείλι ήμασταν πίσω στην Ταμπακούντα, και ήμουν έτοιμος να ξεραθώ. Και αυτήν την φορά, είχα έλθει εξοπλισμένος… φιδάκι απωθητικό, τσιρότα, αλοιφή… Κοιμήθηκα σαν πτώμα. Μόνο μία φορά σηκώθηκα να πάω για κατούρημα…
Σαν ανοίγω την πόρτα του δωματίου, βλέπω πεντ’-έξι ξώβυζες γυναίκες με τις πλάτες στυλωμένες στον τοίχο. Μόλις αχνοφωτίζονταν τα πρόσωπα και τα ως μπανανοτσάμπια κρεμαστά των στήθη από την τρεμοπαίζουσα, ηλεκτρική εκπομπή της οθόνης. Ίσα-που μού έστρεψαν ένα αστραπιαίο βλεφάρισμα πριν καθηλώσουν εκ νέου τα μάτια στην σαπουνόπερα, που μετά βίας διακρινόταν πίσω από τα παράσιτα. «Excusez moi, mesdames» απελογήθην στα αγωνιωδώς ταλανταλευόμενά των κεφάλια καθώς περνούσα μπροστά από την τηλεόραση – δις, και στο πήγαινε και στο έλα…
Το επόμενο πρωί, ανοίγω πάλι την πόρτα, και στο ίδιο ακριβώς σημείο, θωρώ μια-δεκαριά μπαρμπάδες να έχουν στρώσει χαλάκια και να κάνουν γονυπετείς επικλήσεις στον Αλάχ… Αυτό το περιστατικό μού έχει μείνει παραδειγματικό για όταν με ρωτούν πώς είναι το Ισλάμ εκτός αραβικών χωρών.
Ήταν η τελευταία μέρα του ταξιδιού. Αποχαιρετήσαμε τον Αμπντάλα και την γειτονιά, και τσουβαλιαστήκαμε σε ένα ακόμη επταθέσιο. Αργά το βράδυ, ήμασταν στο Ζιγκινσόρ: πρωτεύουσα του Κασαμάνς. Μείναμε μία νύχτα, και νωρίς-νωρίς το πρωί, μετέβημεν σε μία παραλία, όπου το ταξίδι αυτό έλαβε τέλος.
Εν συνεχεία, πέρασαν οι εβδομάδες, έφτασε το τελεσίδικο του Τζάμε, πήρε μια-δυό παρατάσεις, κιότευσε εν τέλει, φόρτωσε τα ακριβά του μπογαλάκια σε έναν στόλο μεταγωγικών αεροσκαφών, και λάκισε στην Ισημερινή Γουινέα. Άκουσα κι εγώ τα μαντάτα, φόρτωσα τα δικά μου στον σάκο, και τράβηξα στην Γκάμπια να δω τι παίζει… Μα αυτά δεν είναι του παρόντος.