Ως το μόνο ζωντανό πλάσμα στον πλανήτη ένιωσα ξανά, σαν άφηνα το ξενοδοχείο για την μαγική, ασημόφωτη νύχτα που ήταν έξω. Πήρα εκ νέου τον ίδιο δρόμο με την ψεσινή μέχρι την κοιλάδα του Ραμαντάν. Η νύχτα ήταν ακόμη βαριά, και ούτε γρύλος δεν ενοχλούσε την ησυχία της την ώρα που έφτασα εκεί. Από εκείνο το σημείο και πέρα, είχα σήμερα διαφορετική πορεία. Ο στόχος μου ήταν το Όρος του Μωυσή. Πήρα να δρασκελίζω το ανηφορικό μονοπάτι υπό την συνδρομή της πανσελήνου, μέχρι που, όταν πια αυτή ετοιμαζόταν να δύσει, ευρισκόμουν λίγο χαμηλότερα από την κορυφή. Η θέα από το μονοπάτι που έφερνε σβούρα το πολυδοξασμένο όρος ήταν απίθανη κατά την ηλιανατολή. Είχε και δεν είχε λίγα λεπτά φανεί ο ήλιος, σαν είχα ολοκληρώσει το τελευταίο, κοπιαστικό τμήμα της ανάβασης, και στεκόμουν ανάμεσα σε μία ελληνική εκκλησούλα και ένα πρόχειρο τέμενος, στην κορυφή του Μωυσή.
Αυτή η ιστορία είναι απόσπασμα από το βιβλίο μου «Από το Κέιπ Τάουν στην Αλεξάνδρεια», στο οποίο αφηγούμαι το επικό, μοναχικό μου ταξίδι από άκρη σε άκρη της σαγηνευτικής Αφρικής, και διαβιβάζω μία σοβαρή μεν, γλαφυρή δε, απεικόνιση της ετερόμορφης και ιδιάζουσας αφρικανικής πραγματικότητας.
Έπιασα την αγαπητή μου θέση κατάφατσα του ανατέλλοντος ηλίου, και πήρα να παρακολουθώ την αχανή, ορεινή έρημο που με περιέβαλλε. Το παν ήταν απολύτως στατικό. Εάν υπήρχε κάποιο φυλλαράκι τριγύρω, ούτε τα τριχίδια του δεν θα σείονταν. Ο μόνος αέρας που έρρεε ήταν αυτός της αναπνοής μου. Χώρια από τα πνευμόνια μου και την ανεπαίσθητη άνοδο του ηλίου, τίποτε δεν εκινείτο. Η σιγή ήταν κάθετη, αυστηρή, ολοκληρωτική, επιβλητική, αδιαφιλονίκητη· δεν είχε προηγούμενο. Έβαλα τα δυνατά μου να συγκεντρώσω όλη μου την προσοχή σάμπως και ακούσω κάτι, αλλά δεν υπήρχε τίποτε να ακουστεί. Στην αρχή μπορούσα να αφουγκραστώ τους χτύπους της καρδιάς μου· αλλά κι αυτή επιβράδυνε χτύπο-χτύπο, έως που σχεδόν σταμάτησε. Ζζζτ, σε ένα κλάσμα της στιγμής, πέρασε σφήνα κάποιο ζουζούνι, μια δεκαριά μέτρα παραπέρα ίσως, και η σιγή πλάκωσε πάλι βαριά. Ένιωθα το κεφάλι μου να αδειάζει ως τρύπια δεξαμενή· όλο-και ελάφραινε. Και χωρίς να το καταλάβω, είχα βυθιστεί σε έναν γλυκό λήθαργο.
Πόση ώρα να κοιμήθηκα, δεν ξέρω. Μόνο σαν αντιλήφθηκα κάτι να παρεμβάλλεται μεταξύ των σφαλισμένων μου ματιών και εκείνου του θαλπωρικού, ερυθρωπού μανδύα που πάνω τών προέβαλλε ο ήλιος, ξεναρκώθηκα έκπληκτος για να αντικρίσω δύο χελιδονάκια που σιωπηλά πετούσαν σε κάποια σαν μυστικιστική, βρίθουσα από κρυφό νόημα, χορογραφία, ανάμεσα σε εμένα και στην ανατολή. Κοίταξα τριγύρω μού. Τίποτε δεν είχε αλλάξει· η ίδια στασιμότητα· η ίδια σιγή. Εξέτασα την κορυφή του βουνού μήπως και δω καμμια-φλεγόμενη και μη-κατακαιόμενη βάτο, αλλά τζίφος. Επανεστράφηκα προς το πέραν. Πάλι τα ίδια, τίποτε δεν είχε αλλάξει. Μάλλον τίποτε δεν είχε εδώ αλλάξει για αρίφνητους αιώνες. Και τίποτε δεν πρόκειται να αλλάξει για άλλους τόσους και ακόμη περισσότερους. Και τότε κατάλαβα…
Σού το παίζει ο Μωυσής σπουδαίος που τα είπε τάχατε με τον Θεό. Τσαρλατάνος σού λέω! Θα μάς παραστήσει και τον προφήτη! Όποιος και να ανέβει σε αυτό το βουνό, Θεό γνωρίζει· αλλά όχι από φωτιά, μήτε από λαλιά. Αυτά τα στερημένα από ζωή βουνά, ο στερημένος από υγρασία και ρεύμα ουρανός που τα σκεπάζει, και ο αδυσώπητος ήλιος που τα τσουρουφλίζει… Η δημιουργία· η δημιουργία σε αυτήν την τραχεία, στάσιμη, ωμή της μορφή… Ιδού! Αυτός είναι ο Θεός! Και η κραταιά σιγή είναι η φωνή του!