Μεσημεράκι πια, σαν κατέβαινα το ίδιο πάλι μονοπάτι, και είχα προσεγγίσει εκείνο το χωριουδάκι εντός της φτενής κοιλάδας, ένας ευπροσήγορος Βεδουίνος, ορθοστεκούμενος παρά το προθύρι του, με προσκάλεσε στο σπιτικό του. Ήταν ο Ραμαντάν, ένας από τους 15-20 οικογενειάρχες που είχαν δημιουργήσει αυτήν την παραδεισένια όαση εν μέσω αυτού του αφιλόξενου, θεϊκού περιβάλλοντος. Οκλάσαμε σε μία σκιερή γωνίτσα της αυλής του, κάτω από ένα λεπτό, ανεμίζον ύφασμα, τεντωμένο με σπάγκους από την λάσπινη καλύβα του και τα κλαδιά μίας ακακίας. Και κάνοντας χρήση μίας μίξης απλής αγγλικής και ελληνικής, χειρονομιών, και λίγης παντομίμας, πιάσαμε την κουβέντα.
Αυτή η ιστορία είναι απόσπασμα από το βιβλίο μου «Από το Κέιπ Τάουν στην Αλεξάνδρεια», στο οποίο αφηγούμαι το επικό, μοναχικό μου ταξίδι από άκρη σε άκρη της σαγηνευτικής Αφρικής, και διαβιβάζω μία σοβαρή μεν, γλαφυρή δε, απεικόνιση της ετερόμορφης και ιδιάζουσας αφρικανικής πραγματικότητας.
Ήταν πατέρας δεκατριών παιδιών. Ένα εξ αυτών, η μεγαλύτερή του κόρη θαρρώ, μία όμορφη, ψηλή και λυγερή, μαντιλωμένη κοπέλα γύρω στα είκοσι, βγήκε σε μία στιγμή από τον οίκο, και ντροπαλά μας φίλευσε καφέ, τσάι, ψωμί, και ελιές. Μία άλλη, η Φατμά, ένα κοριτσάκι γύρω στα δώδεκα, καθόλου ντροπαλή, καθόταν συνεχώς στην απέναντι γωνία και με περιεργαζόταν επιμόνως με τα κατάμαυρα ματάκια της.
Σε μία φάση, με σήκωσε ο Ραμαντάν και με περιήγησε στον κήπο του. Όλο περηφάνια μού επιδείκνυε τα διάφορα λαχανικά, μπόλικα ελαιόδενδρα, ροδακινιές, και λοιπά κηπευτικά που περιστοίχιζαν το σπιτικό του. Πρόβατα και γίδια έβοσκαν ανέμελα το λιγοστό χορτάρι που φύτρωνε στις χαραμάδες του εδάφους. Δύο όνοι περνούσαν το ρεπό των τεμπέλικα ξαπλωμένοι χάμω. Μία εύσωμη καμήλα, πεσμένη στα γόνατα, αναμασούσε ράθυμα την τροφή της, παρατηρώντας μας με τα μεγάλα, απαθή ματόμπαλά της. Μια δεκαριά ύρακες έτρεχαν άσκοπα πέρα-δώθε και πάνω-κάτω τους κλάδους που είχαν εντός του μεγάλου, αυτοσχέδιου κλουβιού όπου ήταν φυλακισμένοι. Μία μεγάλη γατοφαμίλια επίσης νοούσε τον κήπο αυτόν ως σπιτικό της. Τα γατάκια παιδιάριζαν συνεχώς παλεύοντα αναμεταξύ τών. Οι μάνες περίμεναν για φαΐ· άλλες υπομονετικά, παλουκωμένες σούζα, ξανοίγοντάς μας επιμόνως· άλλες ανυπόμονα, νιαουρίζοντας παραπονιάρικα. Και ο τετράπαχος πατέρας είχε κατειλημμένη την δροσερή του γωνιά, βυθισμένος σε έναν γλυκό ύπνο.
«Όλα μόνος έκανα» μού είπε ο Ραμαντάν στα σπαστά του ελληνικά, μοστράροντάς μού τις παλάμες του καμαρωτός-καμαρωτός.
«Όμορφα είσαι εδώ» τού έκανα κι εγώ, εξηγώντας τού πως μόλις εχθές είχα έλθει από το Κάιρο.
«Α, αα ― βαβούρα» μού εξήγησε αυτήν την λέξη με χειρονομίες και ηχομιμίες. «Me never Cairo. Cathrine most far, few times» κατέληξε με έναν τόνο απαξίωσης κατά την προφορά του ονόματος της μεγαλούπολης.