Η σύντομη διαδρομή που επακολούθησε της εισόδου μας στην Αίγυπτο έμελλε να είναι μία από τις γραφικότερες που είχα ποτέ θαυμάσει. Ο ήλιος είχε πλέον καθοδεύσει αρκετά και προσέφερε τις πιο εκλεκτές αποχρώσεις στην εκεί καλοχαρακτηρισμένη από άγρια βουνά, απότομα και βραχώδη, έρημο. Κι εκεί που προσπεράσαμε την κόψη ενός των βουνών, αίφνης εμφανίσθηκε και η γαληνογάλανη Λίμνη του Νάσερ. Τόσο είχαν συνηθίσει οι οφθαλμοί μου στο απόλυτο καφετί της γης, που δυσκολεύτηκα στην αρχή να πιστεύσω πως όλη αυτή η υδάτινη μάζα ήταν όντως εκεί, επισωρευμένη καταμεσής της ερήμου, και δεν ήταν κάποια οφθαλμαπάτη. Και επίσης ζωή! Εκμεταλλευόμενη τα έργα των ανθρώπων, σε μία των σπανίων περιπτώσεων που δεν συμβαίνει το αντίθετο, βρήκε η ζωή την ευκαιρία να ξεφυτρώσει στην αφιλόξενη αυτή γωνιά του πλανήτη· εκφραζόμενη από λιγοστούς σκληροτράχηλους θάμνους και δενδράκια, καθώς και διάφορα ξενιτεμένα πουλιά, που είχαν εύρει καταφύγιο στις όχθες αυτής της τεχνητής μεγαλολίμνης.
Αυτή η ιστορία είναι απόσπασμα από το βιβλίο μου «Από το Κέιπ Τάουν στην Αλεξάνδρεια», στο οποίο αφηγούμαι το επικό, μοναχικό μου ταξίδι από άκρη σε άκρη της σαγηνευτικής Αφρικής, και διαβιβάζω μία σοβαρή μεν, γλαφυρή δε, απεικόνιση της ετερόμορφης και ιδιάζουσας αφρικανικής πραγματικότητας.
Θαυμάζοντας όλα αυτά τα υπέροχα, λιγουλάκι αργότερα είχαμε φτάσει στο τέρμα του δρόμου. Εκεί ευρισκόταν ένα μικρό πορθμείο, μέσω του οποίου θα περνούσαμε σύντομα στην αντίπερα όχθη. Μαζί με άλλα τρία-τέσσερα λεωφορεία και άλλα τόσα φορτηγά, επιβιβαστήκαμε στο οχηματαγωγό φέρι και ανοιχθήκαμε στην λίμνη. Η έκπληξη των ντόπιων συνεπιβατών μας ήταν μεγάλη που έβλεπαν δύο ξένους στον απομακρυσμένο τόπο των. Και πολλοί μας σίμωσαν ώστε να ικανοποιήσουν την περιέργειά των ως προς το πώς είχαμε ευρεθεί εκειπέρα, καθώς και να βγάλουν μαζί μάς φωτογραφίες. Τόσες πολλές φωτογραφίες τελικά βγάλαμε με κόσμο και κοσμάκη, που πήρα μία γεύση του πώς είναι να είσαι ροκ σταρ.
Με-τα-πολλά, κατάφερα να ξεφύγω από τους συμμαζωμένους περίεργους, και απομονώθηκα σε μία απομεριά του καταστρώματος. Βυθισμένος σε χαρούμενους ρεμβασμούς, έμεινα εκεί για το υπόλοιπο του ταξιδιού να ξανοίγω τον πλανευτικό περίγυρο.
Ο ήλιος, που πρωτύτερα φαινόταν ανεπαίσθητα ως μία κατάλευκη σφαίρα πίσω από τους αιωρούμενους υπέρ της λίμνης, πυκνούς υδρατμούς, χάθηκε πίσω από τις τραχείες κορυφογραμμές. Και επωφελούμενο το σκότος άρχισε να πλακώνει βαρύ και αποφαντικό. Ακτές προσεγγίζαμε, τις αφήναμε ξοπίσω μάς, νέες ακτές προσεγγίζαμε, και ίχνος φωτός ή ανθρωπίνου πολιτισμού δεν φαινόταν πουθενά. Μόνο ατελείωτες κορυφογραμμές διακρίνονταν στο βάθος του ορίζοντα, σε ελαφρά αντίθεση με τον λίγο λιγότερο μαύρο ουρανό που τα τρισάπειρα άστρα είχαν πλέον κατακυριεύσει.
Όλοι οι επιβάτες είχαν πια αφεθεί και αυτοί στους δικούς τους σιωπηρούς ρεμβασμούς· και μόνο τα ήπια παφλάσματα του σκάφους παρεμβάλλονταν στην κατά-τ’-άλλα κατηγορηματικωτάτη νυχτερινή σιγή της ερήμου. Μόνο η απουσία της αλμύρας μού θύμιζε πως δεν πλέω σε κάποια επιφάνεια του Αιγαίου Πελάγους, και πως οι βραχώδεις σιλουέτες που θωρώ στο πέραν ανήκουν στην Σαχάρα και όχι σε κάποιες ελληνικές βραχονησίδες. Λίγο αφότου η έλευση της μελαγχολικής σελήνης έσπασε την παντοκρατορία του σκότους, άλλη μία φωτεινή πηγή, γήινη αυτήν την φορά, ισχνά στην αρχή, δυναμώνοντας όσο πλησιάζαμε, άρχισε να φεγγοβολάει από κάποια λοφοπλαγιά στο πέραν. Αυτή ήταν ο προορισμός μας.
Ξεμπαρκάραμε στο μικρό παρόχθιο ψαροχώρι που αποτελούσε την πηγή του φωτός. Λίγο ύστερα, σχεδόν μεσάνυχτα, ευρεθήκαμε στο μέρος εκείνο που ώρες ήδη ονειρευόμουν: μία ψαροταβέρνα. Το στομάχι μου, μετά από αυτή την ολοήμερη νηστεία, ευχαριστήθηκε δεόντως κατά την καταβρόχθιση εκείνων των δύο παχουλών, τραγανιστών, μοσχοβολάτων νειλωτικών ψαριών και των λοιπών εκλεπτυσμένων αραβικών μεζέδων που τα συνοδεύσαν.
Αυτό ήταν το θετικό. Αφότου, όμως, του αρχοντικού δείπνου τελεσθέντος, ξεκινήσαμε, συνέβη το αρνητικό που αναπόφευκτα ανέμενα σε κάποιο σημείο του ταξιδιού. Όταν νωρίτερα ανέφερα πως ο αλανιάρης ο Μοχάμεντ από την Ουαντιχάλφα μας είχε βοηθήσει την προηγουμένη να κλείσουμε εισιτήρια, παρέλειψα να επισημάνω πως τελικά δεν το έκανε και τόσο αποδοτικά. Εν ολίγοις, σκατά εισιτήρια έκλεισε. Όταν φτάσαμε το πρωί στον σταθμό, ανακαλύψαμε ότι δεν υπήρχε κράτηση. Έτσι, αφού διαπραγματευτήκαμε, μας έκοψαν τελικά εισιτήρια επί τόπου, γνωστοποιώντας μάς πως σε κάποιο σημείο θα μέναμε χωρίς καθίσματα. Και αυτό το σημείο ήταν αποκεί και στο εξής. Έπιασα το λοιπόν τα σκαλοπάτια της εξόδου και το έριξα σε έναν, άβολο μεν, βαθύ δε, ύπνο για το επόμενο τετράωρο που διήρκεσε το ταξίδι, έως ότου, σχεδόν πρωί πια, αφιχθήκαμε στο Ασουάν.