Τρανού ηλίου ανατείλαντος ξεκινήσαμε εκείνο το πρωινό να κατηφορίζουμε προς την κεντρική πλατεία ― μία αλάνα στην ουσία ― της Ουαντιχάλφας· όπου και θα παίρναμε το λεωφορείο προς την Αίγυπτο. Αρκετή ώρα και πολλή ασυνεννοησία προηγήθηκε μέχρι που, επί τέλους, καταφέραμε να επιβιβαστούμε στο όχημα. Μία μόνο ώρα ύστερα, προσεγγίσαμε τα σουδανοαιγυπτιακά σύνορα. Ήταν η ενάτη πρωινή… Δεν έμελλε να ξεκολλήσουμε αποκεί μέχρι τις έξι το βράδυ.
Αυτή η ιστορία είναι απόσπασμα από το βιβλίο μου «Από το Κέιπ Τάουν στην Αλεξάνδρεια», στο οποίο αφηγούμαι το επικό, μοναχικό μου ταξίδι από άκρη σε άκρη της σαγηνευτικής Αφρικής, και διαβιβάζω μία σοβαρή μεν, γλαφυρή δε, απεικόνιση της ετερόμορφης και ιδιάζουσας αφρικανικής πραγματικότητας.
Ατελείωτες ώρες αναμονής υποστήκαμε κάτω από το ανηλεές σαχαρινό λιοπύρι. Συνεχώς στριμωγμένοι με τους πάμπολλους επιβάτες των διαφόρων λεωφορείων και τους νταλικιέρηδες, έπρεπε να στηνόμαστε από ουρά σε ουρά και να περιμένουμε… μία την μετανάστευση να μάς ελέγξει τα διαβατήρια, μία το τελωνείο να μάς ελέγξει τις αποσκευές, μία τους αλφακαπαφόρους μπατσοφαντάρους να μάς ελέγξουν… φαινομενικά τίποτε απολύτως, παραμόνο να μάς κόψουν τις φάτσες και να το παίξουν και λίγο μάγκες… από την σουδανική μεριά στην αιγυπτιακή…
Τα χειρότερα ήταν στο αιγυπτιακό γραφείο μετανάστευσης. Εκεί δούλευαν μία μόνο θυρίδα και τρεις-τέσσερις υπάλληλοι ― όταν λέω δούλευαν, δεν εννοώ όλοι ταυτόχρονα, αλλά ένας την φορά, εναλλάξ, ενώ οι υπόλοιποι αναπαύονταν από τον σκληρό κάματο της ημέρας ― για να εξυπηρετήσουν τους κυριολεκτικά εκατοντάδες διερχομένους που περιμέναμε κάτω από τον δριμύ ήλιο· αφού δεν είχαν προνοήσει καν να στήσουν ένα ρημάδι υπόστεγο ― μια τέντα ρε παιδί μου, κάτι! Και ένα υπόστεγο δεν ήταν το μόνο που είχαν παραλείψει να στήσουν. Δεν υπήρχε ούτε μία καντίνα ή ένα αναψυκτήριο. Έτσι και αναγκαστήκαμε να λιμοκτονήσουμε ολημερίς. Και αν δεν είχαμε αρκετό νερό ― που ευτυχώς είχαμε ― πολύ φοβάμαι ότι θα είχαμε διατρέξει σοβαρό κίνδυνο αφυδάτωσης. Τέλος πάντων, με-τα-πολλά, μετά από εννέα ολόκληρες ώρες αναμονής, πείνας, και εφίδρωσης, η βαριά σιδεροπύλη του συνοριακού φρουρίου άνοιξε μπροστά μάς. Ήμασταν ελεύθεροι να εισέλθουμε στην αρχαία γη της Αιγύπτου.