Όντας ακόμη στην Αντίς Αμπέμπα, είχα φροντίσει να προσχεδιάσω την συνέχιση του δρόμου μου προς την Μεσόγειο, που θα μπορούσε να περάσει μόνο μέσω Βορείου Σουδάν. Για την διέλευση μέσω αυτής της χώρας απαιτείτο προεκδοθείσα βίζα· την οποία παρέλαβα μετά από μία σχετικά απλή, ωστόσο κοστοβόρα διαδικασία. Το πρώτο προαπαιτούμενο ήταν η κατοχή αποδεικτικού της ύστερης εξόδου μου από την χώρα· δηλαδή είτε αεροπορικό εισιτήριο, είτε βίζα εισόδου σε μία από τις συνορεύουσες χώρες. Έτσι αναγκάστηκα να προεκδόσω και την αιγυπτιακή μου βίζα επιπλέον ― πράγμα που διαφορετικά δεν θα χρειαζόταν, αφού θα μπορούσα να την παραλάβω και επ’ αφίξεως. Αφότου παρέλαβα την βίζα από την αιγυπτιακή πρεσβεία, πήγα, την επομένη κιόλας, στην σουδανική. Έκανα την αίτηση, και εντός εικοσιτεσσάρων ωρών παρέλαβα το θεωρημένο μου διαβατήριο. Μού κόστισε εκατό ολόκληρα δολάρια για μία δεκαπενθήμερη άδεια παραμονής.
Ήμουν το λοιπόν τώρα έτοιμος να εισέλθω σε αυτήν την παράξενη και τόσο δυσφημισμένη χώρα. Μετά από τα απαραίτητα: συμπλήρωση φορμών, μπλα-μπλά με τους γραφιάδες, καταβολή ― ξέχωρα από την βίζα ― φόρου εισόδου πενήντα δολαρίων ― παρακαλώ! ― και ένα καλό ψαξίδι, ήμασταν ελεύθεροι να προχωρήσουμε στα ενδότερα του Σουδάν.
Αυτή η ιστορία είναι απόσπασμα από το βιβλίο μου «Από το Κέιπ Τάουν στην Αλεξάνδρεια», στο οποίο αφηγούμαι το επικό, μοναχικό μου ταξίδι από άκρη σε άκρη της σαγηνευτικής Αφρικής, και διαβιβάζω μία σοβαρή μεν, γλαφυρή δε, απεικόνιση της ετερόμορφης και ιδιάζουσας αφρικανικής πραγματικότητας.
Πήραμε να περπατούμε εκείνον τον φαρδύ δρόμο που αποτελούσε την σπονδυλική στήλη της συνοριακής κωμόπολης Αλγκαλαμπάντ. Ζερβόδεξά μάς εξετεινόταν ένα σύμπλεγμα από στενά δρομάκια ανάμεσα στα ισόπεδα, μονώροφα κτίσματα του οικισμού, που μόνο οι λιγοστοί μιναρέδες τα ξεπερνούσαν σε ύψος. Όλοι οι κάτοικοι ήταν συναθροισμένοι κάτω από τα διάφορα υπόστεγα ανά τις άκρες του δρόμου· και μόνο εμείς βαδίζαμε υπό το βάναυσο μεσημεριανό ηλιοκοπάνημα, που καυτηρίαζε τους αμμοκόκκους που ράπιζαν τα πρόσωπά μας με κάθε ριπή του ανέμου.
Οι ντόπιοι μας παρατηρούσαν φιλοπερίεργα από κάθε γωνία. Ήμασταν βεβαίως οι μόνοι λευκοί στην πόλη· και μάλλον οι μοναδικοί που είχαν περάσει αποκεί για αρκετές εβδομάδες ή και μήνες. Όντας συνηθισμένος από την Αιθιοπία, οι αισθήσεις μου δούλευαν πυρετωδώς στην υπηρεσία της καχυποψίας μου προς τους ανθρώπους· παρότι κανείς δεν έδειχνε να έχει ενοχλητικές διαθέσεις απέναντί μάς. Κανείς δεν προσπάθησε να μάς πουλήσει τίποτε· κανείς δεν μας πλησίασε. Μόνο μας περιεργάζονταν όλοι νηφαλίως από την άκρη του δρόμου.
Εκτός από την αλλιώτικη στάση που εκείνοι οι άνθρωποι κρατούσαν απέναντί μάς, πολλά ήταν ακόμη αυτά που με την πρώτη ματιά βροντοφώναζαν την διαφορετικότητά των από τους Αιθίοπες γείτονές των. Το πρώτο και τρανταχτότερο όλων ήταν ο σωματότυπός των. Εκεί που οι Αιθίοπες ήταν γενικά μικροκαμωμένοι, αυτούς τους τύπους, τώρα, έπρεπε να τους κοιτάζω με τον λαιμό τεντωμένο. Όλοι μού έριχναν από ένα κεφάλι μέσω όρω ― σαν να είχα μόλις αφιχθεί στην Βροβδινγνάγη ένα πράμμα.
Σιγά-σιγά, αφού πήραν αρχή οι πρώτες μας συναναστροφές μαζί τών, η καχυποψία μου άρχισε σταδιακά να διαλύεται και να δίνει την θέση της σε μία ακέραια άνεση, που από την στιγμή εκείνη και στο εξής θα ένιωθα ανάμεσα σε αυτόν τον λαό, αναγκασμένος να παραδεχθώ το φιλότιμό του.
Το πρώτο πράγμα που βαλθήκαμε να κάνουμε ήταν συνάλλαγμα. Ένα θέμα σε αυτήν την χώρα ήταν το ότι, λόγω των διεθνών οικονομικών κυρώσεων, οι ξένες κάρτες δεν λειτουργούσαν στα μηχανήματα αναλήψεων. Εξού ήμασταν αναγκασμένοι να κουβαλούμε όλο το ποσό που πιθανώς θα χρειαζόμασταν μέχρι να φύγουμε από την χώρα σε μετρητά αμερικανικά δολάρια, και να τα ανταλλάσσουμε με τοπικό νόμισμα κατ’ ανάγκη. Αυτό πάντως αποδείχθηκε λίαν εύκολο. Όπου και να πήγαμε, όλοι ήταν πρόθυμοι να αποκτήσουν λίγο σκληρό νόμισμα προς αρκετά ευνοϊκές προς εμάς ισοτιμίες.
Έχοντας πλέον χρήματα, γευματίσαμε, ανεφοδιαστήκαμε με μπόλικο νερό, και πήραμε να δούμε πώς θα φύγουμε αποκεί και προς τα πού. Δεν πήρε πολλή ώρα και ηύραμε ένα μικρολεωφορείο κατά ετοιμασία προς αναχώρηση για το Αλκαντάριφ: μία πόλη περί τα εκατόν εξήντα χιλιόμετρα βορειοδυτικά, όπου και θα διανυκτερεύαμε για να συνεχίσουμε την επομένη προς το Χαρτούμ.
Φορτώσαμε τις αποσκευές στην οροφή, στριμωχτήκαμε και οι επιβάτες στα καθίσματα, και ξεκινήσαμε να ανοιχτούμε στην αχανή Σαχάρα. Η γωνία του καυσοβολισμού είχε μειωθεί αισθητά, καθώς έπεφτε το απόγευμα. Αυτό ωστόσο δεν απέτρεψε την φουρνοποίηση του ακλιμάτιστου οχήματος και την απώλεια λίτρων σωματικών υγρών μέσω αφίδρωσης. Το καλό ήταν ότι, λόγω της ομαλότητας του δρόμου επί της κατεπίπεδης ερήμου, το ταξίδι έτυχε αρκετά σύντομο, και νωρίς-νωρίς το βραδάκι αφιχθήκαμε στο Αλκαντάριφ.
Το λεωφορείο δεν μας άφησε σε κάποιον σταθμό, αλλά στην μέση μίας ξεκάρφωτης οδού στο κέντρο της πόλης. Επωμιστήκαμε τους σάκους και πήραμε να αναζητούμε κατάλυμα. Αφού γυρίσαμε λίγο πέρα-δώθε ρωτώντας, ευρήκαμε τελικά στέγη σε ένα μικρό, υποτυπωδών ανέσεων ξενοδοχείο. Ένας νεαρός και ευγενικός, κελεμπιοφόρος τύπος μας οδήγησε σε ένα ευρύχωρο δωμάτιο στον δεύτερο όροφο του κτιρίου. Αυτό εμπεριείχε μόνο πεντ’-έξι κρεβάτια και τίποτε άλλο… α, και μπόλικες κατσαρίδες. Το κτίριο ήταν ένα από τα λίγα σε όλη την πόλη με πλέον του ενός ορόφου· εντεύθεν η θέα από το μπαλκόνι του δωματίου μας ήταν καταπληκτική.
Πέρασα εκείνο το βράδυ πίνοντας καφέ και καπνίζοντας στο μπαλκόνι, χαζεύοντας τον ήλιο να δύει πάνω από την κομψή και εξωτική πολιτεία. Όλη η πόλη απετελείτο από χαμηλά κτίσματα με επίπεδες οροφές, χωρισμένα από άρτια παράλληλες και κάθετες οδικές αρτηρίες. Τα περισσότερα κτίρια ήταν βαμμένα σε μία ανάλαφρη, ανοιχτοπράσινη απόχρωση που σχημάτιζε έναν καταπραϋντικό συνδυασμό με το καφετί της γης και έφερνε τους μιναρέδες σε μία θεία εναρμόνιση με τον ουρανό. Όλη η πολιτεία έμοιαζε περίτεχνος πολύτιμος λίθος εν μέσω της μονοτονίας της περικλείουσας ερήμου.
Όταν πια έπεσε ο ήλιος, και μία ανακουφιστική δροσιά διέπνευσε τις πλατείς οδούς του Αλκαντάριφ, είπαμε να βγούμε για μία βόλτα. Η πόλη όλη έμοιαζε να είναι ένα μεγάλο παζάρι. Απ’ όπου και να περνούσαμε, ήταν στημένοι πάγκοι εμπορευόμενοι κάθε λογής καλούδια. Άνδρες πολλοί πηγαινοέρχονταν ντυμένοι με λευκές κελεμπίες και παρδαλές τακίγιες στο κεφάλι. Λίγες γυναίκες θα απαντούσαμε πού-και-πού να διέρχονται βιαστικά, με το βλέμμα χαμηλά, και με τις μπούρκες να ανεμίζουν στο ρυθμικό των βάδισμα. Όλα τα καφενεία ήταν γεμάτα ανδροπαρέες να απολαμβάνουν την βραδινή των τεϊοποσία, φέρνοντας αδιάκοπες γύρες τα τσιμπούκια των ναργιλέδων. Η διαφεύγουσα από τις ψησταριές κνίσα μάς τσιγκλούσε διαρκώς την μύτη καθώς ελισσόμασταν στα πολυάσχολα σοκάκια.
Αφού είχαμε καθίσει, το λοιπόν, σε μία από τις ταβέρνες, ώστε να γεμίσουμε τις πεινασμένες μας από το μακρύ ταξίδι γάστρες, μας σίμωσαν δύο νεαρά παλικαράκια, ο Μοχάμεντ και ο Σαΐντ. Ήλθαν και μάς έπιασαν την κουβέντα με τις φιλικότερες και εγκαρδιότερες των διαθέσεων. Σαν είχαμε αποφάει, επέμειναν να πάμε στο καφενείο να μας κεράσουν τσάι· τόσο ένθερμα που δεν θα μπορούσαμε να είχαμε αρνηθεί.
Πήγαμε σε ένα κοντινό, υπαίθριο καφενείο, όπου καθίσαμε τελικά για ώρες, και ήπιαμε κάμποσα απανωτά φλιτζάνια τσάι· για τα οποία τα νέα μας φιλαράκια δεν θα δέχονταν να πληρώσουμε δραχμή με κανέναν τρόπο. Η φιλόξενη διάθεση αυτών των παιδιών ήταν πέρα κάθε προηγουμένου. Προσφέρθηκαν να μας μουσαφιρεύσουν, να μάς κάνουν το τραπέζι, μέχρι και να μας πάνε στην εκκλησία να προσευχηθούμε το επόμενο πρωί. Προτάσεις που αναγκαστήκαμε να τις απορρίψουμε όλες ευγενικά, δείχνοντας την ευγνωμοσύνη μας. Συζητήσαμε θέματα πολλά και διάφορα, πέρασε η ώρα, ευχαριστήσαμε, αποχαιρετήσαμε, και αργά την νύχτα πια γυρίσαμε στο ξενοδοχείο ώστε να αναπαυτούμε για λίγες ώρες.
Κατά την αυγή της επομένης επιβιβαζόμασταν στο όχημα που θα μας έφερνε στην πρωτεύουσα. Ήταν ένα απλόχωρο και κλιματιζόμενο λεωφορείο, με ζωηρά χρώματα βαμμένο, καλοραμμένες κουρτίνες στα παράθυρα, και άλλα κομψοτεχνήματα στο εσωτερικό του. Ο ήλιος ανέτειλε, μία ιεροπρεπής φωνή πήρε να ψέλνει στίχους του Κορανίου από το στερεοφωνικό του λεωφορείου, και βγήκαμε πάλι στην αφιλόξενη έρημο. Ώρες πολλές διασχίζαμε ατελείωτες ευθείες προς δυσμάς, θωρώντας από το παράθυρο μόνο άμμο στρωμένη σαν μοκέτα μέχρι την γραμμή του ορίζοντα. Κατά διαστήματα θα ξεπρόβαλλε και κάποιος ξεκάρφωτος βράχος να στέκει μονάχος μεταξύ άμμου και παγγάλανου ουρανού. Περάσαμε και κάποια λίγα χωριουδάκια· το καθέν αποτελούμενο από ένα πηγάδι, μια δεκαριά πράσινα σπιτάκια, και ένα τζαμί.
Λίγο πριν την μεσημβρία πια, η πορεία μας στράφηκε βόρεια και το τοπίο άλλαξε. Δεξιά μάς εξετεινόταν το ίδιο ακόμη νεκρικό σκηνικό· αριστερά όμως, ο τόπος είχε πλέον πρασινίσει ως διά μαγείας. Και πράγματι μαγεία είχε επέμβει! Τι άλλο θα δύνατο να σπείρει ζωή καταμεσής αυτού του πάννεκρου τοπίου, εάν όχι μαγεία; Και δεν ήταν άλλη μαγεία παρά εκείνη του Νείλου Ποταμού! Είχαμε προσεγγίσει τον Γαλάζιο Νείλο και οδεύαμε βόρεια παράλληλα με τον ρου του. Δένδρα, κήπους, πόλεις, χωρία προσπερνούσαμε… και νωρίς το απόγευμα αφιχθήκαμε στο Χαρτούμ.
Ο άνεμος ήταν απών, και ο ήλιος βαρούσε βιαίως, σαν ευρεθήκαμε καταμεσής του χαοτικού λεωφορειακού σταθμού να ψαχνόμαστε προς τα πού να πάμε. Σε λίγο είχαμε φορτωθεί σε ένα τουκτούκ, που ελισσόμενο επιδέξια ανάμεσα στην πυκνή κυκλοφορία των πλατιών λεωφόρων, κάλυψε γοργά την απόσταση των δέκα περίπου χιλιομέτρων που μας χώριζαν από το κέντρο. Εκεί, σε μία ήσυχη γειτονιά, ηύραμε ένα παρακμιακό και σχετικά φθηνό ― για τα δεδομένα της πόλης που, προς μεγάλη μου έκπληξη, δεν διέφεραν και πολύ από τα δυτικοευρωπαϊκά ― πανδοχείο, όπου και θα εγκαθιστάμεθα για τις επόμενες λίγες ημέρες.
Κατά το βραδάκι, όταν πια η θερμοκρασία το επέτρεψε, βγήκα για μία πρώτη επόπτευση σε αυτήν την χαμένη στην μέση της ερήμου, μυστήρια πολιτεία. Ρίχνοντας μία σύντομη ματιά στον χάρτη, δεν χρειάστηκε να σκεφτώ πολύ ως προς τον προορισμό εκείνης της βόλτας. Αυτός δεν θα μπορούσε ήταν άλλος από το ορόσημο του Χαρτούμ· το σημείο εκείνο που η στρατηγική και εμπορική του σημασία οδήγησε στην ίδρυση της πόλης από τον Ιμπραΐμ Πασά τω έτει 1821.
Μετά από λίγα χιλιόμετρα περιπάτου, το λοιπόν, άλλοτε μέσω συμφορισμένων λεωφόρων, και άλλοτε μέσω ήσυχων συνοικιακών οδών, ευρέθηκα συγκινημένος να θωρώ το μέγα θέαμα… εκείνο ακριβώς το σημείο όπου ο Λευκός και ο Γαλάζιος Νείλος συμβάλλουν ώστε να συνεχίσουν παρέα το μακρύ ταξίδι εν μέσω της αφιλόξενης Σαχάρας· σχηματίζοντας έτσι τον μακρύτερο και πολυφημότερο ποταμό της γης. Με αυτόν, λοιπόν, συντροφιά μου, τον μέγα Νείλο, θα συνέχιζα κι εγώ το ταξίδι μου μέχρι την Μεσόγειο.
Πολλά και διάφορα περίεργα έτυχα της ευκαιρίας να μαρτυρήσω κατά την διάρκεια της ολιγοήμερης παραμονής μου στο Χαρτούμ. Απροσμέτρητα χιλιόμετρα περπάτησα υπό τον στυγερό ήλιο σε διάφορες γωνιές αυτής της εκτενούς πολιτείας. Ένα από τα πρώτα πράγματα που μού προξένησαν εκεί εντύπωση, ως προς αντίθεση με τις συμβατικές ιδέες που η δυτική προπαγάνδα έχει γεννήσει στον κόσμο σε σχέση με αυτήν την χώρα, ήταν ο πλούτος και η τάξη που την χαρακτηρίζουν. Σε καμμία περίπτωση δεν έτυχε να παρατηρήσω οποιοδήποτε σημάδι φτώχειας. Ακόμη και στις φτωχότερες, σχετικά, γειτονιές απ’ όπου έτυχε να διέλθω, η στέγαση, οι υποδομές, και το γενικό βιοτικό επίπεδο των κατοίκων ήταν αξιοπρεπέστατα. Ενώ άλλες, πολλές μάλιστα, συνοικίες της πόλης ήταν κατειλημμένες από πολυτελέστατες επαύλεις, και οι δρόμοι των έβριθαν από πανάκριβα, λευκά συνήθως, τζιπ και αγροτικά οχήματα.
Ο κόσμος της πόλης ήταν ευγενέστατος· άνευ υπερβολής, από τους συμπαθέστερους λαούς με τους οποίους έχω ποτέ μού συναναστραφεί. Απ’ όπου και αν περνούσα, όλοι θα με χαιρετούσαν πρόσχαρα· ενώ πολλοί θα με σταματούσαν επίσης, ώστε να ανταλλάξουν μαζί μού λίγες φιλικές κουβέντες. Ακόμη και οι λιγοστές γυναίκες που θα αντάμωνα στον δρόμο πάντοτε θα μού έριχναν ένα κοφτό μειδίαμα πίσω από την μπούρκα, προτού στρέψουν το βλέμμα καταγής. Σε περίπτωση που χρειαζόμουν κάποια βοήθεια ή πληροφορία, όλοι ήταν σε ετοιμότητα να μού την προσφέρουν, χωρίς να νοιάζονται ουδόλως για την σπατάλη του χρόνου των· όπως εκείνος ο τύπος που ήλθε μαζί μού πέντε χιλιόμετρα περπάτημα μόνο-και-μόνο για να μού δείξει πού ήθελα να πάω. Αν και γενικότερα, εδώ που τα λέμε, ελάχιστοι έδειχναν απασχολημένοι με σοβαρά έργα ― εάν ο καφές και ο ναργιλές δεν μπορούν να θεωρηθούν τοιούτα. Σοβαρή ή όχι ωστόσο, η απασχόληση αυτή ήταν η αγαπημένη των. Πολλοί ήταν εκείνοι οι πρόθυμοι να την μοιραστούν μαζί μού, που κατά το πέρασμά μου θα με καλούσαν στο καφενείο ή το σπίτι των, να με κεράσουν καφέ ή τσάι και λίγες τσιμπουκιές.
Ωστόσο, υποδήλως, ήταν φανερό ότι, πίσω από την ευμάρεια αυτής της πόλης, υπολανθάνει μία ιστορία αρπαγής και καταπίεσης. Η οικονομία της χώρας έχει βασιστεί σχεδόν εξ ολοκλήρου στην εξόρυξη και εξαγωγή πετρελαίου από το Νότιο Σουδάν. Και η μερίδα του λέοντος των παχυλών εσόδων αυτής της βιομηχανίας έχει πέσει στο Χαρτούμ· και κυρίως στην πανίσχυρή του κρατική μηχανή και την πολιτικοστρατιωτικοθρησκευτική ελίτ που την ελέγχει. Η πόλη όλη μοιάζει βασικά να έχει χτιστεί προς όφελος του κράτους και-μόνο. Απ’-άκρη-σ’-άκρη γέμει μίας υπερπληθώρας κολοσσιαίων, μνημειακών οικοδομημάτων, που στεγάζουν υπουργεία και λοιπές γραφειοκρατικές υπηρεσίες· κάποια εκ των οποίων δεν έχουν και πολλά να ζηλεύσουν από την αίγλη των Βερσαλλιών. Και πολλές από αυτές τις υπηρεσίες φαίνονται να έχουν συγκροτηθεί, όχι από άλλη χρεία, παρά για να δημιουργήσουν επιπλέον θέσεις και αξιώματα για τους συγγενείς και ευνοουμένους της αρχούσης τάξης. Πραγματικά, με όλα αυτά που είδα σε αυτήν την πόλη, διόλου δεν θα με εξέπληττε να έβλεπα και ένα, ας πούμε, τερατώδες παλάτι στην μέση της Σαχάρας να αναγράφει Υπουργείον Διαχειρίσεως Αποθεμάτων Άμμου.
Όλη αυτή η κρατική μηχανή οφείλει, βεβαίως, να υποστηρίζεται και από την πρέπουσα στρατιωτική δύναμη. Ο στρατός ήταν πανταχού παρών· με μονάδες του να γυροφέρνουν σε όλη την πόλη και να διατηρούν ισχυρές οχυρωμένες θέσεις, με βαρέα πολυβόλα και άρματα μάχης, έξω από τα κρατικά, και λοιπά άλλα, κτίρια· όπως, για παράδειγμα, φαντάζομαι, τις κατοικίες διαφόρων παρασημοφόρων στραταρχών και μεγαλοϊμάμηδων, των οποίων τις πομπώδεις γιγαντοαφίσες βαριέται κανείς να παρατηρεί αναγύρω σε όλη την πόλη.
Όμως έχει ο καιρός γυρίσματα… Το Νότιο Σουδάν έχει πλέον κερδίσει την ανεξαρτησία του από το 2011. Και η πετρελαιοπρόσοδος έχει επομένως αρχίσει να διαιρείται ανάμεσα στα δύο κράτη· με την εξόρυξη να πέφτει στον νότο, και την επεξεργασία στον βορρά. Οι πρώτες αύρες της επικείμενης παρακμής έχουν αρχίσει εμφανώς να πνέουν εντός αυτής πολιτείας.
Πέρασαν σιγά-σιγά και εκείνες οι ημέρες, και για ακόμη μία φορά, είχε έλθει πλέον η ώρα να αναχωρήσω προς βορράν. Έτσι, ένα ζεστό ξημέρωμα επιβιβαζόμασταν σε ένα ακόμη λεωφορείο, και σύντομα ύστερα, αποχαιρετούσαμε το παράξενο Χαρτούμ. Οι λεωφόροι, οι στιβαρές οικοδομές, και όλα τα ανθρώπινα έργα είχαν πλέον μείνει πίσω μάς. Το τοπίο όλο είχε τώρα αφεθεί ξανά στην φύση του· στην επιβλητική και ατέρμονη Σαχάρα. Ώρες και ώρες διανύαμε τις έρημες εκτάσεις, και της μεσημβρίας προσεγγίζουσας, σήμανε ώρα για προσευχή.
Το λεωφορείο έκανε στάση στην μέση του πουθενά. Δεν υπήρχε κυριολεκτικά τίποτε ειμή άμμος ανά όλο το οπτικό πεδίο. Κατέβηκα, άναψα ένα τσιγάρο, και πήρα να παρατηρώ το εξαιρετικό εκείνο θέαμα που μόλις είχε αρχίσει να εκτυλίσσεται μπροστά στα μάτια μου. Κατέβηκαν όλοι οι επιβαίνοντες με ένα χαλάκι ο καθείς ανά χείρας, και σιωπηλοί πήραν να σκορπίζονται ολόγυρα, πέρα, προς την αχανοσύνη της ερήμου. Κατέλαβε ο καθείς από ένα κομματάκι γης, όσο πιο μακριά μπορούσε από τους υπολοίπους, άπλωσε το χαλάκι του, και έπεσε καταγής να εκτελεί ιεροπρεπείς γονυκλισίες εν μέσω της απόλυτης σιγής. Ποιος ξέρει τι να είχαν στα μυαλά των άραγε; Ποια γαλήνη και ποια ταραχή να συνέτρεχαν τις ψυχές των; Ποια όμορφη, αλαργινή, ασύλληπτη αιωνιότητα να γύρευαν;
Συνεχίσαμε το ταξίδι. Διασχίσαμε πάμπολλα ερημικά χιλιόμετρα, και απογευματάκι πια, αφιχθήκαμε στον αποψινό μας προορισμό: μία μικρή πολίχνη στην νότια όχθη της Λίμνης του Νάσερ, ονόματι Ουάντι Χάλφα. Ξεφορτώσαμε, και πήραμε ευθύς να περιπλανώμεθα στις ανασφάλτωτες και αμμοράπιστες οδούς εκείνης της μαγευτικής πολιτείας. Ένα μεγάλο τζαμί με τον καταπράσινο μιναρέ του να υψώνεται απειλητικά προς τον άσπιλο ουρανό της ερήμου, και κάμποσες συστάδες από αραιά γειτονεύοντα πλίνθινα κτίσματα, ήταν όλα-κι-όλα τα που αποτελούσαν την Ουάντι Χάλφα. Και γύρω-γύρω νέκρα· κάμποσοι ξεκάρφωτοι βραχόλοφοι, η αιώνια άμμος, και η γαλανή τεχνητή λίμνη να αντικατοπτρίζει τον ουρανό εν μέσω τών.
Ευρήκαμε τελικά έναν παρακμιακό, υποτυπώδη, φθηνό ξενώνα να διανυκτερεύσουμε. Ήταν δυο-τρείς υπνοθάλαμοι με κάμποσα στενώς συναγμένα, μισοσάπια ντιβάνια, δίχως στρώμα, αλλά με μία κουρελού το καθένα. Έξω είχε μία περιτοιχισμένη αυλή με κάμποσα επιπλέον ντιβάνια και ένα νεροβάρελο για πλύσιμο στην μία της γωνία. Ο ιδιοκτήτης, ο Μοχάμεντ, ένας κοντοπίθαρος τυπάκος, ήταν μεγάλο αλάνι· μέσα σε όλα τα κόλπα, και με το τηλέφωνο διαρκώς στο αφτί να διαπραγματεύεται κάποια μπίζνα. Κερδίζοντας την κατάλληλη μίζα, φαντάζομαι, μεσολάβησε να κανονίσει και για εμάς συνάλλαγμα και τα αυριανά μας εισιτήρια.
Αργότερα, όταν πια το σκοτάδι είχε πέσει βαθύ πάνω από την αμυδρώς φωτισμένη πολίχνη, μας προσκάλεσε ο Μοχάμεντ να δειπνήσουμε παρέα. Μας πήγε σε ένα καφενείο στην ταράτσα του μοναδικού, νομίζω, κτιρίου που υπερέβαινε τον έναν όροφο σε όλον εκείνον τον τόπο. Εκεί, αφού πίναμε το τσάι μας, μάς φανέρωσε τελικά τον κρύφιο του σκοπό: Γύρευσε του Σκώτου φίλου μου να τού εύρει, κατά λέξη, «a pretty and rich British lady»· χάρη περί της οποίας την έκβαση μού εφάνη αισιοδοξότατος… Πολύ ωραία τα περάσαμε εκείνη την βραδιά. Πολλά ωραία και αστεία ακούσαμε από την πάρτη εκείνου του τύπου.
Αργότερα, ένα φουσκωτό, χλωμοκόκκινο φεγγάρι ανέτειλε και φανέρωσε όλη την σαγήνη της αραβικής νύχτας. Έκρυψε τα αδυναμότερα των ακαταμέτρητων άστρων, που λίγο πρωτύτερα πλημμύριζαν τον πεντάμαυρο ουρανό· στου οποίου τα όρια σκιαγράφησε ξεκάθαρα τις άγριες σιλουέτες των βραχολόφων· και έβαψε σε μία πορφυρή χροιά την επιφάνεια της λίμνης που στραφτοβλήθηκε μέχρι το πέραν του ορίζοντα… εκείνο το πέραν που θα ξεπερνούσαμε την επομένη· ένα πέραν αιγυπτιακό.