Η Ουγκάντα ήταν ο φυσικός επόμενός μου προορισμός μετά την Ρουάντα. Ωστόσο δεν είχα ευκαιρήσει να πράξω την παραμικρή έρευνα ως προς το τι ακριβώς θα κάνω ή πού ακριβώς θα πάω εντός αυτής της χώρας. Όλως τυχαίως είχα γρικήσει από κάποιους ταξιδιώτες στο Κιγκάλι το όνομα αυτής της πόλης, προς την οποία κατευθυνόμασταν τώρα με το λεωφορείο, και είχα πει ας πάω εκεί για αρχή και βλέπουμε.
Αν και δεν ήμασταν πολλές ώρες μέσα στο λεωφορείο, λίγο η τρελή οδήγηση, λίγο οι ανιαρές χορωδίες, λίγο τα πολλά λεωφορεία που είχα πάρει το τελευταίο διάστημα… το ταξίδι με είχε κουράσει υπέρ του συνηθισμένου. Δεν είχα ιδιαίτερη όρεξη να υποστώ τις υπολειπόμενες ώρες της διαδρομής.
Αυτή η ιστορία είναι απόσπασμα από το βιβλίο μου «Από το Κέιπ Τάουν στην Αλεξάνδρεια», στο οποίο αφηγούμαι το επικό, μοναχικό μου ταξίδι από άκρη σε άκρη της σαγηνευτικής Αφρικής, και διαβιβάζω μία σοβαρή μεν, γλαφυρή δε, απεικόνιση της ετερόμορφης και ιδιάζουσας αφρικανικής πραγματικότητας.
Δεν θα είχαμε διανύσει πάνω από τριάντα χιλιόμετρα εντός της Ουγκάντας, και το λεωφορείο προέβη σε στάση σ’ εκείνη την πρώτη πόλη που συναντήσαμε στον δρόμο. Δεν γνωρίζω τι ακριβώς μπορεί να σκεφτόμουν πριν· μόνο θυμάμαι μία οξεία διέγερση που ηλέκτρισε αίφνης το στομάχι μου, και εντός ενός χρονικού πολλοστημορίου, ενεργοποίησε στην κεφαλή μου μία ακατάσχετη παρόρμηση να εξέλθω του οχήματος αυτοστιγμεί.
«Eee, you no here, here Kabale» μού είπε ο οδηγός σαν με είδε να κατεβαίνω. «I know, I know» τού έκανα κι εγώ, ενώ έβγαζα συγχρόνως τις αποσκευές μου από το πορτμπαγκάζι. Το πρώτο μέρος της παραίνεσής του το ήξερα και μόνος μου· το δεύτερο, το είχα μόλις μάθει. Ήμουν στο Καμπάλε.
Το λεωφορείο αποχώρησε. Εγώ έριξα τα πράγματά μου στην άκρη του δρόμου, κάθισα επί του σάκου, άναψα ένα τσιγάρο, και πήρα να τηρώ τους περαστικούς και την ανεμόδαρτη άμμο να διασχίζουν τον δρόμο μπροστά μού. Τι θα έκανα εκεί, δεν είχα ακόμη ιδέα. Ούτε και είχα αρχίσει να το συλλογούμαι καν. Μόνο ρουφούσα το τσιγάρο μου και ρέμβαζα. Το τσιγάρο κόντευε να αποκαεί, και ο ρεμβασμός με είχε μεταθέσει σε πεδία αλαργινά από τον υλικό κόσμο, όταν: «Eee, Lake Βunyoni?» μού έκανε ο πικιπικιστής που είχε σταθεί πάνω από το κεφάλι μου.
Περισκέφτηκα για δύο στιγμές την πρότασή του. Τις λίμνες ανέκαθεν τις αγαπούσα. Το Μπουνιόνι δεν μού έλεγε τίποτε το ιδιαίτερο ― μία εξωτική λέξη ωστόσο πάντοτε εξάπτει ραδίως την φαντασία ενός περιπετειώδους πνεύματος… Με έψησε εύκολα ο τύπος. Πήδηξα στην σέλα, βολεύσαμε κάπως και τα πράγματα, και πήραμε δρόμο.
Η διάρκεια, καθώς και η κατεύθυνση, του επικείμενου ταξιδιού μού ήταν παντελώς άγνωστες. Πήραμε να ανηφορίζουμε κάποιους λόφους που υψώνονταν μετά τις δυτικές παρυφές της πόλης. Το άλγημα που η λίαν άβολη στάση προξενούσε στην μέση μου κόντευε να υπερβεί το όριο του υποφερτού πόνου, ίσαμε την στιγμή που προσεγγίσαμε την ράχη των λόφων· οπόθεν η άρτι εμφανισθείσα προς δυσμάς θέα αποζημίωσε πάσαν υποσταθείσα κόπωση. Το τοπίο εκείνο όφειλε όπως προσονομασθεί η Ελβετία του ισημερινού. Αυτή ήταν τελικά η λίμνη Μπουνιόνι: μία λίμνη μεγάλη, περικεκλειμένη από πράσινους λόφους και βουνά δραματικά, ολόγιομη νησάκια σκόρπια· της οποίας οι πολυκύμαντες όχθες εξετείνονταν και χάνονταν πίσω από την ασάφεια του πέρατος.
«Is it good here?» μού έκανε ο μηχανόβιος ταρίφας, αφού είχαμε κατέβει τον λόφο, και ενώ έκοβε ταχύτητα κοντά σε μία βαριά σιδεροπύλη. Όπως επεσήμαινε η επιγραφή resort άνωθέν τής, αυτή ανήκε σε κάποιο τουριστικό θέρετρο· κατά-τ’-άλλα όμως θύμιζε πύλη στρατοπέδου. «It’s fine» τού έκανα κι εγώ ενστικτωδώς· και αφού τον πλήρωσα, κίνησα να περάσω την πύλη που ο βαρέως οπλισμένος πορτιέρης είχε ήδη σπεύσει να ξαμπαρώσει.
Προσήλθα στην υποδοχή, και αφού ενημερώθηκα περί των απαγορευτικών για το άτομό μου τιμών των δωματίων, συμφώνησα με τον τύπο να μού επιτρέψουν να κατασκηνώσω εντός της ιδιοκτησίας έναντι ενός ευτελούς αντιτίμου. Ανακάλυψα μία ιδανική, ήσυχη γωνιά δίπλα στην όχθη, έστησα στα-μπαμ την σκηνή, και πέταξα μέσα τα πράγματά μου. Ύστερα έκανα έναν καφέ και πήγα και την έπεσα στο χείλος μίας μικρής, μισοσάπιας, ξύλινης προβλήτας λίγο πιο δίπλα. Άναψα κι ένα τσιγάρο, και έμεινα εκεί να θωρώ την γαληνή επιφάνεια των υδάτων και να θεωρώ τα πρόσφατα δρώμενα της ζωής μου. Προσπαθούσα να κατανοήσω ποια δύναμη ή ποια διαίσθηση με είχε καθοδηγήσει εντός αυτού του παραδείσου, του οποίου την ύπαρξη αγνοούσα παντελώς μέχρι και πριν λίγες ώρες.
Αποκάηκε το τσιγάρο, στέγνωσε η κούπα, και είπα να στροφάρω λίγο το μυαλό μου ώστε να μού εύρει κάποια απασχόληση για το υπόλοιπο της ημέρας. Παράτησα ωστόσο την προσπάθεια γρήγορα, αφού κατάλαβα πως τίποτε δεν μπορούσα να ορεχθώ καλύτερα από αυτό ακριβώς που έκανα την στιγμή εκείνη· δηλαδή να θωρώ την γαληνή επιφάνεια της λίμνης. Και έτι ειδυλλιακότερη κατέστη η ασχολία αυτή όταν επιπλέον απενεργοποίησα και τον εγκέφαλό μου. Και ολωσδιόλου δεν λειτούργησε καθ’ όλο το διάστημα που διήρκεσε η χαύνα μου εντρύφηση. Και όταν τελικά έδωσε εκ νέου σήμα τι λειτουργίας, η πρώτη ιδέα που εξέπεμψε ήταν: Ωραίο το να μην κάνεις τίποτε! Τότε κατάλαβα γιατί η προνοούσα μοίρα με είχε στείλει αυτόσε… Το μακρύ ταξίδι με είχε καταβάλει. Χρειαζόμουν διακοπές.
Τέσσερα μερόνυχτα γεμάτα παρέμεινα τελικά στο μέρος εκείνο να δοκιμάζω τις επιδόσεις μου στην ραθυμία. Χαράματα σηκωνόμουν και την έπεφτα παρά την όχθη με την κιθάρα, κρυμμένος πίσω από την πυκνή ομίχλη, να τραγουδάω μέχρι ξελαρυγγιάσματος, με διάφορα πτηνά εξωτικά να προσέρχονται ανά διαστήματα ίνα τζαμάρουν μαζί μού. Του ηλίου ανελθόντος και της ομίχλης διαλυθείσης, βουτούσα στα δροσερά νερά να κολυμβάω με τις ώρες στα ανοιχτά, και να ανταλλάσσω και καμμια-κουβέντα με διάφορους γυροχωριανούς που απαντούσα κάθε-λίγο να διασχίζουν την λίμνη με τα μονόξυλά των. Τα απογεύματα έβγαινα περιπάτους να εξερευνώ τις πλούσιες σε ιδιότυπη χλωροπανίδα όχθες, και να επισκέπτομαι τα διάφορα χωριουδάκια της περιοχής και τους αστείους και φιλοπερίεργους κατοίκους των. Τα απόβραδα άραζα με διάφορους υπαλλήλους και θαμώνες του παραθεριστικού κέντρου, να τρώμε, να πίνουμε, και να τραγουδάμε παρά την πυρά έως αργά, που η φωτιά θα είχε ξεθυμάνει αφημένη στην αμέλεια, και οι τελευταίοι της παρέας θα πήγαιναν κι αυτοί για ύπνο· οπόταν απέμενα καταμόναχός μού να ξανοίγω τον πλατύ έναστρο ουρανό και να αγρικώ μετ’ εχεμύθειας την βαθιά σιγαλιά της νύχτας.