Πριν το χάραμα της επομένης, ήμουν πάλι στον λεωφορειακό σταθμό, φορτωμένος τα υπάρχοντά μου, να αναζητώ το σημερινό μου λεωφορείο. Τελικά όμως δεν ευρήκα κανένα λεωφορείο, παρά ένα βανάκι. Μπήκαμε όλοι οι επιβάτες μέσα· και κάποιοι από εμάς προλάβαμε και πιάσαμε τα λιγοστά καθίσματα. Τελικά όμως, το κάθισμα αυτό δεν με κατέστησε και τόσο προνομιούχο απέναντι στους όρθιους (σκυφτοκαμπουριασμένους μάλλον) όσο πίστευσα στην αρχή ― πριν αρχίσουν να φορτώνουν πάνω μάς και ανάμεσά μάς όσα πράγματα δεν μπόρεσαν να βολεύσουν στον ουρανό του οχήματος· τον οποίον είχαν ήδη καταφορτώσει με έναν τρόπο κατιτί… επικίνδυνο για την γενική οδική ασφάλεια. Ένας τύπος άρχισε να μού περνάει δέματα και σακούλες από το παράθυρο. Αφού πρώτα πείστηκε ιδίοις όμμασι ότι είχα δίκιο που τού έλεγα πως τίποτε πια δεν θα χωρούσε κάτω από τα πόδια μου, μού είπε να τα βάλω πάνω στα πόδια μου. Με-τα-πολλά, είχα πετύχει μία στάση που θα ζήλευε και ο μεγαλύτερος γκουρού Ινδός γιόγκης, όταν με κόπους και με ζόρια, όλοι και όλα χωρέσαμε και ξεκινήσαμε το ταξίδι.
Αυτή η ιστορία είναι απόσπασμα από το βιβλίο μου «Από το Κέιπ Τάουν στην Αλεξάνδρεια», στο οποίο αφηγούμαι το επικό, μοναχικό μου ταξίδι από άκρη σε άκρη της σαγηνευτικής Αφρικής, και διαβιβάζω μία σοβαρή μεν, γλαφυρή δε, απεικόνιση της ετερόμορφης και ιδιάζουσας αφρικανικής πραγματικότητας.
Δεν θα πήρε πάνω από λίγα λεπτά, και είχα πέσει ξερός για ύπνο. Ο ύπνος σε τοιαύτη στάση δεν θα αποδεικνυόταν ωφέλιμος για τα οστά και τους μυς μου, αλλά από πάντοτε στα πρωινιάτικα ταξίδια με συνέπαιρνε μία καταπλακωτική υπνηλία. Δυστυχώς ― ή ευτυχώς από την άλλη ― ο ύπνος μου δεν διήρκεσε πολληώρα. Μελανός ήταν ακόμη ο ουρανός όταν συνειδητοποίησα ότι το όχημα είχε ακινητοποιηθεί. Είχε κάποια βλάβη. Tίποτε δεν υποδήλωνε ότι ενδέχεται να ξεκινήσουμε σύντομα. Έτσι και σιγά-σιγά, με μαϊμουδιάρικους ελιγμούς, καταφέραμε και απεγκλωβιστήκαμε ο ένας πίσω από τον άλλον.
Η ανατολή είχε αρχίσει να χαράζει. Ο καφετζής απέναντι πήρε χαμπάρι πως είχε μείνει όχημα και έσπευσε να ανάψει κάρβουνα. Μού έψησε και μένα έναν καφέ, και κάθισα στο κούτσουρο (που ήταν η καρέκλα) στο πλάι της παλέτας (που ήταν φυσικά το τραπέζι). Έστριψα κι ένα τσιγάρο· και την ώρα που το άναβα, βγήκε και ο ήλιος τρανός και πυροκόκκινος υπέρ του επιπέδου ορίζοντα· και έβαψε το χώμα και την καταχνιά με θερμοέρυθρες αποχρώσεις.
Χάζευσα, ρέμβασα, τελείωσα το τσιγάρο… και όλοι οι άλλοι έκαναν το ίδιο. Κανείς δεν έμοιαζε να πολυκαίγεται για την βλάβη. Έπαιρνε ανήφορο ο ήλιος· διελύετο η ομίχλη· κάπνισα δεύτερο τσιγάρο, τρίτο… Πήγαν επιτέλους δυο-τρείς και άρχισαν να παιδεύονται με τα φρένα· τα οποία έφεραν τελικά την βλάβη. Ζέσταινε ακλόνητη η μέρα· ξυπνούσε το χωριό· πήρα και δεύτερο καφέ, έφυγε μισό πακέτο… παιδεύτηκαν κι αυτοί πολύ και ίδρωσαν… το έφτιαξαν εν τέλει… και πήραμε δρόμο.
Η γραμμικώς αυξάνουσα ζέστη και η αναπτυσσόμενη ιδρωτίλα κατέστησαν την δοκιμασία αυτού του ταξιδιού χειρότερη· και έτι χειρότερη κατέστησέ την ο σαν βομβαρδισμένος χωματόδρομος, όπου ο οδηγός βρήκε ευκαιρία να επιδείξει τις ταρζανικές του οδηγικές ικανότητες. Αυτά δεν ήταν τίποτε όμως… Τα χείριστα ήλθαν όταν ο δρόμος άρχισε να κατηφορίζει. Τότε μόνο ανακάλυψα ότι αρχίδια βλάβη είχαν επισκευάσει. Ώστε να ξεκολλήσουν τα τακάκια που είχαν μπλοκάρει την πλάκα, είχαν αφήσει τα φρένα ανάπηρα. Στην ουσία δεν τα επιδιόρθωσαν τα φρένα, αλλά τα αποσυνέδεσαν ολωσδιόλου! Και γαμιώντας τώρα κατηφόριζε ο οδηγός, αδρώς μεταχειριζόμενος το χειρόφρενο, και καρφώνοντας την δευτέρα και την πρώτη πριν από τις κλειστές στροφές.
Κράτησε κάμποσες ώρες η αγωνία. Λόφους πολλούς ανεβοκατεβήκαμε· σε πολύ σταυροκόπημα θα μπορούσε κανείς να έχει προβεί… Και κατά το μεσημεράκι, φτάσαμε τελικά ζωντανοί στα τανζανορουαντικά σύνορα. Απεγκλωβιστήκαμε, ρίξαμε ένα καλό τέντωμα, και ξεφορτώσαμε τα πράγματα. Εδώ θα περνούσαμε τα σύνορα πεζοί και θα μετεπιβιβαζόμασταν σε άλλο λεωφορείο προς το Κιγκάλι: την πρωτεύουσα της Ρουάντας.