Το Νταρ Ες Σαλάμ ιδρύθηκε από κάποιον Ζανζιβαρό σουλτάνο, στην θέση ενός προγενέστερου ψαροχωρίου, το 1865. Αργότερα αποτέλεσε διοικητικό και οικονομικό κέντρο των Γερμανών και Βρετανών αποίκων της χώρας. Το 1961 ορίσθηκε ως η πρωτεύουσα της μόλις ανεξαρτητοποιημένης τότε Τανγκανίκας, και διατήρησε τον τίτλο μέχρι το 1973, οπόταν η πρωτεύουσα μετεφέρθη στην Ντοντόμα. Μετά από την κατάργηση του σοσιαλισμού και της Ujamaa, την δεκαετία του ’80, ο πληθυσμός της πόλης έχει δεκαπλασιασθεί, και σήμερα είναι πλέον μία από τις μεγαλύτερες και πιο εξέχουσες πόλεις της Αφρικανικής Ηπείρου.
Αυτή η ιστορία είναι απόσπασμα από το βιβλίο μου «Από το Κέιπ Τάουν στην Αλεξάνδρεια», στο οποίο αφηγούμαι το επικό, μοναχικό μου ταξίδι από άκρη σε άκρη της σαγηνευτικής Αφρικής, και διαβιβάζω μία σοβαρή μεν, γλαφυρή δε, απεικόνιση της ετερόμορφης και ιδιάζουσας αφρικανικής πραγματικότητας.
Έχω ήδη αναφέρει, νομίζω, ότι το όνομα της πόλης αυτής είναι αραβικό, και σημαίνει η κατοικία της ειρήνης. Δεν θα μπορούσα να κρίνω το όνομα αυτό πιο εύλογο. Ο πολυποικίλων υποβάθρων κόσμος της φαίνεται να συμβιώνει σε απόλυτη αρμονία. Ετερόκλητων φυλών Αφρικανοί, Ινδοί, Ευρωπαίοι, Άραβες, Κινέζοι (εννοείται), όλοι μοιάζουν να έχουν την θέση των μέσα σε αυτήν την κοινωνία, δίχως να διατηρούν υποθάλπουσες μνησικακίες αναμεταξύ των. Με εξέπληξε, ας πούμε, το γεγονός ότι ποτέ δεν άκουσα από κανέναν να εκφέρεται η ελάχιστη μέμψη κατά των Ινδών, οι οποίοι διατηρούν σχεδόν όλα τα καταστήματα και τα εστιατόρια της πόλης· ή ούτε καν κατά των Ευρωπαίων, οι οποίοι διατηρούν τις τράπεζες, τα εργοστάσια και όλα αυτά που ο λαός αυτός αρέσκεται να διατηρεί.
Με μεγάλη τέρψη και περίσκεψη πήρα να παρατηρώ το πώς μία εκκλησία και ένα τζαμί θα στέκονταν κυριολεκτικά δίπλα-δίπλα ή απέναντι το ένα στο άλλο· ενώ παραδίπλα θα εύρισκες και κάποιο μαντίρι ή κάποια συναγωγή· και ενώ θα διερχόταν και κάποιος περαστικός Μασάι, με τον χρωματιστό του χιτώνα, πηγαίνοντας ίσως σε κάποια γωνιά κι αυτός να θυσιάσει κανα-βόδι και να επιδοθεί σε εκστατικούς χορούς καίγοντας θυμιάματα της σαβάνας… ή οτιδήποτε μπορεί να κάνουν κι αυτοί τελοσπάντων.
Μεγάλη ευχαρίστηση έπαιρνα επίσης να περιφέρομαι στα συνοικιακά παζάρια. Εκεί θα εύρισκες λογιών-λογιών εμπορεύματα προς πώληση στους στενώς συναγμένους πάγκους, και γυναίκες με ζωηρόχρωμες περιβολές να πηγαινοέρχονται στα στενά διαδρομάκια, κουβαλώντας καλάθια φορτωμένα τροπικά φρούτα στα κεφάλια των. Εκεί τριγύρω, σε περιπτώσεις κατεπειγούσης πείνας, πάντοτε θα εύρισκες και κάτι ετοιματζίδικο να τσιμπήσεις. Συνήθως θα προέκειτο για κάποιον τυπά με μία μικρή ψηστιέρα, καταχωμένο χάμω σε κάποια γωνίτσα του δρόμου, ανάμεσα σε μπαζοσωρούς και σκουπιδοστοιβάδες. Έκαναν, οι περισσότεροι, κρεατάκι, σαλατούλα, και πατάτες· τα οποία θα πετούσαν με τα καταϊδρωμένα και άπλυτα ― ενδεχομένως για εβδομάδες ― χέρια των μέσα σε ένα πλαστικό σακουλάκι, και θα το έδεναν κόμπο στα-γρήγορα, πριν προλάβουν να εισχωρήσουν μέσα πολλές μύγες. Νοστιμούτσικη την βρήκα την τανζανική αυτή εκδοχή του fast food. Ωστόσο, ομολογουμένως, δεν θα την συνιστούσα σε άτομα με αδύναμα στομάχια.