Όλο εκείνο το σιναφολόι που συναθροιζόταν κάθε βράδυ στο πανδοχείο απετελείτο από τα μέλη του ευρύτερου ευνοημένου κύκλου της νεποτιστικής πολιτικής του επί τριακονταπενταετίας πανίσχυρου προέδρου Μουγκάμπε. Τα μέλη της μη-προνομιούχας, συντριπτικής πλειονότητας του πληθυσμού της πόλης ήταν έξω από εκείνο το ψηλό τείχος του πανδοχείου, και υπό αθλιοτάτες συνθήκες, αγωνίζονταν με κάθε τρόπο να επιβιώσουν.
Κάθε φορά που ― αφού φώναζα τον φρουρό να μού ανοίξει την κλειδαμπαρωμένη σιδεροπύλη ― εξερχόμουν του πανδοχείου, δεν έπαιρνε περισσότερο από λίγα βήματα, και ένα τσούρμο από εξαθλιωμένους, ρακένδυτους τύπους με είχαν περιστοιχίσει. Επέμεναν, όλοι μαζί και ο καθένας ανεξάρτητα του άλλου, να μού προσφέρουν οποιαδήποτε από μία ποικίλη γκάμα υπηρεσιών, που ξεκινούσε από συνάλλαγμα και ξεναγήσεις, και έφτανε σε πουτάνες και κόκα. Αφού, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, τους έπειθες ότι δεν χρειάζεσαι τίποτε, θα συνέχιζαν να επαιτούν προς οτιδήποτε διατίθεσαι να δώσεις· από το ελάχιστο κέρμα, μέχρι ένα υαλομπούκαλο ή μία μπαταρία.
Αυτή η ιστορία είναι απόσπασμα από το βιβλίο μου «Από το Κέιπ Τάουν στην Αλεξάνδρεια», στο οποίο αφηγούμαι το επικό, μοναχικό μου ταξίδι από άκρη σε άκρη της σαγηνευτικής Αφρικής, και διαβιβάζω μία σοβαρή μεν, γλαφυρή δε, απεικόνιση της ετερόμορφης και ιδιάζουσας αφρικανικής πραγματικότητας.
Ενός ξυπόλυτου από αυτούς τους τύπους, τού έδωσα τελικά τα παλιά μου, ξεχαρβαλωμένα ορειβατικά παπούτσια ― το τρίτο ζευγάρι που κουβαλούσα, πλην των αναρριχητικών και των καινούργιων ορειβατικών. Μού έβαλε την ιδέα αυτός, όταν μέσα στο γενικότερο διακόνεμα, με ρώτησε εάν έχω τίποτε παλιά ρούχα. Το μυαλό μου πήγε με-την-μία στα παπούτσια εκείνα, που είχα ήδη σκεφτεί να τα ξεφορτωθώ. Τού είπα να περάσει το επόμενο μεσημέρι από το πανδοχείο. Δώδεκα παρά κάτι δευτερόλεπτα την επομένη, τον άκουσα να κράζει το όνομά μου πίσω από τον φράχτη. Κάθε μέρα τον έβλεπα ύστερα να φοράει με καμάρι τα νέα του υποδήματα. Ήταν σίγουρα ο μοναδικός τύπος σε όλη την πόλη που είχε ορειβατικά παπούτσια.
Η οικονομία ήταν καταρρεύσασα. Κυκλοφορούσαν κάποια ντόπια χαρτονομίσματα με μπόλικα μηδενικά να κάνουν ουρά στην αξία του καθενός· και θα χρειαζόσουν κάμποσα από δαύτα για να αγοράσεις ένα αναψυκτικό. Εγώ δεν μπήκα καν στον κόπο να κάνω συνάλλαγμα· μιάς-και όλοι μετά μεγάλης των χαράς θα προτιμούσαν οτιδήποτε άλλο παρά το τοπικό νόμισμα· από δολάρια και ευρώ, μέχρι ράντια και πούλα, ή κυριολεκτικά οτιδήποτε άλλο, έστω και αν δεν γνώριζαν καθόλου την χώρα προέλευσής του.
Με πολλούς ντόπιους είχα την ευκαιρία να συγχρωτιστώ στις καθημερινές μου βόλτες ανά τις διάφορες γειτονιές της πόλης. Η αλήθεια είναι, ωστόσο, ότι με ελάχιστους εξ αυτών οι συναναστροφές αυτές μπόρεσαν να καταδυθούν, έστω και κατ’ ολίγον, κάτω από την επιφάνεια. Τους βρήκα εν γένει ιδιαίτερα επιφυλακτικούς απέναντί μού ― ως ξένο και λευκό. Πράγμα κατανοητότατο εάν αναλογιστεί κανείς το μακροχρόνιο ιστορικό λευκής καταπίεσης που έχουν βιώσει αυτοί οι άνθρωποι, σε συνδυασμό με την ακραία αντιλευκή πολιτική και ρητορική του καθεστώτος που αντικατέστησε την λευκοκρατία. Παρότι επιφυλακτικοί ωστόσο, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, δεν είχαν επιθετικές διαθέσεις απέναντί μού. Απλά, όσο και να προσπάθησα να επικοινωνήσω μαζί τών, μού έδιναν πάντοτε την εντύπωση ότι για αυτούς δεν ήμουν παρά άλλο ένα λευκόδερμο κινητό πορτοφόλι.
Καμπόσους, της ευκαιρίας δοθείσης, μακριά από αδιάκριτα βλέμματα και ώτα, τών ζήτησα να μού εκθέσουν την γνώμη των περί του προέδρου και του κυβερνώντος καθεστώτος των. Όλοι θα μού έλεγαν κάτι του τύπου: «Ο Ρόμπερτ Μουγκάμπε είναι ο μεγάλος μας ηγέτης που μας απελευθέρωσε από τον λευκό ζυγό! Είναι ο πατέρας του έθνους που αφιέρωσε την ζωή του στον καταπιεσμένο λαό της Ζιμπάμπουε! Είναι ήρωας! Είθε ο Θεός να τού χαρίσει χίλια χρόνια!» Όλα αυτά τα πρόφεραν όμως με φωνή τρεμάμενη και κατάψυχρη. Τα περιδεή των μάτια έλεγαν ξεκάθαρα: «Άντε! Θα ψοφήσει ποτέ ο κωλόγερος; Ή θα μας θάψει όλους στο τέλος;»