Κατά το προμεσήμερο είχαμε αφιχθεί στα σύνορα. Περάσαμε το συνοριακό φυλάκιο της Ναμίμπιας· και αμέσως μετά, το φυλάκιο της χώρας εκείνης που θα ήταν η δεύτερη και τελευταία χώρα ― μετά την Νότια Αφρική ― που θα μού επέτρεπε είσοδο άνευ βίζας. Είχαμε μπει στην Μποτσουάνα.
Ευρισκόμασταν ήδη στην καρδιά της ερήμου Καλαχάρι. Συνεχίσαμε να κατευθυνόμαστε ανατολικά εν μέσω των φανταστικής ομορφιάς τοπίων που κατελάμβαναν την περιοχή. Η έρημος Καλαχάρι είναι έρημος μόνο στο όνομα· αφού οι περιοδικές καταιγίδες και τα πλούσια αποθέματα υπογείων υδάτων επιτρέπουν στην ζωή να ακμάζει πάνω σε αυτήν την καλυμμένη με κόκκινη άμμο, αχανή, κατισόπεδη έκταση.
Αυτή η ιστορία είναι απόσπασμα από το βιβλίο μου «Από το Κέιπ Τάουν στην Αλεξάνδρεια», στο οποίο αφηγούμαι το επικό, μοναχικό μου ταξίδι από άκρη σε άκρη της σαγηνευτικής Αφρικής, και διαβιβάζω μία σοβαρή μεν, γλαφυρή δε, απεικόνιση της ετερόμορφης και ιδιάζουσας αφρικανικής πραγματικότητας.
Το τοπίο κυριαρχείτο από θάμνους και ακακίες. Τα εκπληκτικά αυτά δένδρα σκάβουν τις ρίζες των μέχρι και εξήντα μέτρα στα έγκατα της γης, για να βρουν το ζωτικό νερό που κρύβεται εκεικάτω. Αντιλόπες, καμηλοπαρδάλεις, και διάφορα μικρότερα ζωντανά βλέπαμε εδώ-και-‘κεί να σεργιανίζουν υπό τον τσουρουφλίζοντα ήλιο. Όλο αυτό το μέρος φάνταζε κατά κάποιον τρόπο ως το απόλυτο αφρικανικό τοπίο· η ιδανική εικόνα που θα γεννούσε κάποιου το μυαλό στο άκουσμα της λέξης Αφρική.
Κατά το απογευματάκι φτάσαμε στον τόπο που θα διανυκτερεύαμε εκείνη την πρώτη μας νύχτα στην Μποτσουάνα: μία κατασκήνωση μέσα στην ζωγραφιστής ομορφιάς περιβάλλουσα ημιέρημο, λίγο έξω από μία πολίχνη ονόματι Ghanzi.