Είχαμε εισέλθει στην έρημο. Εν μέσω τής, ωστόσο, η ζωή είχε ένα τελευταίο καταφύγιο, στο οποίο και θα διανυκτερεύαμε εκείνη την νύχτα. Ο Πορτοκαλής Ποταμός, που πηγάζοντας από τα βουνά του Λεσότου, πραγματοποιεί ένα μακρύ ταξίδι προς δυσμάς μέχρι να χυθεί στον Ατλαντικό Ωκεανό· και σε αυτό το σημείο αποτελεί το φυσικό σύνορο μεταξύ της Νοτίας Αφρικής και της Ναμίμπιας.
Μετά από μία πολύωρη διαδρομή υπό το λιοπύρι της ερήμου, φτάσαμε τελικά σ’ εκείνη την παραδεισένια όαση στην όχθη του ποταμού, όπου θα κατασκηνώναμε απόψε.
Αυτή η ιστορία είναι απόσπασμα από το βιβλίο μου «Από το Κέιπ Τάουν στην Αλεξάνδρεια», στο οποίο αφηγούμαι το επικό, μοναχικό μου ταξίδι από άκρη σε άκρη της σαγηνευτικής Αφρικής, και διαβιβάζω μία σοβαρή μεν, γλαφυρή δε, απεικόνιση της ετερόμορφης και ιδιάζουσας αφρικανικής πραγματικότητας.
Όλη την ημέρα στον δρόμο, φαντασιωνόμουν μία δροσερή βουτιά. Ήγγικεν τελικά η ώρα. Αφού έστησα στο-τσακ-μπαμ την σκηνή, κατέβηκα στην όχθη, όπου ευρισκόταν μία μικρή ξύλινη αποβάθρα, κρυμμένη ανάμεσα στις καλαμιές, και πήδηξα κατευθείαν μέσα στα, ονόματι πορτοκαλιά, χρώματι πάντως φαιά, νερά του ποταμού. Πήρα να κολυμβάω κόντρα στο ρεύμα, που ακόμη και κοντά στην όχθη ήταν ορμητικότατο, ώστε να παραμείνω στο ίδιο σημείο. Στην αντίθετη όχθη, μια τριανταριά μόλις μέτρα, ευρισκόταν η Ναμίμπια. Μία ένθερμη επιθυμία μού δημιουργήθηκε να περάσω αμέσως απέναντι κολυμβώντας· το θεώρησα ωστόσο συνετότερο να περιμένω έως αύριο ― εφόσον δεν ήθελα να βιώσω την κόλαση που μού έλεγε νωρίτερα ο γεράκος.
Η νύχτα είχε πλακώσει για-τα-κάλα όταν και οι τελευταίοι της παρέας μου, που είχαν απομείνει ξύπνιοι να λέμε μαλακίες γύρω από την φωτιά, αποσύρθηκαν και αυτοί στις σκηνές των. Είχα απομείνει πλέον μόνος· μόνος παρέα με την νύχτα. Είχα ήδη αποφασίσει πως δεν θα κοιμόμουν εκείνη την νύχτα. Ήξερα πως κάθε προσπάθεια που μπορεί να κατέβαλλα προς αποκοίμιση, δεν θα μπορούσε να ήταν παρά μάταια.
Ήταν μία από αυτές τις νύχτες τις τόσο εξαιρετικά σπάνιες· από αυτές που ασκούν πάνω σού μία τόσο απόκοσμη, μυστικιστική σαγήνη, που κάνει την καρδιά σου να χτυπάει σε έναν τόσο αφύσικο, θαλπωρικό ρυθμό, και τον νου σου να γρικάει μαυλιστικές, μελοποιητικές φωνές, που κατά πάσα πιθανότητα είναι κάποιες νυχτερινές μούσες, που εμπνέουν στην ψυχή σου ένα εκστατικό συναισθηματικό ντελίριο.
Είχε πανσέληνο· μία τόσο φαεινή πανσέληνο! Φεγγοβολούσε καταιγιστικά την, επί τη πλήρει απουσία τεχνητού φωτός, άσπιλη γη· η οποία με την σειρά της στραφτάλιζε σε ένα στιλπνό, ασημένιο χρώμα.
Κατέβηκα στην όχθη και πήρα να περπατάω αποδίπλα τής. Λαμποκοπούσαν τα ασημένια βουνά στην αντίπερα όχθη. Έλαμπε η σελήνη αποπάνω· έλαμπε και ο κατοπτρισμός της, παλλόμενος μαζί με το ρεύμα επί της καταρρέουσας επιφάνειας του ποταμού. Διάφορα μικρά ή μεγαλύτερα ψάρια χοροπηδούσαν έξω από το νερό· σαν κι εμένα κι αυτά φαίνεται, μη δυνάμενα να κοιμηθούν μία τέτοια νύχτα.
Συνέχισα να περπατάω δίπλα στην όχθη για ώρα πολλή, γρικώντας τις μειλίχιες μουσικές μέσα στο κεφάλι μου. Ένιωθα, πράγματι, σαν να ήμουν σε κάποιο ταξίδι ή τριπάκι υπό ψυχοτρόπο ουσία. Κάποια στιγμή ευρέθηκα να κάθομαι σ’ εκείνη την αποβάθρα που κολυμβούσα νωρίτερα. Πήρα το λοιπόν να κολυμβήσω ξανά. Ποια εκλεκτή απόλαυση να κολυμβάς μία ζεστή νύχτα υπό το σεληνόφως!
Τελικά ξύπνησα το πρωί αποκοιμισμένος στην αποβάθρα. Πόσο αλλιώτικο μού φάνηκε εκείνη την στιγμή αυτό το τοπίο! Πιο αληθοφανές, πιο γήινο από εκείνο το αποκρυφιστικό, ημικίβδηλο οψεσινό. Τελείως διαφορετικά ήταν αυτά τα δύο τοπία· εξίσου όμορφα πάντως.
Ανέβηκα πάνω στην κατασκήνωση, όπου κάποιοι φρεσκοξυπνημένοι από την παρέα, αγνοώντας τελείως το τι απίθανα είχαν συμβεί την νύχτα, ετοιμάζονταν για μία πρωινή βαρκάδα. Δεν θα μπορούσα να μην ακολουθήσω. Συνεννοηθήκαμε με τον τύπο που διατηρούσε την κατασκήνωση, και μάς ενοικίασε πιρόγες, μεταφέροντάς μας επίσης με το φορτηγάκι του κάμποσα χιλιόμετρα ανωρεματιά.
Αρχίσαμε κωπηλατώντας να κατεβαίνουμε τον ποταμό. Λογιών-λογιών πτηνά και μικρά θηλαστικά ήταν μαζεμένα παρά τις όχθες, όπου ευρισκόταν η μοναδική αξιόλογη συγκέντρωση νερού σε ακτίνα εκατοντάδων χιλιομέτρων. Οι όχθες, ανά σημεία, έσφυζαν από καλαμιές, νούφαρα, και λοιπή υδρόφιλη χλωρίδα. Έναν πολύ ιδιότυπο συνδυασμό χρωμάτων σχημάτιζαν αυτές οι ψιλές λωρίδες πρασινάδας, ανάμεσα στα φαιά νερά και στα κοκκινωπά ερημοβούνια, υπό τον αμιγώς γαλάζιο ουρανό.
Κάμποσες ώρες μάς πήρε μέχρι να κατέβουμε πίσω στην κατασκήνωση. Σαν φτάσαμε ήταν μεσημέρι· και υπό το αλύπητο ηλιοκοπάνημα ― που λίγο μόνο ακόμη βόρεια ήθελε να ήμασταν ίνα αρχίσει να χτυπάει την γη κατακόρυφα από τις ενενήντα μοίρες ― κινήσαμε να αφήσουμε την Νότια Αφρική.
Περάσαμε το νοτιοαφρικανικό σημείου ελέγχου. Έτι μία παχιά, μεσήλικη, ένστολη, σοβαροφανής τύπισσα μού χτύπησε τώρα την σφραγίδα της εξόδου. Σύντομα διασχίζαμε την γέφυρα που οδηγούσε στην άλλη όχθη. Έριξα μία ματιά, όσο πρόλαβα, προς την πρασινάδα του ποταμού. Αυτή ήταν η τελευταία που έμελλε να δω για κάμποσο καιρό· αφού πέρα από αυτό το μικρό φυλάκιο με την κυματίζουσα ναμιμπιανική σημαία ψηλά αποπάνω τού, που στεκόταν τώρα μπροστά μάς, δεν υπήρχε τίποτε παρά έρημος.