Δεν θα πήρε πάνω από μία ώρα από το χάραμα, και είχαμε ήδη βγει στον δρόμο. Οδεύαμε σταθερά προς τον βορρά. Αφήσαμε πίσω μάς τα βουνά και συνεχίσαμε διασχίζοντας τις αχανείς, επίπεδες εκτάσεις, που δεν φιλοξενούσαν τίποτε, παρά ξερόθαμνα και βράχους. Όσο βορειότερα πηγαίναμε, τόσο αραιότερη γινόταν η βλάστηση, και ακόμη αραιότερη η ανθρώπινη παρουσία.
Κατά το μεσημέρι, ύστερα από πολλές ώρες οδήγησης, και αφότου είχαμε ήδη περάσει τα σύνορα της νοτιοαφρικανικής περιφέρειας του Southern Cape και είχαμε εισέλθει σε αυτήν του Northern Cape, σταματήσαμε στην κωμόπολη Springbok. Εκεί ήταν ο τελευταίος ανθρώπινος συνοικισμός που θα συναντούσαμε για κάμποσες ημέρες· ήταν το ύστατο άκρο του ανθρωπίνου πολιτισμού σε αυτήν την γωνία του πλανήτη. Επίσης ήταν ο τελευταίος τόπος που μπορούσαμε να προμηθευτούμε νερό, φαγητό, και τα λοιπά προς το ζην απαραίτητα. Έτσι και το λοιπόν επεβάλλετο μία στάση για ψώνια.
Αυτή η ιστορία είναι απόσπασμα από το βιβλίο μου «Από το Κέιπ Τάουν στην Αλεξάνδρεια», στο οποίο αφηγούμαι το επικό, μοναχικό μου ταξίδι από άκρη σε άκρη της σαγηνευτικής Αφρικής, και διαβιβάζω μία σοβαρή μεν, γλαφυρή δε, απεικόνιση της ετερόμορφης και ιδιάζουσας αφρικανικής πραγματικότητας.
Αφού είχα ήδη τελειώσει με τα λιγοστά μου ψώνια, και ενώ περίμενα και τους υπολοίπους να κάνουν το ίδιο, εκμεταλλεύτηκα την ευκαιρία για να πραγματοποιήσω μια σύντομη βόλτα στην πόλη. Ήταν μία μικρή κωμόπολη, χτισμένη πάνω στην συμβολή των δύο αυτοκινητοδρόμων που οδηγούσαν στην περιοχή: του ενός που μόλις μας είχε φέρει εδώ· και ενός ακόμη που ερχόταν από την ανατολή, από την Πρετόρια.
Η οικονομία της θα βασιζόταν το-δίχως-άλλο στην κίνηση των περαστικών· και σε μικρότερο βαθμό, σε κάποια παρηκμασμένα χαλκωρυχεία που ακόμη υπολειτουργούσαν λίγο παραέξω. Λίγοι πάντως από τους κατοίκους της φαίνονταν απασχολημένοι. Κάθε ένα από τα λιγοστά ισκιερά καταφύγια από τον καυτό ήλιο που μπορούσε κανείς να εντοπίσει ήταν κατειλημμένο από μπουλούκια αέργων ανθρώπων· που άλλοι καθιστοί, άλλοι ξαπλωτοί, δεν έδειχναν να πράττουν τίποτε άλλο πέρα από το να κάθονται ή να ξαπλώνουν.
Κατέφυγα κι εγώ σε έναν από εκείνους τους ίσκιους, έξω από το κατάστημα, περιμένοντας πότε η υπόλοιπη παρέα ― οι γυναίκες κυρίως ― θα τελείωναν με τα ψώνια. Εκεί έπιασα την κουβέντα με έναν φυλακόβιο ― όπως έκρινα εξ αρχής από τα τατού και τις λοιπές χαραγματιές που κάλυπταν το δέρμα του πέρα-ως-πέρα ― νωθρό τύπο.
«Πώς πάει;» του απηύθυνα τον λόγο πρώτος.
«Πάει… ως ανέκαθεν» μού απάντησε ραθύμως.
«Βλέπω… Ο περισσότερος κόσμος κάθεται. Δεν πρέπει να υπάρχουν και πολλά να κάνεις εδώ δα, ε;»
«Τίποτε, όχι· και γιατί να κάνεις και κάτι άλλωστε…»
«Εσύ ψάχνεις για δουλειά;»
«Ποιος; Δουλειά; Εγώ; Από πού-κι-ως-πού; Να ψάξω; Και να μού την έδιναν στο πιάτο ακόμη, την καλύτερη δουλειά του κόσμου, ρε πρόεδρο να μού έλεγαν να με κάνουν… δεν θα πήγαινα ούτε με σφαίρες.»
«Πώς έτσι; δεν θα ήθελες να κερδίσεις λίγα λεφτά;»
«Λεφτά; Τι να τα κάνω; Ποτέ μού δεν είχα… Ποτέ μού δεν έχω δουλεύσει· ούτε μία μέρα. Να το κάνω τώρα στα γεράματα μού λες;»
«Και πώς την βγάζεις αν επιτρέπεται;»
«Η καημένη η μάνα μου, η συγχωρεμένη, μονάχη τής με ανέθρεψε, με τα χίλια ζόρια, μέχρι που πέθανε… θα ήμουν δώδεκα χρονών. Από τότε και στο εξής με ανέλαβε το ίδρυμα… Δόξα τω Θεώ, μια χαρά τα περνάω εκειμέσα! Εδώ, στην Νότια Αφρική τουλάχιστον. Μία φορά έκανα το λάθος και με μπαγλάρωσαν στην Ναμίμπια. Τρία χρόνια έκανα εκειμέσα… Πφφ! Κόλαση! Εδώ είναι καλά πάντως.»
«Τώρα είσαι έξω όμως…»
«Διακοπές κάνω. Έτσι… έχει πολύ πλάκα να βλέπεις για λίγο τι γίνεται εδώ έξω· να, τύπους σαν κι εσένα για παράδειγμα! Πολύ πλάκα έχετε εσείς οι Ευρωπαίοι… Αποφυλακίστηκα πριν δύο βδομάδες. Ε, τώρα όπου-νά-‘ναι λέω να ξαναμπώ.»
Τα-και-τα λέγαμε με τον μπάρμπα, μέχρι που όλοι οι δικοί μου ήταν έτοιμοι και κινήσαμε να φύγουμε. Όταν πια είχαμε αφήσει την κωμόπολη κάμποσα χιλιόμετρα πίσω μάς, άρχισε να γίνεται ορατό το ότι δεν ήταν μόνο οι άνθρωποι που αποδώ και στο εξής θα απουσίαζαν, αλλά η ζωή εν γένει. Όσο πηγαίναμε, τα ίχνη της οιασδήποτε ζωής γίνονταν όλο-και αραιότερα. Μόνο κάποια μικρά, κατάξερα χαμόθαμνα μπορούσες να διακρίνεις διάσπαρτα εδώ-και-‘κεί, που διψασμένα αγωνίζονταν να κρατηθούν στην ζωή, καρτερώντας τα βροχοσύννεφα, που χρόνια μάλλον τώρα δεν θα είχαν επισκεφτεί αυτόν τον τόπο. Κατά-τ’-άλλα, δεν έβλεπες παρά άμμο και βράχους· οι οποίοι βράχοι, κατά κάποιον περίεργο τρόπο, ήταν σωριασμένοι ο ένας πάνω στον άλλο, εν πολλαίς περιπτώσεσι σε σωρούς μεγέθους μικρών βουνών.