Μια διακοσαριά χιλιόμετρα θα είχαμε διανύσει πάνω-κάτω, όταν φτάσαμε σ’ εκείνη την ειδυλλιακής ομορφιάς ορεινή περιοχή της Νοτίας Αφρικής, που είναι γνωστή ως Cederberg Μountains. Εκεί προβλεπόταν να διανυκτερεύσουμε αυτήν την πρώτη νύχτα.
Αράξαμε σε ένα αγρόκτημα, όπου ο κάτοχός του διατηρούσε έναν χώρο κατασκήνωσης. Εκεί έστησα για πρώτη φορά την σκηνούλα που κουβαλούσα μαζί μού, και πολλές φορές έμελλε στο εξής να προσφέρει κατάλυμα στο κορμί μου τις μαύρες νύχτες. Ήταν απομεσήμερο όταν είχαμε πια όλοι στήσει τις σκηνές μας, και είχαμε ολοκληρώσει το γεύμα που ετοιμάσαμε με την βοήθεια της φιάλης υγραερίου που φέραμε μαζί μάς. Ήταν ώρα να κινήσουμε για μία απογευματινή εξόρμηση στα πρωτοειδωμένα όρη που μας περιέβαλλαν.
Αυτή η ιστορία είναι απόσπασμα από το βιβλίο μου «Από το Κέιπ Τάουν στην Αλεξάνδρεια», στο οποίο αφηγούμαι το επικό, μοναχικό μου ταξίδι από άκρη σε άκρη της σαγηνευτικής Αφρικής, και διαβιβάζω μία σοβαρή μεν, γλαφυρή δε, απεικόνιση της ετερόμορφης και ιδιάζουσας αφρικανικής πραγματικότητας.
Ένας διασκεδαστικός, καραμαστουρωμένος νεαρός τυπάκος, οικότροφος του αγροκτήματος, που φορούσε ένα αλά Μπομπ Μάρλεϊ σκουφάκι και ένα περιδέραιο με το φύλλο της μαριχουάνας, ανέλαβε να μας ξεναγήσει ανά τις ατραπούς της περιοχής. Στον δρόμο προσπαθούσε οκνηρά ― σε μία γλώσσα που έμοιαζε λίγο με αγγλικά, και μάλλον υπετίθετο να ήταν κιόλας ― να μάς εξηγήσει τις γνώσεις του περί της ντόπιας γης: τις ιδιότητες των διαφόρων φυτών που ευδοκιμούν εκειπέρα· τις συνήθειες των ζώων που κατοικούν την· την ιστορία των ανθρώπων της ανά τους αιώνες· καθώς επίσης και έναν θρύλο ― κατά τον ίδιο σημερινή πραγματικότητα ― περί ενός αλλόκοτου, μυστηριώδους ανθρωποφάγου ψαριού που διέμενε σε κάποιο ποταμάκι της περιοχής.
Δυστυχώς δεν κατάφερε να εξηγήσει και πολλά με την λαλιά του· αλλά σίγουρα μας οδήγησε σε πολλές αξιοθέατες γωνίτσες πάνω στο βουνό. Εξετείνονταν προς το βάθος οι πλαγιές, κεκαλυμμένες με θεόρατους σχηματισμούς βράχων που έπαιρναν διάφορες συγκλονιστικές μορφές και διατάξεις· αλλού έκαναν τείχη, αλλού πύργους, αψίδες, επάλξεις… Μία απέραντη, γιγαντιαία καστροπολιτεία είχε ποιήσει εκεί η φύση.
Μορφές-και-μορφές ζωής ευημερούσαν σε αυτόν τον τόπο. Διάσπαρτα χαμόθαμνα και άνθη κάλυπταν τις πλαγιές εδώ-και-‘κεί· και με τα ζωηρά των χρώματα, έσπαζαν την μονοτονία που ο κοκκινωπός ψαμμίτης κατά-τ’-άλλα επέβαλλε στο τοπίο. Κάπου-κάπου θα έβλεπες και κάποιο μοναχικό ξερόδενδρο, του οποίου οι ρίζες είχαν καταφέρει να διεισδύσουν στο πετρώδες υπέδαφος, επιτρέποντας στο μικρό σποράκι, που τυχαία ο άνεμος θα είχε φέρει εκεί έναν περασμένο καιρό από κάποιον τόπο αλαργινό, να βλαστήσει, να σταθεί όρθιο, να μεγαλώσει, και να περάσει εκεί την μοναχική του ζήση. Πάνω στα κλαδιά αυτών των λίγων δένδρων μαζεύονταν και τα διάφορα μικρά πτηνά να χτίσουν τα σπιτικά των και να διδάξουν τα ιλαρά των τραγούδια στις επόμενές των γενεές.
Ωκύποδες σαύρες έτρεχαν και σκαρφάλωναν πάνω στις επιφάνειες των βράχων. Σκορπιοί πηγαινοέρχονταν στον χαμηλό κόσμο, δείχνοντας πολυάσχολoι. Διακόψαμε για λίγο έναν εξ αυτών από τις ασχολίες του, όταν ο μαστουρωμένος μας φίλος τον άρπαξε από το κεντρί για να μάς τον δείξει. Μία μαγκούστα φάνηκε εκείνη την στιγμή και αποχώρησε γοργά, τσαντισμένη και ζηλοτυπούσα μάλλον, αφού εκείνο το μεγάλο δίποδο με το πολύχρωμο κεφάλι μόλις τής είχε κλέψει έναν υποψήφιο μεζέ. Ένα μοναχικό καρακάλι είδαμε σε μία φάση. Καθόταν και μας περιεργαζόταν από έναν βράχο στο βάθος. Μάλλον θα συλλογιζόταν: χμ… πολύ μεγάλα για φαΐ, πολύ αργοκίνητα για απειλή… Σε κάποιο σημείο, κάποιες ζωγραφιές στον βράχο, που με κάποια έντονη, ερυθρή μπογιά είχαν ζωγραφίσει κάποιοι πρωτόγονοι άνθρωποι, απεικόνιζαν μία αγέλη ελεφάντων, και μαρτυρούσαν την άλλοτε ύπαρξή των σε αυτόν τον τόπο.
Όταν πια ο ήλιος ετοιμαζόταν να χαθεί πίσω από τις κορυφές, είχαμε τελειώσει την περιπλάνησή μας στο σημείο της εκκίνησής της: στην κατασκήνωση· όπου οι εναπομείναντες πίσω λοιποί της παρέας, που δεν είχαν διάθεση για περπάτημα, είχαν ήδη προετοιμάσει ένα αρχοντικό δείπνο. Μετά από μία καλή μάσα και λίγες μπύρες γύρω από την φωτιά που ανάψαμε, ήταν ώρα για ύπνο. Την επομένη μας περίμενε μία μακρά μέρα οδήγησης.