Οι εμπειρίες που μέχρι στιγμής είχα συλλέξει σε αυτό το ταξίδι δεν υστερούσαν καθόλου των προσδοκιών μου. Τις είχαν ξεπεράσει κατά πολύ μάλιστα. Και το ταξίδι δεν είχε καλά-καλά αρχίσει ακόμη. Με άλλον αέρα ήμουν έτοιμος να αναχωρήσω προς νέους τόπους, νέες περιπέτειες, νέες συγκινήσεις. Χιλιάδες χιλιόμετρα με περίμεναν· άλλες χώρες, άλλοι πολιτισμοί, άλλες παραστάσεις, άλλες εμπειρίες, που σίγουρα, όσο και να κόπιαζε η φαντασία μου, δεν θα μπορούσε να προαπεικονίσει· θα ήταν το-δίχως-άλλο πέρα πάσας προσδοκίας. Τα πάντα ήταν έτοιμα. Το μεθεπόμενο πρωί θα αναχωρούσα προς τον βορρά. Εκείνο το μεσημέρι πραγματοποίησα την ύστατη βόλτα μου στο Κέιπ Τάουν.
Αυτή η ιστορία είναι απόσπασμα από το βιβλίο μου «Από το Κέιπ Τάουν στην Αλεξάνδρεια», στο οποίο αφηγούμαι το επικό, μοναχικό μου ταξίδι από άκρη σε άκρη της σαγηνευτικής Αφρικής, και διαβιβάζω μία σοβαρή μεν, γλαφυρή δε, απεικόνιση της ετερόμορφης και ιδιάζουσας αφρικανικής πραγματικότητας.
Πριν αναχωρήσω, ωστόσο, είχα προγραμματίσει άλλη μία, τελευταία εξόρμηση· για την οποία έπρεπε να ξεκινήσω εκείνο το απόγευμα. Η ώρα είχε περάσει. Ήταν ήδη απόγευμα. Κίνησα προς το προκαθορισμένο σημείο που θα συναντούσα έναν φίλο. Μπουκάραμε στο αμάξι και πήραμε τον αυτοκινητόδρομο προς τα έξω, με το ταχύμετρο κολλημένο πάνω από τα 160, και τα ηχεία να βαρούν στην διαπασών.
Αυτήν την φορά δεν θα πηγαίναμε σε κάποιο βουνό ή σε κάποια παραλία. Δεν θα πηγαίναμε να θαυμάσουμε κανένα έργο τέχνης που η φύση ποίησε. Δεν θα πηγαίναμε σε κάποια πόλη ή χωριό να δούμε των ανθρώπων τα καμώματα. Βασικά δεν θα πηγαίναμε πουθενά εντός αυτού κόσμου και των στενών του τριών διαστάσεων· αλλά κάπου έξω από αυτόν, σε κάποιον άλλον, απειροδιάστατο κόσμο.
Σε αυτόν τον κόσμο δεν υπάρχουν περιορισμοί. Οι φυσικοί νόμοι παύουν να υφίστανται, υποχωρώντας μπρος στο μεγαλείο της ανθρώπινης ψυχής, που εκεί απελευθερώνεται και εναρμονίζεται με την παντοδύναμη υπερψυχή που διαπνέει την ύπαρξη συνόλω. Σε αυτόν τον κόσμο τα πάντα μπορούν να συμβούν.
Αυτός ο κόσμος δεν έχει όνομα. Δεν χρειάζεται όνομα· οι λέξεις είναι εκεί περιττές. Εκεί η επικοινωνία δεν περατώνεται όπως την ξέρουμε στον σφιχτό μας εμπειρικό κόσμο· δεν υπάρχουν δέκτες και πομποί να ανταλλάξουν ιδέες. Εκεί οι ιδέες μεταδίδονται αυτόματα με την γέννησή τών· αφού το παν συνενώνεται σε έναν μοναδικό, αυθυπόστατο υπεροργανισμό που φέρει απόλυτη νοημοσύνη και κατανόηση. Λόγου χάρη όμως… εάν δεχόμασταν ότι υπάρχει παράδεισος… τότε εκείνο το βράδυ θα πηγαίναμε στον παράδεισο.
Μύριζε ήδη παράδεισος όταν είχαμε πλέον αφήσει τον αυτοκινητόδρομο και ακολουθούσαμε έναν πλατύ χωματόδρομο προς το βάθος των αχανών, ερημικών πεδιάδων που κάλυπταν την περιοχή. Ένα αραιό σύννεφο σκόνης, που η νηνεμία τού είχε επιτρέψει να αιωρείται για χιλιόμετρα κατά μήκος του δρόμου, μαρτυρούσε τα οχήματα που είχαν προπορευθεί, λογικά κατευθυνόμενα προς τον παράδεισο και αυτά. Δεν θα μπορούσαν να πηγαίνουν αλλού εξάλλου. Δεν υπήρχε τίποτε, παρά έρημη, ακατοίκητη γη σε ακτίνα πολλών χιλιομέτρων προς πάσα διεύθυνση. Ευρισκόμασταν κυριολεκτικά στην μέση του πουθενά. Ώρα πολλή ακολουθούσαμε το σύννεφο σκόνης που εξετεινόταν προς το πέραν, όσο παίρνει το μάτι, μέχρι την κορυφή του επομένου υψώματος· και μετά από κάθε ύψωμα που προσπερνούσαμε, άλλο τόσο εμφανιζόταν μπροστά μάς.
Ο αφόρητος καύσωνας που επικρατούσε νωρίτερα είχε αρχίσει να υποχωρεί μαζί με τον ήλιο, όταν, τελικά, μετά το πέρασμα πολλών υψωμάτων, διακρίναμε στο βάθος την γραμμή της σκόνης να παίρνει τέλος μέσα σε ένα κοίλωμα της πεδιάδας. Εκεί ήταν ο πολυπόθητος παράδεισος.
Λίγα λεπτά μετά, ευρέθηκα να κάθομαι κατάχαμα σε κάτι ξερόχορτα, σε μια γωνιά, και υπό την συντροφιά ενός τσιγάρου να παρατηρώ τα περιβάλλοντά μου. Μία μικρή εξέδρα είχε στηθεί. Ανά εκάστη πλευρά της, ψηλές ηχειοκολώνες εξέπεμπαν έναν τρανταχτό, ρυθμικό, μπάσο ήχο που έκανε το έδαφος να τρίζει. Φωτορυθμικά συστήματα, προσδεδεμένα στον σκελετό της εξέδρας, περίμεναν αδρανώς την αποχώρηση του ηλίου. Το ομοίωμα ενός γιγαντιαίου, ποικιλοχρώμου χαμαιλέοντα είχε στηθεί στην κορυφή της εξέδρας, σαν για να επιτηρεί τα έμπροσθέν τής δρώμενα.
Οι πρώτοι από τους θαμώνες αυτού του παραδείσου είχαν αρχίσει να συρρέουν μπροστά στον χαμαιλέοντα, ντυμένοι με λογιών-λογιών σαχλοπαρδαλές φορεσιές. Λεπτό-με-το-λεπτό, όλο-και περισσότεροι έσπευδαν, καθώς η μουσική όλο-και δυνάμωνε. Ένα νέο σύννεφο σκόνης είχε αρχίσει να σχηματίζεται γύρω από την σκηνή, από τα πολυάριθμα ζεύγη ποδιών που χτυπούσαν ρυθμικά το άνυδρο, χωμάτινο έδαφος.
Ο ήλιος σύντομα θα έδυε. Διαρκώς κατέφτανε όλο-και περισσότερος λαός. Ένα ποικίλο σινάφι είχε συμμαζωχθεί. Εδώ όλοι ήταν ευπρόσδεκτοι· ανεξαρτήτου χρώματος, φυλής, κοινωνικής τάξης, ηλικίας, φύλου… εδωπέρα θα μπορούσε να έρθει οποιοσδήποτε, υπό την μοναδική προϋπόθεση να διατίθεται να βιώσει την μακαριότητα που συνεπάγεται η συμμετοχή σε αυτά τα παλαβιάρικα πανηγύρια, που μπορεί να είναι γνωστά στο ευρύ κοινό ως rave parties.
Το σκοτάδι σύντομα θα πλάκωνε αυτήν την απομονωμένη μεριά του πλανήτη. Η μουσική θα δυνάμωνε για-τα-καλά. Το κέφι θα έπαιρνε φωτιά. Και ο κόσμος, μέσα στην μακάρια τρέλα της νύχτας, θα άρχιζε να επιδίδεται σε κάθε λογής παλαβομάρα που θα υπαγόρευε του καθενός το κεφάλι. Κάποιος θα μπορούσε να πάρει να χορεύει τσίτσιδος, χωρίς κανείς άλλος να τον παρεξηγήσει. Κάποιος άλλος θα μπορούσε να πάρει να χοροπηδάει τριγύρω έξαλλος, φορώντας μία στολή κοκόρου, και στεντορείως ουρλιάζοντας «κίκι κίκι ρίκου!!!»… Τι το πιο φυσιολογικό; Πλουσίας διαλογής παράξενα θεάματα θα λάμβαναν χώρα αυτήν την νύχτα. Θεάματα τα οποία, εάν τύχαινε να μαρτυρήσει κανείς ξεκάμπανος, συντηρητικός στενόμυαλος, θα μπορούσε να χαρακτηρίσει ως αίσχη, καραγκιοζιλίκια, Σόδομα και Γόμορρα, διαβόλου πράμματα, και ούτω καθεξής… Εγώ πάντως θα τα χαρακτήριζα ελεύθερη έκφραση.
Ο ήλιος είχε αρχίσει να προσγλύφει τα αφράτα υψώματα στο βάθος του δυτικού ορίζοντα. Πήρα να ατενίζω την απεραντότητα των σκουρόξανθων λιβαδιών ανάγυρά μού. Τα έβλεπα για τελευταία φορά στην ζωή μου. Όταν πια ο ήλιος θα ξεμύτιζε από την απέναντι μεριά το πρωί, τίποτε δεν θα ήταν το ίδιο. Έναν ολοκαίνουργιο κόσμο θα φώτιζαν οι πρώτες ορθρινές αχτίδες μετά το πέρας αυτής της μυστικιστικής νύχτας που θα μεσολαβούσε.
Το σκοτάδι έπεσε και ήμουν κι εγώ έτοιμος να παραδοθώ στην μαγεία. Η γλυκόπικρη γεύση της λυσεργίδης είχε αρχίσει να διαποτίζει το στόμα μου, μία ευεξία το σώμα μου, και μία ευφορία την ψυχή μου. Ορθοστάθηκα, και με ένα πλατύ χαμόγελο ζωγραφισμένο στα χείλη μου, άρχισα με αέρινο, χοροπηδηχτό βήμα να προσεγγίζω την σκηνή.
Μπάπα-μπούπα-μπάπα-μπούπα, μονοπωλεί ο ρυθμός την ακοή, και όλο το ενδιαφέρον είναι συγκεντρωμένο πάνω τού. Γη, αέρας, άνθρωποι, όλα πάλλονται υπό την καθοδήγησή του. Εύθυμες μελωδίες συνοδεύουν το μπάσο και συντελούν στην δημιουργία μίας χαρούμενης ατμόσφαιρας. Λογιών πολλών παιχνιδιάρικα ηχήματα παρεμβάλλονται μέσα σε όλη αυτή την ευχάριστη βαβούρα: γδούποι, κουδουνίσματα, σειρήνες, πριόνια, τρυπάνια, τρεχούμενα νερά, μειλίχιες γυναικείες φωνές… και κάνουν τα αφτιά να απορούν εάν προέρχονται από αυτά τα ηχεία που τα μάτια θωρούν μπροστά τών, ή από κάποια υπέργεια, αγγελική συναυλία.
Η αίσθηση του χρόνου έχει πάει βόλτα. Όλα είναι εδώ και τώρα. Κάτι σού λέει μέσα σού πως πρέπει να είναι αρκετές ώρες που είσαι εδώ και κοπανιέσαι με την μουσική, και ίσως θα έπρεπε να είσαι κουρασμένος. Μα δεν νιώθεις κουρασμένος και συνεχίζεις να κοπανιέσαι. Δεν μπορείς να σταματήσεις· ούτε και θέλεις εξάλλου. Όλα είναι τόσο ωραία. Όλα φαντάζουν απολύτως ιδανικά. Κάποια στιγμή τα μάτια σου συναντούν κάποια άλλα μάτια, σε κάποιο από τα παραμορφωμένα πρόσωπα του πλήθους. Σε κοιτούν για μια στιγμή απορημένα, ρωτώντας σε «έτσι δεν είναι;». «Ναι, έτσι ακριβώς είναι!» απαντάς κι εσύ με ένα βλέμμα, και ξαναπαραδίδεσαι στο ξεφάντωμα. Θες να εξαντλήσεις την ενέργειά σου μέχρι τελευταίας ρανίδας· δεν εξαντλείται όμως. Μία αστείρευτη πηγή ενέργειας νιώθεις να κουβαλάς μέσα σού, που όλο-και ορμητικότερα ξεχύνεται προς τα έξω σαν χείμαρος.
Κατά διαστήματα ο ρυθμός επιβραδύνει, μέχρι που το μπάσο σβήνει τελείως, και κάποια ταξιδιάρικη μελωδία σιγοπαίζει διαπερνώντας τον αέρα. Σταματάς κι εσύ για λίγο το χοροπηδηχτό και στέκεις μπερδεμένος να κοιτάς τριγύρω, αναρωτούμενος τι έχει συμβεί, ενώ νιώθεις τους μυς σου ακόμη να συσπώνται από την αδράνεια. Χρωματιστές δέσμες φωτός πετάγονται πέρα-δώθε ολόγυρά σού. Διάφορα φωσφορίζοντα αντικείμενα σού τραβούν την προσοχή· και πριν προλάβεις να θεωρήσεις το ένα, άλλο σου έλκει τα μάτια σαν μαγνήτης. Μία έντονη μυρωδιά καιόμενης μαριχουάνας εισέρχεται ξαφνικά στους μυκτήρες σου, υπερκαλύπτοντας την μυρωδιά του ιδρώτα που κατά-τ’-άλλα επικρατεί στον αέρα. Κάτι περίεργο γίνεται εδωπέρα, σού περνάει η σκέψη από το μυαλό, καθώς προσπαθείς να καταλάβεις τι γίνεται. Κι εκεί που στέκεις να απορείς περιπλεγμένος… Μπάπα-μπούπα-μπάπα-μπούπα, επανέρχεται ξάφνως ο ρυθμός. Και… «εε, βέβαια!» αναφωνείς, αφού η σαφήνεια της νύχτας έχει ξανακαταλάβει το κεφάλι σου, και παραδίδεσαι πάλι στο κοπάνημα απελευθερώνοντας ένα ενθουσιώδες ξεφωνητό.
Άγρια νύχτα, βαριά και ερεβώδης, ήταν όταν, κάποια στιγμή, ευρέθηκα να ισορροπώ πάνω σε μία ρευστή και κυματώδη ουσία που είχε πάρει την θέση του εδάφους εκείνου που το προηγούμενο βράδυ καταλάμβαναν λιβάδια. Μπορούσα να διακρίνω στο βάθος τις σιλουέτες κάποιων πελώριων, ταραγμένων κυμάτων που η ουσία αυτή σχημάτιζε, εκεί που το προηγούμενο βράδυ ευρίσκονταν τα ακίνητα υψώματα της πεδιάδας. Ένα συνεχές τρίξιμο ακουγόταν στον αέρα που με έκανε να αναρωτηθώ για λίγο, μέχρι που κατάλαβα ότι προέρχεται από εκείνο το μέρος, εκεικάτω, που ήμουν πριν από λίγο. Ένας θαυμαστός κόσμος απλωνόταν γύρω μού. Τα πάντα σ’ εκείνον τον κόσμο ευρίσκονταν σε μια διαρκή αρμονική κίνηση. Συνέχισα να κινούμαι, πότε περπατώντας, πότε απλά αιωρούμενος πάνω από την ρευστή ουσία. Κατάπληκτος παρατηρούσα την τάξη και αρμονία που επικρατούσε σ’ εκείνον τον κόσμο.
Αίφνης, κάτι μού τράβηξε όλη την προσοχή: Κάποια μικρά, λευκά, φωσφορίζοντα λουλουδάκια, στέκονταν λίγα μέτρα μπροστά μού και επιδίδονταν σε ιλαρούς χορούς. Ζωή! σκέφτηκα μέσα μού, και κίνησα προς το μέρος των, νιώθοντας μία έντονη ανάγκη να συναναστραφώ μαζί με αυτά τα ομοειδή μου. Έπεσα μπρούμυτα στο έδαφος εμπρός τών, για να μπορέσω να παρατηρήσω από κοντά τον χορό των. Στρέβλωναν αργά-αργά και ρυθμικά τα κοτσανάκια των, πέρα-δώθε σαν το φίδι. Έρρυθμα αναβόσβηνε και η κυματίζουσα επιφάνεια των πετάλων των, εκπέμποντας ένα αμυδρό, λευκό φως. Οι στήμονές των είχαν στραφεί όλοι προς το μέρος μου, κι εκεί που τεντώνονταν βραδέως προς εμέ, με μία απότομη κίνηση τινάζονταν πάλι προς τα πίσω. Κάτι ήθελαν να μού πουν, ήμουν σίγουρος. Πλησίασα κιάλλο και συγκέντρωσα την προσοχή μου να τα ακούσω. Κάτι άκουσα· όχι με τα αφτιά μου, δεν ξέρω με τι, αλλά το-δίχως-άλλο κάτι άκουσα. Δεν το κατάλαβα ωστόσο με την πρώτη. «Τι;» τα ρώτησα… Δεν θυμάμαι αν πρόφερα τον φθόγγο με το στόμα μου ή απλά τα ρώτησα νοερά, πάντως εισακούστηκα, και αμέσως απάντησαν: «Ωραίος κόσμος!» μού είπαν.
Στάθηκα πάλι όρθιος και πήρα να θεωρώ τον υπέροχο κόσμο γύρω μού. Δεν ήμουν βέβαιος πού και πότε ήμουν, αλλά δεν ένιωθα και κάποια έκτακτη ανάγκη να μάθω. Όπου και όταν και να ήμουν, ήταν ωραία. Τίποτε άλλο δεν είχε σημασία. Σε κάποια φάση έστρεψα το κεφάλι μου προς τα πάνω. Μία αλλόκοτη έξαψη ένιωσα να με συνεπαίρνει σαν αντίκρισα με δέος το τι ευρισκόταν πάνωθέ μού: ένα κατάμαυρο χάος, γεμάτο ακαταμέτρητα, διάσκορπα λαμπιόνια. Ενεός είχα μείνει να παρακολουθώ εκείνο το παράδοξο θέαμα που θύμιζε κάτι σε απειρότητα. Τέσσερα από τα φωτεινότερα λαμπιόνια μού κίνησαν την προσοχή ιδιαιτέρως. Στέκονταν εκειπάνω, σιμά-σιμά μεταξύ τών, και σχημάτιζαν κάτι που θύμιζε ρόμβο, ή σταυρό. Ο σταυρός του νότου, μού πέρασε από τον νου μοναστραπίς, και με μία αναλαμπή τα κατάλαβα όλα: Η γη κάτωθέν μού, το νότιο φιρμαμέντο άνωθέν μού, ο νότος, η Αφρική, το ταξίδι, το πάρτι, η τρίπα… «Πωπώ!» ξεφώνησα σαν πρόσεξα το μπάπα-μπούπα-μπάπα-μπούπα, που ακόμη πέρα βαρούσε, και έσπευσα πάλι πίσω.
Με μία νέα ενάργεια στο μυαλό μου, μία εξαιρετικότατη διάθεση, και ένα πλατύ, κολλημένο χαμόγελο στην όψη μου, κίνησα να φύγω αποκεί το επόμενο απόγευμα πλέον· όταν πια η μουσική, επιτέλους, είχε σταματήσει. Πεταχτές εικόνες περνούσαν από το μυαλό μου από εκείνον τον χθεσινό όμορφο κόσμο. Ούτως όμορφος θα είναι και ο κόσμος που με περιμένει στο ταξίδι μου, αναλογίστηκα.