Το βουνό προεκτείνεται ομαλά προς τον νότο. Πολλά ωραία μονοπάτια μπορείς να ακολουθήσεις, ανακαλύπτοντας τις διάφορες εκπλήξεις που σού επιφυλάσσει· καθώς και να ρίξεις μία αναζωογονητική βουτιά στα παγερά νερά κάποιας των λιμνών του. Μπορείς να διακρίνεις τις ομαλές πλαγιές που συνεχίζουν να ανωκατηφορίζουν προς τον πέρα νότο. Κάπου εκεί, στο τέρμα, θα καταλήγουν στον ωκεανό, σχηματίζοντας το Ακρωτήριο της Καλής Ελπίδας. Μία δυνατή επιθυμία να φτάσω στο τέρμα μού γεννήθηκε όταν πρωτοατένισα εκείνη την θέα.
Μία ωραία πρωία, μία καλή παρέα ξεκινούσαμε με ένα μικρό ενοικιασμένο αυτοκινητάκι, για μία ημερήσια εκδρομή με προορισμό το ακρωτήριο. Πάντοτε θεωρούσα απολαυστική μία ωραία καλοκαιρινή εκδρομή με αμάξι· όπου αραχτός στο κάθισμα, μπορείς να χαζεύεις τις ταχέως εναλλασσόμενες παραστάσεις, ενώ το δροσερό αεράκι σού χτυπάει το πρόσωπο από το ανοικτό παράθυρο.
Αυτή η ιστορία είναι απόσπασμα από το βιβλίο μου «Από το Κέιπ Τάουν στην Αλεξάνδρεια», στο οποίο αφηγούμαι το επικό, μοναχικό μου ταξίδι από άκρη σε άκρη της σαγηνευτικής Αφρικής, και διαβιβάζω μία σοβαρή μεν, γλαφυρή δε, απεικόνιση της ετερόμορφης και ιδιάζουσας αφρικανικής πραγματικότητας.
Μία-μετά-την-άλλη αφήσαμε πίσω μάς όλες τις παραλιακές συνοικίες του Κέιπ Τάουν, που προς τα όρια της πόλης γίνονταν όλο-και πιο αραιοκατοικημένες. Ο δρόμος συνέχιζε διαρκώς νότια, ανηφόρα-κατηφόρα, δεξιά-αριστερά, ακολουθώντας τις βουνοπλαγιές. Ένα βουνό αφήναμε πίσω μάς, άλλο παρουσιαζόταν μπροστά μάς. Ο ωκεανός, πιστός μας σύντροφος, ήταν συνεχώς εκεί, στην δεξιά μας μπάντα, να δέρνει με τα μακρόθεν καταφθάνοντα κύματά του τις ακτές· οι οποίες εναλλάσσονταν από κακοτράχαλες βουνογκρεμίλες σε κατάλευκες αμμουδιές με κυανοπράσινα νερά. Κατά σημεία ο δρόμος έμπαινε προς την ενδοχώρα και περνούσε μέσα από τα αγροτικά χωριά της περιοχής και τα χωράφια και αμπέλια που τα περιέβαλλαν.
Ύστερα από κάμποσες ώρες οδήγησης, και μερικές στάσεις για να θαυμάσουμε την θέα ή να πετάξουμε κάτι μέσα στα στομάχια μας, ο δρόμος τερμάτισε σε έναν χώρο στάθμευσης. Εκεί άρχιζε ένα περιποιημένο μονοπάτι που οδηγούσε πάνω στον βράχο, και πέρα, προς την μύτη του ακρωτηρίου.
Παρκαρήσαμε το όχημα και πήραμε τον ποδαρόδρομο, να δούμε πόσο νοτιότερα θα μας βγάλει από εκείνο το σημείο που ήδη αποτελούσε το πιο νότιο που είχα ποτέ μού πατήσει. Ανασαίνοντας την αλμύρα που κυριαρχούσε στον αέρα, αρχίσαμε την ανάβαση προς τον περίβλεπτο φάρο που καταλάμβανε την κορυφή του βράχου. Ο δρόμος ήταν ολόγιομος με λογιών-λογιών ευωδιαστά άνθη, μικρά ερπετά που ηλιάζονταν στους βράχους, περιπετούμενα πτηνά που τραγουδούσαν την χαρά της μέρας, και μεγαλύτερα θηλαστικά όπως ύρακες και μπαμπουίνους.
Μετά από τον φάρο το μονοπάτι συνέχιζε ακόμη κατηφορικά προς το ακρόμυτο που είναι γνωστό ως Cape Point. Πέρα από το τέλος του μονοπατιού, ένας δεύτερος φάρος, μικρότερος, στεκόταν κάτω, χαμηλά, στο τέρμα του ακρωτηρίου, να σηματοδοτεί το πέρασμα από τον έναν ωκεανό στον άλλο. Έπρεπε να τον προσεγγίσω. Άφησα το μονοπάτι, και σκραμπλάροντας πάνω-κάτω τα κατσάβραχα, έφτασα εκεί, στο απόλυτο τέρμα. Ήλεγξα τις συντεταγμένες: -34.357147: το νοτιότερο σημείο που είχα ποτέ ευρεθεί. Συλλογίστηκα όλον τον δρόμο που με περίμενε μέχρι τις ακτές της Μεσογείου: 34 μοίρες μέχρι τον ισημερινό, και άλλες τόσες περίπου ακόμη, ύστερα.
Αμέτρητες ώρες έχω περάσει στην ζωή μου να κάθομαι να ατενίζω τις διάφορες θάλασσες. Καμμία όμως άλλη φορά δεν θυμάμαι να μού είχε φανεί κάποια θάλασσα πιο μεγαλειώδης και επιβλητική. Πλέον των τριών-τετάρτων του ορατού μου δίσκου καταλαμβάνονταν από τον ωκεάνιο ορίζοντα. Εγώ στεκόμουν εκεί, στην μέση, λίγα μέτρα ψηλότερα, με γκρεμούς αποπίσω μού, ασήμαντος, να οράω με δέος. Σ’ εκείνο το σημείο το ψυχρό ρεύμα της Βεγκουέλας συγκρουόταν με το θερμό της Αγούλας. Σ’ εκείνο το σημείο ο Ατλαντικός συναντούσε τον Ινδικό.
Κάπου εκειμέσα, στα ανοιχτά, μπορούσα να δω με την φαντασία μου την καραβέλα του Βαρθολομαίου Ντίαζ να περιπλέει το ακρωτήριο, ενώ το πλήρωμά της ζητωκραυγάζει εκστασιασμένο, διότι μόλις έχουν ανακαλύψει τον δρόμο προς τις Ανατολικές Ινδίες. Σε ένα κλάσμα της στιγμής, ταξίδευσε η φαντασία μου δώδεκα έτη μπροστά στον χρόνο, και είδε μία άλλη καραβέλα, με τον ίδιο καπετάνιο, να συντρίβεται στην μανιασμένη, ανελέητη φουρτούνα, και να χάνεται για πάντα στον βυθό. Στο ίδιο αυτό σημείο όπου εκείνος ο μεγάλος ταξιδευτής γνώρισε την μεγαλύτερή του δόξα, τού έμελλε να γνωρίσει και την λιποπνόη του. Ποια ειρωνεία! Ποια αποθέωση!