Θυμάμαι εκείνο το μεσημέρι. Είχα επιστρέψει στο πανδοχείο από την πρωινή μου επίσκεψη στους καρχαρίες. Έκανα έναν καφέ και κάθισα να τον απολαύσω στην σκιερή αυλή, που ήταν τόσο ήσυχη τις μεσημεριανές ώρες· αφού οι περισσότεροι ένοικοι του πανδοχείου, είτε θα παραδίδονταν εις έναν μεσημβρινό υπνάκο ξαπλωμένοι στα κρεβάτια των, είτε θα χαίρονταν το δροσερό θαλασσινό αεράκι ξαπλωμένοι σε κάποια αμμουδιά.
Άναψα ένα τσιγάρο και πήρα να θεωρώ τις εντυπώσεις της ημέρας. Δύο εικόνες είχαν κολλήσει για-τα-καλά στον νου μου και δεν έλεγαν να ξεκουμπιστούν με-τίποτε· παραμόνο εναλλάσσονταν συνεχώς μεταξύ τών, παίρνοντας η μία την θέση της άλλης. Από την μία: τα σθεναρά μάτια του καρχαρία, να με κοιτάζουν περιφρονητικά πίσω από τα ατσάλινα κάγκελα του κλουβιού. Από την άλλη: τα μαύρα μάτια εκείνου του αγοριού που καθόταν στην άκρη του δρόμου, να με κοιτάζουν συγκεχυμένα πίσω από το τζάμι του αυτοκινήτου.
Αυτή η ιστορία είναι απόσπασμα από το βιβλίο μου «Από το Κέιπ Τάουν στην Αλεξάνδρεια», στο οποίο αφηγούμαι το επικό, μοναχικό μου ταξίδι από άκρη σε άκρη της σαγηνευτικής Αφρικής, και διαβιβάζω μία σοβαρή μεν, γλαφυρή δε, απεικόνιση της ετερόμορφης και ιδιάζουσας αφρικανικής πραγματικότητας.
Τράβηξα δυο τζούρες, μία από το τσιγάρο, μία από τον καφέ, και πήρα να παρατηρώ το περιβάλλον μου ώστε να ξεφορτώσω τον νου μου από τις δύο αυτές εικόνες, που εμμένουσες είχαν αρχίσει να τον ταλανίζουν.
Το βλέμμα μου κατευθύνθηκε προς τον ουρανό, που καταγάλανος θωρούταν πάνω από τον ντυμένο με ηλεκτροφόρο συρματόπλεγμα, ψηλό φράκτη που περιέκλειε την αυλή. Μού πέρασε πάλι από το μυαλό εκείνο το κλουβί, που νωρίτερα εκείνο το πρωί, με χώριζε από τα φοβερά σαγόνια του θαλάσσιου θηρίου. Έτσι κι εδώ, σε παρόμοια κλουβιά ζουν κάποιοι από τους κατοίκους αυτής της πόλης, χωριστά από τους υπολοίπους έξω, συμπέρανα. Μόνο που δεν μού ήταν ξεκάθαρο, εν τη προκειμένη, ποιος ήταν ο θηρευτής και ποιος το θήραμα.
Διεκόπη ο συλλογισμός μου, μαζί με την ησυχία, όταν: «Να σού κάνω μία τράκα;» ακούστηκε η φωνή του Γκάρι ― ενός λευκού ντόπιου παιδιού που εργαζόταν στο πανδοχείο ― που είχε κοντοσιμώσει δίπλα μού, χωρίς να τον πάρω είδηση. Έβγαλα και τού έδωσα ένα από τα προκαταβολικώς στριμμένα τσιγάρα που είχα μέσα στην καπνοθήκη μου. Το άναψε και κάθισε στην απέναντι μεριά του τραπεζιού να το ρουφάει ρεμβάζων.
«Και δε μού λες Γκάρι…» έσπασα σε μία φάση την σιωπή, όταν μία νέα ιδέα μού πέρασε από το μυαλό. Γύρισε προς το μέρος μου, γνέφοντάς μού γουρλώνοντας τα μάτια, και με περίμενε να συνεχίσω.
«Ξέρεις… προ ολίγου εισερχόμουν στην πόλη από τον ανατολικό αυτοκινητόδρομο.»
«Και;» τζάλαρε η όψη του όλη του Γκάρι, που δεν καταλάβαινε ακόμη που θα το πήγαινα.
«…Και είδα τα προάστια της πόλης, τα Cape Flats, τις παραγκουπόλεις.»
«Όου, απίστευτο γιέι;» μού έκανε με έναν τόνο μισοθλιμμένο-μισοαδιάφορο, κουνώντας το κεφάλι του πέρα-δώθε.
«Ναι, απίστευτο, πράγματι… Και δε μού λες, πώς μπορώ να πάω εκεί;»
«Να πας εκεί!» ξεφώνησε και τινάχτηκε ενεός.
«Ναι, να πάω εκεί… Κάποιες συγκοινωνίες; Κάτι;»
«Τι να πας να κάνεις εκεί;»
«Δεν είμαι σίγουρος…Έτσι απλά· να γνωρίσω ανθρώπους· να δω πώς ζουν· να ακούσω τι έχουν να πουν.»
«Τι να σού πω, δεν ξέρω. Συνήθως δεν πάει κανείς εκεί. Έχω ακούσει όμως ότι υπάρχουν κάποια τουριστικά πρακτορεία που κάνουν οργανωμένες εκδρομές. Εάν ψάξεις, θα εύρεις κάποιο.»
«Τι!» ξεφώνησα κι εγώ εμβρόντητος. Ήξερα πως υπήρχαν διάφορα τουριστικά πρακτορεία ειδικευμένα στο να μασούν λεφτά από ηλίθιους τουρίστες, όπως οργανώσουν διαφόρων ειδών δραστηριότητες, που εύκολα κανείς, εάν βάλει λιγουλάκι μόνο το νιονιό του σε λειτουργία, μπορεί να κανονίσει μόνος του. Τούτο ωστόσο παραπήγαινε: Να παίρνουν λεφτά από ηλίθιους τουρίστες εκμεταλλευόμενοι την ανθρώπινη δυστυχία ως αξιοθέατο!
«Δεν νομίζεις ότι αυτό είναι λίγο… απάνθρωπο;» τού έκανα.
«Απάνθρωπο;…χμμ… ναι, ίσως… Δεν ξέρω, δεν το έχω σκεφτεί έτσι ποτέ. Αλλά εφόσον θέλει κανείς ξένος να πάει εκεί, είναι ο μοναδικός τρόπος.»
«Μα πώς; Σίγουρα θα μπορούσα να ενοικιάσω ένα αμάξι και να πάω· ή να περπατήσω εκεί· να τοι δύο ακόμη τρόποι! Σκεφτόμουν ωστόσο για κάποιον ανέξοδο και λιγότερο χρονοβόρο τρόπο. Θα πρέπει να υπάρχουν κάποια μέσα μεταφοράς. Πώς δηλαδή μετακινούνται αυτοί οι άνθρωποι πέρα-δώθε;»
«Πώς; Δηλαδή να πας μόνος σού;… Όχι, όχι! Δεν γίνεται! Εκεί δρουν συμμορίες! Εγκληματικότητα… σκοτώνονται άνθρωποι κάθε μέρα! Εάν πας εσύ εκεί, μόνος, ξένος, λευκός, στην καλύτερη περίπτωση θα φύγεις ξεβράκωτος.»
«Δεν νομίζω δα. Δεν μπορεί να είναι τόσο τραγικά τα πράγματα. Θα είμαι εντάξει πιστεύω. Πού μπορώ να εύρω συγκοινωνίες;»
«Δεν είμαι σίγουρος» μού είπε τελικά, αφού έμεινε να με κοιτάζει λίγο σκεπτικός, μέχρι που κατάλαβε ότι ήμουν αποφασισμένος να πάω. «Δεν έχω πάει ποτέ μού. Δεν έχω σκεφτεί ποτέ να πάω… Μα δίπλα στον κεντρικό σταθμό είναι ένα κτίριο. Πάνω από την οροφή του φεύγουν όλα τα μικρολεωφορεία προς όλα τα περίχωρα της πόλης. Εκεί μπορείς να πας. Σκέψου το καλά πάντως.»
Ένα από τα επακόλουθα μεσημέρια, έχοντας αφήσει πίσω οτιδήποτε ― έστω και κατ’ ελάχιστον ― πολύτιμο μπορεί να είχα, ανέβαινα την σκάλα που οδηγούσε στην οροφή εκείνου του κτιρίου δίπλα από τον κεντρικό σταθμό. Σαν έφτασα στο ανώτερο πάτωμα, αντίκρισα έναν χώρο στάθμευσης, ολόγιομο με πολυάριθμα άσπρα βανάκια, και πλήθη κόσμου να συνωστίζονται αναγύρω τών.
Με-το-που φάνηκα στην όψη των, και πριν ακόμη προλάβω καν να σκεφτώ προς τα πού να κατευθυνθώ, διάφοροι τύποι άρχισαν να μού φωνάζουν και να μού γνέφουν από μακριά. «Where? Where?» με ρώτησε ο πρώτος από αυτούς που πλησίασε αρκετά ώστε να μπορώ να τον γρικήσω. «Gugulethu» τού απεκρίθην. «Come with me! Come!» μού είπε, και άρχισε να διώχνει όλους τους λοιπούς κράχτες που απεπειρώντο να με πλησιάσουν καθώς τον ακολουθούσα μέσα στο πλήθος.
Το Gugulethu ήταν ένας από αυτούς τους παραγκοδήμους, που είναι κοινώς γνωστοί στην Νότια Αφρική ως Townships. Ξεφύτρωσε την δεκαετία του ’60, ως χώρος εγκατάστασης ― ή στρατόπεδο συγκέντρωσης θα μπορούσες επίσης να πεις ― μαύρων· οι οποίοι είχαν ορισθεί από το Απαρτχάιντ ως η τελευταία από τις τρεις κατηγορίες κατωτέρων πολιτών που το σύνταγμά των προέβλεπε. Οι λοιπές δύο ήταν οι μιγάδες και οι Ασιάτες. Το όνομα της συνοικίας σημαίνει η υπερηφάνειά μας στην γλώσσα της φυλής των Ξόσα που κατοικούν την. Από αυτήν την φυλή προήλθαν αμφότεροι ο Νέλσον Μαντέλα και ο Τάμπο Μπέκι: οι δύο πρώτοι πρόεδροι της μεταπαρτχαϊντικής Νοτίας Αφρικής.
Επιβιβάστηκα στο μπροστινό κάθισμα του Toyota HiAce που ο τύπος με είχε οδηγήσει. Στριμώχτηκα όπως-όπως με τους λοιπούς επιβάτες, και μπήκαμε στο δρομολόγιο. Στον δρόμο έμαθα, από τον οδηγό, με τον οποίο έπιασα κουβέντα, ότι τα δρομολόγια αυτών των μικρολεωφορείων αποτελούν μήλον της έριδος ανάμεσα στα διάφορα ανταγωνιζόμενα σωματεία που δραστηριοποιούνται στον χώρο, μαχόμενα για ένα κομμάτι της πίτας. Ο ανταγωνισμός των αυτός κατά καιρούς εκφράζεται με μαφιόζικες τακτικές, και έχει οδηγήσει σε ένοπλες ενέδρες και φόνους οδηγών, ή και αθώων επιβατών από ξώφαλτσες σφαίρες. Το φαινόμενο αυτό είναι εκεί γνωστό ως Taxi Wars.
Σαν φτάσαμε στον προορισμό μας, κατέβηκα και άρχισα να περπατάω τον πρώτο δρόμο που είδα μπροστά μού. Πήρα αμέσως να παρατηρώ τα βλέμματα των ανθρώπων, που όλα συγκεντρώνονταν πάνω μού· άλλα επιθετικά, άλλα αγριεμένα, άλλα περίεργα, άλλα ανέκφραστα, άλλα ― τα περισσότερα ― ευπροσήγορα και χαμογελαστά. Ένα πάντως ήταν το σίγουρο: Όλα τα βλέμματα ήταν καρφωμένα πάνω μού· σαν να έβλεπαν μία αγελάδα, ας πούμε, σηκωμένη στα πισινά της πόδια, να προχωράει χοροπηδηχτή στον δρόμο, και να τραγουδάει «ένα μήλο η βιολέτα, τσιγκολελέτα, τσιγκολελέτα».
Ένας τυπάκος ― από τους χαμογελαστούς ― με πλησίασε τελικά. «Από πού είσαι;» μού έκανε.
«Από την Ελλάδα» απεκρίθην.
«Ωω, Ελλάδα!… Η Ελλάδα είναι στην Ευρώπη, ναι;… Ή όχι;… Στην Ασία;»
«Στην Ευρώπη είναι» τού απάντησα.
«Δεν έχεις ξαναγνωρίσει ποτέ κανέναν από την Ελλάδα να φανταστώ…»
«Ποιος; Εγώ; Όχι. Ελάχιστους λευκούς έχω γνωρίσει. Δεν συναντάς συχνά εδώ μέσα· ιδίως μόνους. Κάποιες φορές βλέπεις να έρχονται τουρίστες σε γκρουπ· μόνους σπάνια. Να, μία φορά είχα γνωρίσει έναν από την Γερμανία, μία άλλη έναν από την Ολλανδία, έναν από την Κίνα… όχι πολλούς.»
«Δεν συναντάς συχνά ξένους λευκούς, από άλλες χώρες, εννοείς…»
«Κανέναν γενικότερα. Βλέπω Νοτιοαφρικανούς λευκούς, ναι, στην πόλη. Αλλά σπάνια πάω κι εγώ εκεί. Αυτοί εδώ δεν έρχονται ποτέ.»
Συνέχισα να φέρνω τις βόλτες μου γύρω-γύρω στις γειτονιές. Λαός πολύς πηγαινοφερνόταν επίσης. Κάποιοι θα ήταν καταπιασμένοι με κάποια δουλειά. Άλλοι, οι περισσότεροι, που δεν είχαν καμμία δουλειά, θα ήταν καταπιασμένοι με κάτι μέσα στο κεφάλι των. Πολλοί με πλησίασαν να μού μιλήσουν· οι περισσότεροι από απλή περιέργεια· άλλοι να μού παραπονεθούν· κάποιοι λίγοι να με κατηγορήσουν ότι εγώ ευθύνομαι για την κατάστασή των· άλλοι να επιχειρήσουν να μού πουλήσουν κάτι· παιδιά πολλά να επαιτήσουν, σε κάποια από τα οποία μοίρασα τα λιγοστά κέρματα που κουβαλούσα μαζί μού ειδικά για αυτόν τον λόγο.
Προς το απογευματάκι, η ακοή μου με οδήγησε σε μία αλάνα, όπου κάποια ευρύχωρα ηχεία βαρούσαν χορευτικές μουσικές, και ένας χαβαλές μεγάλος είχε δημιουργηθεί αναγύρω τών. Σίμωσα κι εγώ, λοιπόν, και πληροφορήθηκα πως προέκειτο για κυριακάτικη εορτή ― Την ίδια ακριβώς στιγμή επίσης πληροφορήθηκα και το πως ήταν ημέρα Κυριακή· δεν τα πήγαινα ιδιαιτέρως καλά με το ημερολόγιο τελευταία. Οι άνθρωποι μετά φιλοφροσύνης με προσκάλεσαν να συμμετάσχω στο φαγοπότι· και βεβαίως δεν αρνήθηκα. Είχε σκοτεινιάσει πλέον για-τα-καλά όταν, με γεμάτο στομάχι και κεφάλι, και με μία εξαιρετική διάθεση, πήρα ένα από τα μικρολεωφορεία να επιστρέψω στην πόλη.
Αυτή ήταν η πρώτη εκ των καμπόσων επισκέψεων που θα πραγματοποιούσα στις διάφορες παραγκουπόλεις του Κέιπ Τάουν. Πολλά έμελλε να δουν τα μάτια μου και να ακούσουν τα αφτιά μου εκειμέσα· πολλές περιπτώσεις ανθρώπινης μιζέριας και απελπισίας· και εν μέσω αυτών, αξιοθαύμαστες αναλαμπές υψηλού ψυχικού σθένους και αποθέωσης της ελπίδας… πάμπολλες από αυτές τις μικρές ιστορίες που σε φέρνουν λίγο πιο κοντά στο να κατανοήσεις τι είναι ο άνθρωπος, και να τον αγαπήσεις.
Μία φορά, εκεί που τριγυρνούσα στην παραγκούπολη του Delft, ένας αγαθόψυχος και κινητικότατος υπεργέροντας με προσκάλεσε στο καλύβι του. Μού προσέφερε καφέ, και πήρε με υπερηφάνεια να μού επιδεικνύει το πώς είχε μαστορεύσει το σπιτικό του, καθώς και το μικρό κηπάκι που διατηρούσε. Έμεινα αρκετούτσικη ώρα φιλοξενούμενός του, συζητώντας μαζί τού περί πολλών και διαφόρων, και ακούγοντας με πολύ ενδιαφέρον τις πολλές του ιστορίες από αυτόν τον αιώνα-μείον-κάτι της ζήσης του. «Θυμάμαι όταν ήμουν κι εγώ στην ηλικία σου πάνω-κάτω» μού είπε. «Τότε ονειρευόμουν πως η ζωή μου θα καλυτερεύσει στο μέλλον. Αργότερα ονειρευόμουν πως η ζωή θα καλυτερεύσει για τα παιδιά μου. Αργότερα ακόμη, για τα εγγόνια μου. Τώρα, μέχρι σήμερα, τίποτε δεν έχει αλλάξει ― παραμόνο προς το χειρότερο… Πάντως ακόμη ελπίζω για τα δισέγγονά μου.»
«Δηλαδή δεν βελτιώθηκε τίποτε μετά την κατάλυση του Απαρτχάιντ;» τον διέκοψα. «Μπα! Όχι βέβαια! Τότε, εμείς οι μιγάδες, ήμασταν δεύτερης κατηγορίας πολίτες· τώρα είμαστε τρίτης.» Έβαλε τα γέλια για δύο στιγμές. Έπαυσε απότομα. Αίφνης σπινθήρισαν τα μάτια του, και συνέχισε: «Πολιτικοί! Βρετανοί; Αφρικανέροι; Αφρικάνοι; Λευκοί; Μαύροι; Πράσινοι…; Όλοι τα ίδια σκατά σού λέω! Ψεύτες! Κλέφτες! Λωποδύτες! Όσο θα έχουμε κάποιους αποτέτοιους ― όποιοι και να είναι ― να αποκαλούν τους εαυτούς τους πολιτικούς, τίποτε ποτέ δεν θα καλυτερεύσει σε αυτόν τον τόπο.»
Κίνδυνο, μια-φορά, δεν ένιωσα κανέναν ιδιαίτερο, σε καμμία στιγμή των εκεί περιπλανήσεών μου. Φαντάζομαι διάφοροι μέσα στο πλήθος θα σκέπτονταν σαν με έβλεπαν: «Αχ και να σε πετύχαινα στην νύχτα και την ερημιά! Θα σε έγδυνα πατόκορφα!» Υπό το φως της ημέρας, ωστόσο, και την επίβλεψη του πλήθους, θα έμενε μόνο στην σκέψη των. Κάνω την υπόθεση, επίσης, ότι ανάμεσα στο πλήθος, κάπου θα ευρίσκονταν και κάποιοι από εκείνους τους αληθινούς γκανγκστεράδες· από εκείνους που δεν θα δίσταζαν να σκοτώσουν κάποιον εν ψυχρώ καταμεσής του κόσμου, ή ακόμη και μπροστά στα μάτια της αστυνομίας. Αυτοί, ωστόσο, θα ήταν μάλλον απασχολημένοι με το να σπρώξουν τα ναρκωτικά των· να πουλήσουν καμμια-προστασία· να καθαρίσουν κανα-μέλος της αντίπαλης συμμορίας, ενώ φυλάγονται να μην καθαριστούν οι ίδιοι… και με οποιεσδήποτε μπίζνες κάποιος από δαύτους μπορεί να ασχολείται. Το τελευταίο που θα τους απασχολούσε θα ήταν ένας ξεκάρφωτος λευκός τύπος που γυροφέρνει βόλτες, πιστεύω.
Ήμουν βέβαιος πως οι λευκοί τύποι που συμβουλεύτηκα στην πόλη ― ο Γκάρι, και άλλοι που ρώτησα ύστερα ― τα τραγικοποιούσαν κατά πολύ τα πράγματα περί της κατάστασης που επικρατεί στις παραγκουπόλεις και τον χαρακτήρα των ανθρώπων που τις κατοικούν. Στην πραγματικότητα, κανείς των δεν είχε την παραμικρή ιδέα περί του τινός συμβαίνει σε αυτήν την άλλη άκρη της πόλης. Ομοίως και αυτοί εδώ, με την σειρά των, δεν είχαν την ελάχιστη σχέση με το οτιδήποτε αφορούσε τους άλλους. Ήταν για αυτούς σαν εξωγήινοι, που μόνο με την φαντασία των μπορούσαν να θεωρήσουν. Ένα τρομακτικό χάσμα, όχι μόνο οικονομικό, χωρίζει ακόμη τις πληθυσμιακές ομάδες αυτής της χώρας, που το 1994 χαρακτηρίστηκε ως η δημοκρατία του ουρανίου τόξου, και προσέβλεπε στην αρμονική και δίκαιη συμβίωση του ποικιλόμορφού της πληθυσμού.