Ήταν πια όψιμο απόγευμα όταν ξανάνοιξα τα μάτια μου και νόστησα στον ξυπνητό μου κόσμο. Ήταν η πρώτη μου μέρα στο Κέιπ Τάουν και προετιθέμην να το εορτάσω δεόντως· πράγμα που θα σήμαινε μία πρώτη γνωριμία με την νυχτερινή ζωή της πόλης. Ήπια έναν γρήγορο καφέ να καλανοίξει το μάτι, να πάρει και ο εγκέφαλος στροφές· πέταξα πάνω μού μία ζακετούλα ― δεν το είχα σκοπό να γυρίσω νωρίς· μπορεί και να έβγαζε ψύχρα ― και εξήλθα της σιδερένιας αυλόπορτας.
Αυτή η ιστορία είναι απόσπασμα από το βιβλίο μου «Από το Κέιπ Τάουν στην Αλεξάνδρεια», στο οποίο αφηγούμαι το επικό, μοναχικό μου ταξίδι από άκρη σε άκρη της σαγηνευτικής Αφρικής, και διαβιβάζω μία σοβαρή μεν, γλαφυρή δε, απεικόνιση της ετερόμορφης και ιδιάζουσας αφρικανικής πραγματικότητας.
Αυτήν την φορά η πορεία μου θα ήταν διαφορετική. Πήρα να κατηφορίζω νότια τον δρόμο που οδηγούσε στο κέντρο της πόλης, και έμελλε να τον ανεβοκατέβω πάμπολλες φορές ξανά στο διάστημα της εκεί παραμονής μου. Θα ήταν ο κύριος δρόμος που θα χρησιμοποιούσα καθημερινώς· και τού είχαν δώσει και το κατάλληλο όνομα: The Main Road. Μετά από μία μικρή καμπύλη του δρόμου, εμφανίσθηκε το κέντρο στο ορατό μου πεδίο. Οι λίγοι, σφιχτά συγκεντρωμένοι ουρανοξύστες· κάποιοι πυκνοί, υπερμεγέθεις, σκούροι σωρείτες που είχαν μαζωχτεί αποπάνω τών· το Τραπεζοβούνι στο φόντο, με τα δικά του πυκνά νέφη κι αυτό, καθηλωμένα στην κορυφή του… όλα χρωματισμένα ζωηρά από τις πλάγιες ακτίνες του αρχιζωγράφου ηλίου… συνέθεταν όλα μία εικόνα που έφερνε σε κάτι που βλέπει κανείς σε γκαλερί έργων τέχνης.
Έφτασα στην πολυσύχναστη διασταύρωση όπου είχα ραντεβού με τους φίλους που θα ήταν σύντροφοι και συμπότες μου την βραδιά εκείνη. Είχα έρθει νωρίς. Έτσι και κάθισα στο τραπέζι μίας καφετέριας, έστριψα ένα τσιγάρο, και πήρα να χαζεύω τους περαστικούς. Κόσμος και κοσμάκης παρέλαυνε μπροστά μού: κάποιοι κουστουμαρισμένοι ξανθομάλληδες που μόλις θα είχαν αφήσει τα γραφεία των, βιαστικοί-βιαστικοί με τον χαρτοφύλακα στο χέρι· διάφοροι Ευρωπαίοι και Ασιάτες, οκνηρά βαδίζοντες τουρίστες, με σανδάλια, σορτσάκι, και την κάμερα κρεμασμένη στον λαιμό· άλλοι εξαθλιωμένοι και σκελεθρωμένοι τύποι, πολλές φορές ξυπόλυτοι, σκεπτικοί να δουν πού θα ζητιανεύσουν· ένας άλλος ξυπόλυτος τύπος, με ένα μισοάδειο μπουκάλι ρούμι στο χέρι, πέρασε μαινόμενος, κράζοντας κάποιον που θα ήταν μέσα στο κεφάλι του (ή ίσως τους πάντες και τα πάντα), με μία φωνή που θύμιζε κάτι σε βιβλικό προφήτη… Πραγματικά ιδιότυπη κοινωνία. Ποιο παρδαλό σινάφι συναπαντήθηκε εδωπέρα!
Όταν τελικά κατέφτασε η παρέα μου, κινήσαμε και πήγαμε μία περπατησιά τριγύρω στο κέντρο. Όσο νύχτωνε, τόσο ζωντάνευε η πόλη. Είχε πέσει πλέον το σκοτάδι για-τα-καλά όταν ευρεθήκαμε στην Long Street. Εδώ γινόταν όλος ο τζέρτζελος. Ήταν μία γραφική και καλώς φωτισμένη οδός· τα κομψά, βικτωριανά κτίρια της οποίας είχαν μετατρέψει σε μπυραρίες, εστιατόρια, μπαρ, κλαμπ, κέντρα πόσης και διασκέδασης γενικότερα. Ήταν αυτό το πράμμα που ένας Άγγλος θα αποκαλούσε party street. Βαλθήκαμε λοιπόν να την εξερευνήσουμε.
Πρέπει να πέρασαν αρκετούτσικες ώρες από την στιγμή που τσουγκρίζαμε τα πρώτα μπυροπότηρα σε μία ιρλανδική παμπ μέχρι την επόμενη εναργή ανάμνηση που έχω: να αναρωτούμαι πού στον διάολο είμαι, περιπλανώμενος σκνίπα σε κάποιο σκοτεινό σοκάκι. Μόνο κάποιες θολές θύμησες μού έχουν απομείνει από το κενοδιάστημα που μεσολάβησε: Ένας ρασταφάρης κιθαρίστας να παίζει μία Γκίμπσον κόντρα στον ντραμίστα και μακάριος να τραγουδάει μαστουροτράγουδα· ένα συγκρότημα βιρτουόζων Νοτιοαφρικάνων να παίζουν κάποιους τσαχπίνικους ρυθμούς της κέιπ τζαζ· μία όμορφη μαυρομάτα βιολίστρια να σέρνει το δοξάρι πέρα-δώθε, παράγοντας ήδυμες μελωδίες… μουσικές και χοροί· άνθρωποι διάφοροι, σε τόπους διάφορους, να κινούν τα χείλη των πάνω-κάτω, παράγοντας ήχους και αυτοί, που μάλλον θα ήταν λέξεις· τσουγκρίσματα ποτηριών, και άλλα πολλά τσουγκρίσματα… Αυτά λίγο-πολύ θυμάμαι, και βεβαίως, διαρκείς αναθυμιάσεις οινοπνεύματος. Δεν έχω ιδέα πώς τελικά ευρέθηκα μόνος και χαμένος σ’ εκείνο το στενό, στην μέση της μαύρης νύχτας.
Συνέχισα να κινούμε αναζητώντας κάτι το γνώριμο, είτε κάποιον άνθρωπο να ζητήσω κατευθύνσεις. Παρότι νύχτα, δεν θα μπορούσα να πω πως η πόλη ήταν έρημη. Φωνές ανθρώπινες πολλές ακούγονταν τακτικά αναγύρω μού. Καθώς διέσχιζα μία διασταύρωση, γύρισα το κεφάλι μου στα δεξιά και είδα ένα τσούρμο αστέγων να στρέφουν όλοι ταυτοχρόνως τα βλέμματα προς το μέρος μου. Δεν μού φάνηκε ιδιαιτέρως καλή ιδέα να τους ρωτήσω και να τών γνωστοποιήσω πως είχα χαθεί. Το θεώρησα συνετότερο να συνεχίσω τον δρόμο μου ευθεία. Ένας άλλος τύπος ερχόταν τώρα κόντρα μού. Ξεχώριζα μόνο την ψηλόλιγνη σιλουέτα του στο κατασκότεινο δρομάκι. Μόνο όταν φτάσαμε ακριβώς δίπλα ο ένας στον άλλον, διέκρινα μία λάμψη να ξεπετάγεται από τα μάτια του, που κοιτούσαν απευθείας μέσα στα δικά μου. Πρόλαβα επίσης να δω και ένα τατουάζ φυλακής στον λαιμό του, που κάποιο αμυδρό φως κατέστησε ορατό για λίγα κλάσματα του δευτερολέπτου. Ύστερα από λίγο είχα ευρεθεί σε έναν καλά φωτισμένο ― σχετικά πάντοτε ― δρόμο. Διέκρινα μία κοπελίτσα να κατηφορίζει. Μού φάνηκε, από ένστικτο κυρίως, ο κατάλληλος άνθρωπος για να ρωτήσω. Προχώρησα καρφί προς τα πάνω τής.
Καταλήξαμε παρέα σε ένα πάρκο να καταναλώνουμε μία σακούλα μπύρες. Το πάρκο το μοιραζόμασταν με πολλούς ακόμη αστέγους.
«Μην ανησυχείς γι’ αυτούς» μού είπε αφού είχαμε καθίσει. «Εδώ είναι το σπίτι των. Τους περισσότερους τους γνωρίζω. Είναι καλά παιδιά. Κάποτε έμενα κι εγώ εδώ.»
«Ενώ τώρα δεν μένεις;» την ρώτησα.
«Όχι! Τώρα έχω δουλειά και ενοικιάζω ένα δωμάτιο» μού είπε, ενώ γύρισε να με κοιτάξει με μάτια που λαμποκοπούσαν υπερηφάνεια.
«Αλλά κάποτε ήσουν κι εσύ άστεγη, ναι;»
«Ναι» μού είπε αδιάφορα. «Μεγάλωσα σε ορφανοτροφείο. Μετά έμεινα στους δρόμους για λίγο. Τώρα έχω σπίτι.»
«Οι γονείς σου; αν μού επιτρέπεις να ρωτήσω…»
«Ποτέ μού δεν τους γνώρισα· δεν με απασχολεί.»
«Σκληρή η ζωή ορισμένες φορές, ε;»
«Ωραία είναι η ζωή» μού είπε αφού το σκέφτηκε λίγο.
Κατέβασα μία γερή γουλιά από την μπύρα μου, και απέμεινα για λίγο σκεπτικός.
Ένα περιπολικό πέρασε βολίδα, με την σειρήνα αναμμένη να λυσσομανάει, από τον δρόμο παραδίπλα.
«Πολλή εγκληματικότητα πρέπει να παίζει εδώ, ε;»
«Ναι, πράγματι, πολλή» είπε, γνέφοντάς μού καταφατικά και κατηγορηματικά. «Μια δεκαριά μέσω όρω άνθρωποι δολοφονούνται ημερησίως στο Κέιπ Τάουν. Ληστείες, ξυλοδαρμοί, βιασμοί… Δεν έκανες καλά να κυκλοφορείς μονάχος εδώ μεσονυχτιάτικα… Ξέρεις, η φτώχεια… αυτή ευθύνεται.»
«Η φτώχεια, ναι. Ήδη την έχω παρατηρήσει. Δεν θέλει και πολύ για να την διακρίνει κανείς, εδώ που τα λέμε. Ποιος ευθύνεται για δαύτη όμως νομίζεις;»
«Ξέρω κι εγώ;» μού έκανε, αφού πρώτα με κοίταξε κατάματα, δείχνοντας συγχυσμένη. «Κάποιοι λένε η κυβέρνηση, άλλοι λένε οι λευκοί, άλλοι η μοίρα, άλλοι ο Θεός… Εγώ δεν ξέρω.»
Τα-και-τα είπαμε, αδειάσαμε και δυο-τρείς μπύρες ο καθείς, και κινήσαμε να φύγουμε. Κόντευε ξημέρωμα. Σύντομα αφότου εξήλθαμε του πάρκου, μία συμμορία τέσσερις-πέντε τύποι, που δεν μού δοκούσαν ιδιαιτέρως φιλικοί, πήραν να κοντοσιμώνουν στο κατόπι μας. Η νέα μου φίλη με τράβηξε από το χέρι να ανοίξω βήμα. Όταν τελικά μας πλησίασαν αρκετά, κατασπεύδοντες κι αυτοί, γύρισε η τύπισσα προς το μέρος των, με μία ξερή μεταβολή, και με μία τρανή φωνή τών είπε κάτι σε κάποια γλώσσα δική των, αφρικάνικη. Δεν έχω βεβαίως ιδέα τι ακριβώς μπορεί να τών είπε. Ό,τι και να ήταν όμως έπιασε, και σταμάτησαν να μας ακολουθούν μονομιάς. Μωρέ μπράβο αλάνι, έκανα με τον νου μου. Μια εικοσαριά βήματα μετά, «ήθελαν να σε ληστεύσουν» γύρισε και μού είπε. «Το ξέρω, το κατάλαβα» τής απεκρίθην.
Ύστερα από λίγο ήμασταν στον Κύριο Δρόμο· εκεί που τής είχα ζητήσει να με οδηγήσει εξ αρχής. Μία ευθεία ένα χιλιόμετρο θα ήταν πάνω-κάτω αποκεί το σπίτι μου. Προσφέρθηκε να με συνοδεύσει όλον τον δρόμο, δηλώνοντάς μού πως είναι επικίνδυνα, θα με ληστεύσουν, και τα λοιπά. Μα την βεβαίωσα πως δεν ήταν ανάγκη, θα είμαι μια χαρά, και τα υπόλοιπα. Η αλήθεια είναι ότι δεν φοβόμουν ιδιαιτέρως μην με ληστεύσουν· μιάς-και τα μόνα αντικείμενα που κουβαλούσα ήταν τα φθηνά μου ρούχα, ένας καπνός, αναπτήρας, λίγα κέρματα που μού είχαν ξεμείνει από τις μπύρες, και ένα στιλέτο.
Έτσι λοιπόν την αποχαιρέτησα και άρχισα να ανηφορίζω τον Κύριο Δρόμο. Προσέβλεπα με λαχτάρα την άφιξη μου στο κρεβάτι· ήταν μία μακρά νύχτα και το παν έφερνε σβούρες γύρω από το κεφάλι μου. Δεν πήρε πολλή ώρα και άκουσα βήματα ξοπίσω μού. Γύρισα να δω και αντίκρισα έναν μοναχικό τυπάκο να σπεύδει σχεδόν τρέχοντας από το απέναντι πεζοδρόμιο, και να ετοιμάζεται να διασχίσει τον δρόμο προς το μέρος μου. Διακριτικά, έφερα με-την-μία το δεξί μου χέρι σε ετοιμότητα μέσα στην δεξιά μου τσέπη, όπου φύλαγα το μαχαίρι μου. Σαν ζύγωσε όμως πλιότερο, επαναπαύτηκα, αφού η διαίσθησή μου δεν τον έκρινε απειλή.
Με έφτασε και πήρε να περπατάει πλάι μού, βήμα-βήμα, κοιτάζοντάς με διστακτικός, χωρίς να βγάζει λέξη, ενόσω τον τηρούσα κι εγώ επίμονα, αναμένων την πρόθεσή του.
«I’m hungry» εξέφερε τελικά, και συνέχισε να με κοιτάει με ένα βλέμμα παρακλητικό, όλο-παράπονο. Η αλήθεια είναι μπορούσα να το δω και μόνος μου τούτο· πετσί και κόκκαλο ήταν ο κακομοίρης. Τον συμπόνεσα. Έβγαλα τα λίγα περισσευθέντα κέρματα που κουδούνιζαν στην τσέπη μου, και τα εναπέθεσα στην χούφτα του. Ύψωσε μονομιάς κι αυτός την χούφτα μπροστά ακριβώς στα μάτια του, και άρχισε να τα μετρολογάει.
«Give me more» άνοιξε το στόμα του για δεύτερη φορά.
«Sorry amigo, that’s all I have.»
«Give me more! I don’t want to rob you.»
«You shouldn’t say that. It’s not polite.»
«Don’t make me angry! Give me everything you have! Or I’ll take it by force!» μού είπε, καταβάλλοντας προσπάθεια να φανεί κακός, ενώ δεν ήταν.
«By force? How? I don’t think you have the capacity to do so… physically I mean» πρόφερα σε έναν μισοαδιάφορο τόνο που δήλωνε μία ειλικρινή απορία ως προς το πώς θα μπορούσε να ασκήσει βία πάνω μου, συγκρίνοντας αμφότερες τις σωματικές μας διαπλάσεις. Έμεινε λίγα δευτερόλεπτα να με θωρεί περιπλεγμένος, έως ότου μάλλον κατάλαβε τι τού είχα μόλις πει, και το γύρισε πάλι στο ικετευτικό: «I’m hungry».
Συνεχίσαμε να ανηφορίζουμε παρέα. Τού εξήγησα στον δρόμο ότι τον καταλαβαίνω απόλυτα και τον συμπονώ. Ωστόσο δεν ευθύνομαι εγώ για την κατάστασή του· ότι ήμουν μονάχα ένας ξένος στον τόπο του που έφτασα εχθές· και την βοήθεια που εδυνάμην να τού προσφέρω, τού την προσέφερα ήδη.
Μού εξήγησε κι αυτός ότι δεν είναι κακό παιδί. Η ανάγκη τον σπρώχνει, η βιοπάλη. Μού μίλησε για την οικογένειά του· για τα ανήλικα αδέλφια του που περίμεναν νηστικά στην παράγκα για μία μπουκιά ψωμί.
Με-τα-πολλά, είχαμε ανηφορίσει παρέα μέχρι την αυλόπορτα του πανδοχείου μου. «Good luck» τού έκανα. «Good luck to you too» μού έκανε κι αυτός, ενώ έκανε μεταβολή, να πάει να συνεχίσει την αναζήτηση της επιούσιας τροφής.
Τι τραβάει ο κόσμος, συλλογίστηκα καθώς διέσχιζα την αυλή. Ένα αίσθημα τύψης πρέπει να ομολογήσω με συνεπήρε, σκεπτόμενος ότι μόλις εκείνη την νύχτα είχα σπαταλήσει χρήματα μίας εβδομάδας φαγητού σε ποτό.