Δύσκολα θα λησμονήσω ποτέ εκείνο το πρωινό. Δύσκολα θα φθίσει από την μνήμη μου η θύμηση εκείνης την εξαιρετικής διάθεσης που με είχε συνεπάρει από την στιγμή που άνοιξα τα μάτια μου.
Ένα από αυτά που πιο πολύ αγαπώ είναι το περπάτημα. Μού αρέσει να περπατάω με τις ώρες. Και πιο πολύ ακόμη, μού αρέσει όταν περπατάω άσκοπα. Όταν δηλαδή δεν έχω έναν συγκεκριμένο προορισμό· δεν έχω κάποιον ή κάτι να με περιμένει κάπου· παρά αρχίζω να περπατάω με μόνο οδηγό το ένστικτο και την στιγμιαία παρόρμηση· έτσι, σαν να βάζω την μοίρα σε δοκιμή. Δεξιά ή αριστερά; Το στομάχι μου πάντοτε μού λέει· σαν να έχει ενσωματωμένο έναν μαγνήτη προσανατολισμένο στο πεπρωμένο.
Αυτή η ιστορία είναι απόσπασμα από το βιβλίο μου «Από το Κέιπ Τάουν στην Αλεξάνδρεια», στο οποίο αφηγούμαι το επικό, μοναχικό μου ταξίδι από άκρη σε άκρη της σαγηνευτικής Αφρικής, και διαβιβάζω μία σοβαρή μεν, γλαφυρή δε, απεικόνιση της ετερόμορφης και ιδιάζουσας αφρικανικής πραγματικότητας.
Ήταν η πρώτη μου μέρα σε έναν καινούργιο και άγνωστο τόπο. Δύσκολα θα φανταζόμουν να κάνω οτιδήποτε άλλο, παρά να βγω να εξερευνήσω με τα δυο μου πόδια όχημα. Ξόδευσα μια χαλαρή ώρα: ένα ντουζάκι, πρωινό, καφές, τσιγάρο… Πέταξα μέσα στο σακίδιό μου τα απαραίτητα: νερό, κολατσιό, τσιγάρα, γυαλιά ηλίου, στυλό, τετράδιο… Και άνοιξα την αυλόπορτα του πανδοχείου, ξεκινώντας τον πρώτο μου περίπατο σε αυτήν την νέα ήπειρο.
Στάθηκα για λίγο να χαζεύσω τον ήλιο· να κλέψω λίγη από την ενέργειά του ίσως. Προμηνυόταν μία καυτή καλοκαιρινή μέρα. Είχε ήδη ζέστη, παρότι ο ήλιος ευρισκόταν ακόμη σε πρώιμο στάδιο της σημερινής του πορείας. Τού χαμογέλασα, έστριψα ενενήντα μοίρες αριστερά, και τράβηξα ευθεία, βόρεια· προς τα εκεί ήταν ο ωκεανός.
Έχοντας ορίσει τον βορρά σημάδι και ακολουθώντας την αλμύρα με την μύτη, ελίχθηκα μέσα από τις οδούς του Green Point. Δεν πήρε πολλή ώρα μέχρι που άκουσα τους πρώτους παφλασμούς. Άρχισα να βαδίζω όλο-και βιαστικότερα μέχρι που ήμουν εκεί. Στεκόμουν στο χείλος μίας προκυμαίας, και μπροστά μού, σε όλο του το μεγαλείο, ο Ατλαντικός Ωκεανός! Αυτός, ο ωκεανός που κόβει τις ηπείρους στην μέση· που οι αρχαίοι θεωρούσαν τέλος του κόσμου· και που αποτέλεσε πεδίο δόξας και υγρό τάφο για τόσους-και-τόσους μεταγενέστερους γενναίους θαλασσοπόρους, που με μόνο όπλο την αφοβία, επιχείρησαν να τον δαμάσουν. Να τον θωρώ με έπιασε ανατριχίλα. Τι μηδαμινός που είναι ο άνθρωπος, πρόφερε μία φωνή μέσα στην καρδιά μου. Απέναντί μού, κάμποσα χιλιόμετρα από την ακτή, εκεί άνολβη εν μέσω των υδάτινων μαζών, μπορούσα να διακρίνω την Νήσο του Ρόμπεν. Μού έφερε στον νου τον Νέλσον Μαντέλα. Τι ατελείωτες, μοναχικές ώρες θα είχε περάσει φυλακισμένος εκεί αυτός ο άνθρωπος! Τι μακροσκελέστατους διαλόγους θα είχε ανταλλάξει με τον ωκεανό!
Εστράφην προς δυσμάς, και άρχισα να ακολουθώ την παραλιακή προμενάδα. Εδώ ήταν οι καλές γειτονιές της πόλης. Όλα ήταν ήρεμα, καθαρά, και τακτοποιημένα. Διέσχισα ένα περιποιημένο, πράσινο πάρκο, όπου οι κάτοικοι της περιοχής έρχονταν να βγάλουν βόλτα τα σκυλάκια των, για να ξεφύγουν λίγο από την κλεισούρα των πολυτελών των διαμερισμάτων. Σύντομα έφτασα σε έναν γραφικό κοκκινόλευκο φάρο, που έστεκε εκεί να σηματοδοτεί το ακρωτήριο στα πολυάριθμα περαστικά εμπορικά καράβια, που εκεί, σε αυτό ακριβώς το σημείο, άφηναν έναν ωκεανό για να μπουν σε έναν άλλον. Σε αυτό το σημείο η προμενάδα στρεφόταν προς τον νότο. Την ακολούθησα κι εγώ λοιπόν.
Η περιοχή εδώ ήταν το Sea Point. Συνέχισα να ακολουθάω σταθερά την ακτή στα δεξιά μού, μην μπορώντας να χορτάσω τον ωκεανό. Στα αριστερά μού τώρα ευρισκόταν ο Σηματόλοφος (Signal Hill), μία χαμηλότερη προέκταση του Τραπεζοβουνίου, η θέα του οποίου ήταν τώρα κρυμμένη πίσω από τον λόφο. Στους πρόποδες του λόφου ήταν χτισμένες πολυτελείς βίλες· όσο ψηλότερα, τόσο πολυτελέστερες. Ήταν όλες οχυρωμένες ― όπως και κάθε άλλο κτίριο στην περιοχή άλλωστε ― με ηλεκτροφόρα συρματοπλέγματα, κάμερες, συναγερμούς, ιδιωτικούς μπάτσους, και όλα τα συναφή.
Εξακολούθησα να κινούμαι νότια. Θα είχα περπατήσει ψιλομπόλικα χιλιομετράκια όταν πλέον είχα φτάσει στο Camps Bay, στα όρια της πόλης. Αποφάσισα πως όπου-νά-‘ναι θα έπρεπε να πάρω τον δρόμο της επιστροφής. Πριν το κάνω αυτό, ωστόσο, επεβάλλετο μία στάση· να πάρω δυο ανάσες, να καπνίσω κι ένα τσιγάρο. Εντόπισα λοιπόν ένα ωραίο σημείο σε ένα ήρεμο ακρογιάλι, και πήγα και την έπεσα στην άμμο, καταπρόσωπα στην θάλασσα.
Ο καλοκαιρινός ήλιος είχε υψωθεί αρκετά ήδη, και είχε αρχίσει να ακτινοκοπάει αλύπητα την αμμουδιά όπου είχα οκλάσει. Έβγαλα το νεροπάγουρό μου από το σακίδιο, και άφησα το δροσερό ακόμη νεράκι να ρεύσει σωρηδόν μέσα στον φάρυγγά μου. Τσίμπησα και δυο-τρία μπισκοτάκια, κι έβγαλα τα τσιγαροσυμπράγκαλά μου να στρίψω ένα.
Εκεί που ήμουν έτοιμος να πιέσω την σκανδάλη του αναπτήρα, κάτι μού τράβηξε την προσοχή. Ήταν ένα κύμα. Μού φάνηκε από μακριά πως είναι σημαντικά μεγαλύτερο από κάθε άλλο που είχε περάσει από την ώρα που κάθισα εκεί. Θυμάμαι πώς άδραξε κάθε ίντσα της προσοχής μου. Έμεινα εκεί να το παρατηρώ ακίνητος και ολότελα αφοσιωμένος· με μία αγωνία σαν να προέκειτο για κάποιο τσουνάμι, που από την έκβασή του εξαρτάται η ζωή μου όλη. Πλησίαζε αργά-αργά· και όσο πλησίαζε κιάλλο, τόσο ο χρόνος μού φαινόταν επιβράδυνε. Ένα δράμα εκτυλισσόταν μπροστά μού. Είναι, είναι, είναι, άκουγα την καρδιά μου να ψιθυρίζει· και όλο-και δυνάμωνε ο ψίθυρος μαζί με την βοή του καταφθάνοντος κύματος, μέχρι που πλαφ! Ξέσπασε πάνω στον γιαλό, ανηφόρισε την αμμουδιά όσο το κρατούσε η αδράνεια, και άρχισε να υποχωρεί ξανά προς την αφάνεια. Σιωπηλή απέμεινε η καρδιά μου· σκεπτικός εγώ. Άναψα τελικά το κολλημένο στα χείλη μου τσιγάρο, και παραδόθηκα σε συλλογισμό.
Πήρα να αναθιβάνω την ζωή μου… χώρες διάφορες που πάτησα, κορίτσια που φίλησα, όρη που σκαρφάλωσα, θάλασσες που κολύμβησα, χαρές και λύπες που γεύτηκα. Όλα κάποτε ήταν «τώρα»· όλα τώρα είναι «κάποτε». Αγνάντευσα γύρω μού. Πρόσεξα τις στοιβάδες των ξεβρασμένων από τα κύματα φυκιών να απλώνονται στο πέραν της παραλίας. Το «τώρα» τώρα είναι «τώρα», σκέφτηκα· κάποτε θα είναι «κάποτε». Αποστολή μου τώρα να το κάνω ένα αξιομνημόνευτο «κάποτε».
Πήρα πάλι να σκαλίζω την μνήμη μου. Γύρισα πίσω πολύ· τότε, τον καιρό που μόλις θα είχα μάθει να διαβάζω. Θυμήθηκα το αγαπημένο μου βιβλίο, τον παγκόσμιο άτλαντα. Θυμήθηκα τις αμέτρητες ώρες που περνούσα καθιστός σε κάποια γωνιά του πατώματος ξεφυλλίζοντάς τον. Τι μικρούτσικο, απειροελάχιστο, ήταν το νησάκι μου πάνω στον παγκόσμιο χάρτη! Τι μέγας που ήταν ο κόσμος! Πόσες πολλές χώρες! Πόσες γιγαντιαίες οροσειρές! Πράμματα και θάματα που ποίησε η φύση! Πόσοι διαφορετικοί άνθρωποι, λογιών-και-λογιών διαφορετικών γλωσσών ομιλούντες, κατοικούσαν σε κάθε σχεδόν γωνία του πλανήτη! Πόσα άλλα παιδιά θα κάθονταν να παίζουν με την φαντασία των πάνω σε έναν χάρτη, την ίδια ακριβώς στιγμή με εμένα, σε κάποιους τόπους άλλους, μακρινούς! Οργίαζε η φαντασία μου να πλάθει αποκυήματα περιπετειωδών περιπλανήσεων. Ταξίδια μακρινά, μαγικά και απεδίκλωτα ονειρευόμουν. Το είχα θέσει τότε σκοπό· είχα κλείσει συμφωνία με το μέλλον: Κάποια μέρα, κάποιον καιρό, θα πάω παντού!
Η Αφρική νομίζω ήταν ανέκαθεν η ήπειρος που με γοήτευε το περισσότερο. Άγριες εκτάσεις, απέραντες και άγνωστες. Μαγικό πεδίο μού φάνταζε αυτή η γη, με τα πολλά της, διάσπαρτα κράτη και κρατίδια με τα παράξενα ονόματα. Εκεί θαρρούσα ήταν η γη των παραμυθιών. Η γη όπου δράκοι, τέρατα, ιππότες, μάγοι, πριγκίπισσες, στρουμφάκια, και όλο το σιναφολόι κατοικούσαν. Πάνω στις σελίδες του άτλαντα που ήταν αφιερωμένες σε αυτήν την ήπειρο, εξελίσσονταν οι ιστορίες των πιο φανταχτερών μου φαντασιοκοπημάτων.
Αίφνης, ένα μεγαλόσωμο γλαροπούλι πέταξε σαν σίφουνας εμπρός μού, αφήνοντας έναν οξύ συριγμό στο πέρασμά του. Με ανάγκασε να επιστρέψω στο παρόν. Παρατήρησα τον περίγυρό μου. Συνειδητοποίησα τον παροντικό μου εαυτό. Δεν ήμουν πια εκείνο το παιδί που ονειροπολούσε· ήμουν πλέον ένας ενήλικος που ονειροπολούσε. Συγκεντρώθηκα σ’ εκείνη την ακριβή στιγμή. Κατέβαλα προσπάθεια να την βολιδοσκοπήσω. Να κάνω αυτό που λένε «ζήσε την στιγμή», «ζήσε το τώρα». Μία πρωτοφανής αίσθηση ικανοποίησης θυμάμαι με συνεπήρε καθώς άρχιζα, τελικά, να κατανοώ το παρόν. Ήταν σαν μόλις τότε να συνειδητοποιούσα το πού είμαι και τι κάνω.
Ήταν ημέρα Τετάρτη. Η ώρα θα ήταν ένδεκα το πρωί πάνω-κάτω, έκρινα από την θέση του ηλίου ― δεν είχα μαζί μού ρολόι· δεν το χρειαζόμουν. Καθόμουν εκεί, σ’ εκείνον τον γαλήνιο γιαλό, περνώντας νωθρά λεπτά, νωθρές ώρες. Εφόσον θελήσω, συλλογίστηκα, άνετα θα μπορούσα να κάτσω να μετρήσω πόσα κύματα μέλλει να φέρει ο άνεμος σε ταύτη την ακτή μέχρι το ηλιοβασίλεμα. Άνετα θα μπορούσα επίσης να πιάσω να μετρώ τα βότσαλα της παραλίας όλης. Πολλά πράγματα μπορεί κανείς να κάνει του χρόνου δοθέντος.
Καθόμουν εκεί, σ’ εκείνη την ακτή, να σκέφτομαι τούτα. Δεν ήμουν στην δουλειά. Ούτε αύριο θα έπρεπε να πάω στην δουλειά. Δεν είχα δουλειά. Δεν χρειαζόμουν δουλειά. Είχα εκείνο το κρεβάτι στον κοιτώνα του πανδοχείου, όπου μπορούσα να ξεκουράσω το κορμί μου την νύχτα, αλλά δεν είχα σπίτι· δεν είχα διεύθυνση· δεν είχα γραμματοκιβώτιο. Δεν χρειαζόμουν γραμματοκιβώτιο, διότι δεν είχα κανέναν να μού στέλνει λογαριασμούς. Δεν είχα κάποιο δανεικό από την τράπεζα αυτοκίνητο να τού πληρώνω δόση κάθε μήνα και τέλη κάθε χρόνο, για να διασχίζω τις συνωστισμένες και θορυβώδεις λεωφόρους κάποιας μεγαλόπολης να πάω στην δουλειά κάθε πρωί. Δεν είχα κάποιο κινητό τηλέφωνο να μού βαραίνει την τσέπη, να μού παρενοχλεί τα αφτιά κάθε που χτυπάει, και να μού σπάει τα νεύρα κάθε που απαντάω.
Παρά ήμουν εκεί, στην Αφρική· εγώ και οι δυο μου σάκοι, όλο μου το βιος, που η μυϊκή μου δύναμη και-μόνο αρκούσε να το φέρει στα πέρατα του κόσμου· όπου θελήσω, όπου αποφασίσω. Όλη αυτή η μαγική ήπειρος, που ως-τα-τώρα γνώριζα μόνο μέσω του National Geographic, των γραπτών των εξερευνητών του 19ου αιώνα, των χαρτών, και της φαντασίας μου, με περίμενε τώρα μπροστά μού να την εξερευνήσω, εγώ ο ίδιος, με σάρκα και οστά. Δεν θα τής χαλούσα το χατίρι. Είχα όλη την διάθεση και τον χρόνο να το κάνω. Η περιπέτεια είχε αρχίσει.
Δύσκολο είναι θαρρώ να ορίσει κανείς την ελευθερία· πολύπλοκο φιλοσοφικό ερώτημα. Εκείνη την στιγμή πάντως, εάν έπρεπε να ονοματίσω το τι νιώθω, άλλη λέξη δεν θα κατέβαζε ο νους μου παρά ελευθερία. Ένιωσα σαν να είχαν εξαχνωθεί όλα μου τα σωθικά· και το δέρμα μου μού έμοιαζε φλοιός μπαλονιού σαν το κοιτούσα, διότι εάν τα μάτια μου δεν το έβλεπαν, δεν θα πίστευα ότι καν υπάρχει.
Σηκώθηκα και κίνησα στον δρόμο της επιστροφής με ένα κολλημένο, χαζοφανές ίσως, χαμόγελο χαράς και ικανοποίησης στο πρόσωπό μου. Πετώντας γύρισα πίσω όλον τον δρόμο. Ανακάλεσα στην μνήμη μου ένα παλιό μου όνειρο, που είχα δει πως είχα πάει στο φεγγάρι. Κάπως έτσι, σαν και σ’ εκείνο το όνειρο, ένιωσα τότε και στο ξύπνιο μου, καθώς η βαρύτητα μού εδόκει να υποχωρεί κάτω από τα πόδια μου.
Έφτασα τελικά πίσω στο πανδοχείο. Έβρασα λίγο ρύζι, έκοψα και μία σαλάτα, γευμάτισα αρχοντικά, και εκμεταλλεύτηκα τον δροσερό ίσκιο μίας ψάθινης τέντας στην αυλή όπως πραγματοποιήσω μία γλυκύτατη σιέστα.