Είχαμε κάμποσες ημέρες περιφερόμενοι από παραλία σε παραλία της Λακωνίας. Ελαφρώς κουρσαμένοι από την θάλασσα και πολύ ταλαιπωρημένοι από τον ιουλιάτικο καύσωνα, εκρίναμε πως ο καιρός ήταν κατάλληλος να πάρουμε τα βουνά. Όντας στην Λακωνία, σε ποίο άλλο βουνό θα μπορούσαμε να πάμε ειμή στον Ταΰγετο;
Εσχεδίασα το λοιπόν μία ωραία τριήμερη διαδρομή για να διασχίσουμε τον Ταΰγετο από το χωριό Αναβρυτή κοντά στην Σπάρτη μέχρι το χωριό Τσέρια στο στόμιο του Φαραγγίου του Βυρού.
Μία νύχτα προ της ιουλιάτικης πανσελήνου, ανηφορίσαμε τον φιδωτό δρόμο από την Σπάρτη προς την Αναβρυτή. Την επέσαμε σε ένα σημείο παρά τον δρόμο στα περίχωρα του χωριού και κοιμηθήκαμε στο αμάξι υπό το λευκαυγές σεληνόφως. Των πρώτων ορθρινών ηλιαχτίδων καταφθασασών, εγερθήκαμε κι επήραμε να πακετάρουμε αποσκευές για την πορεία.
Ημέρα 1η: Από την Αναβρυτή στο Καταφύγιο Ταϋγέτου
Εμπήκαμε στο χωριό κι εκάναμε στάση στο καφενείο για πρωινό. Οι ιδιοκτήτες ήταν εξαιρετικά καλοί και εξυπηρετικοί άνθρωποι. Μας υπέδειξαν κατάλληλο, ασφαλές μέρος να αφήσουμε το αμάξι για τις επόμενες ημέρες· έδωσαν χρήσιμες πληροφορίες σχετικά με τα μονοπάτια και τις πηγές· και το καλύτερο απ’ όλα, προσεφέρθησαν να μας ανεβάσουν πάλι στο χωριό από την Σπάρτη, όταν με το καλό ολοκληρώσουμε τον κύκλο και ευρεθούμε εκεί εκ νέου. Τις θερμές μου ευχαριστίες.
Με τις χρονοτριβές κι αυτά, τελικά ξεκινήσαμε κατά το μεσημέρι. Τα σκούρα σύννεφα που είχαν φωλιάσει πάνω στις κορυφές του Ταϋγέτου υπαινίσσονταν πιθανές καταιγίδες. Εν τέλει, ωστόσο, ούτε σταγόνα δεν έπεσε και μόνο μας προσέφεραν πολύτιμον ίσκιον.
Η διαδρομή ήταν εξαιρετικά εύκολη και ευχάριστη. Ακολουθήσαμε το καλώς σηματοδοτημένο μονοπάτι (τμήμα του πανευρωπαϊκού Ε4) παράλληλα με την κορυφογραμμή της οροσειράς προς νότον. Μόνο για τα πρώτα 2-3 χλμ ανηφόρισε μια οκτακοσαριά μέτρα, και ύστερα μας επήγε ομολά για τα περίπου 10 χλμ ακόμη μέχρι το καταφύγιο του ΕΟΣ Καλαμάτας.
Το νερό ήταν άφθονο καθ’ όλο το μήκος της διαδρομής. Οι πηγές Παναγίτσα, Λακκώματα, Κανελάκια και Αγία Βαρβάρα όλες έρρεαν αδρώς· και επίσης εντοπίσαμε λίγα ακόμη μικρορυάκια.
Η πηγή της Αγίας Βαρβάρας ευρίσκεται κανα πεντάλεπτο δρόμο πριν από το καταφύγιο. Εφτάσαμε εκεί λίγο πριν το ηλιοδύσιο και εγκατεσταθήκαμε. Θα μπορούσαμε να είχαμε κατασκηνώσει δίπλα από το καφαφύγιο, όπου υπάρχει άφθονη άπλα… αλλά ποίος τρέχει πάνω-κάτω να κουβαλάει νερά;
Εστρώσαμε ένα ικανοποιητικά επίπεδο κομμάτι εδάφους κάτω από ένα γηραιό έλατο και επήραμε να προετοιμάσουμε δείπνο. Όλη μέρα δεν απαντήσαμε ψυχή, χώρια από έναν βοσκό και έναν Γάλλο πεζοπόρο που διήλθε εκείνη την στιγμή από το κατασκηνωτικό μας πεδίο, κατηφορίζων από το καταφύγιο προς κάποιο κοντινό χωριό.
Έπεσε μαύρη νύχτα στα βουνά. Ανέτειλε η πανσέληνος και έχυσε ασημένιο φως πάνω στα ελατοδάση του Ταϋγέτου. Ωργίασαν οι κουκουβάγιες και τα λοιπά νυκτοπούλια να τραγουδούν διονυσιασμένα οληνύχτα.
Ημέρα 2η: Από το καταφύγιο στον Άγιο Δημήτριο
Έλεγα μπας και ξυπνήσουμε μεσονυκτίς να φτάσουμε πάνω κορυφή μέχρι τα χαράματα να δούμε την «πυραμίδα»… αλλά μπα. Μόλις πριν την ανατολή ανοίξαμε μάτι και είχαμε ξεκινήσει μια ωρίτσα ύστερα. Δεν πειράζει. Έχω δει πάμπολλες τοιαύτες «πυραμίδες» εξάλλου ανά τα βουνά του κόσμου.
Σαν εφτάσαμε στο καταφύγιο, απαντήσαμε και τους πρώτους ανθρώπους: ένας πατέρας με δύο παιδάκια από κάποιο κοντινό χωριό που μόλις επάρκαραν και άρχιζαν και αυτοί την ανάβαση. Είχαμε πέσει συμπτωματικά στην παραμονή της εορτής του Προφήτη Ηλία. Εξού και επετύχαμε πολύν κόσμον από διάφορα χωριά του Ταϋγέτου που ανέβεναν ταυτόχρονα με εμάς, πραγματοποιώντας το καθιερωμένο έθιμο.
Η διαδρομή μετά το καταφύγιο ήταν, φυσικά, συνεχώς ανηφορική αλλά όχι εξαιρετικά εξαντλητική. Το μονοπάτι συνέχισε να είναι άριστα σηματοδοτημένο και οι θέες προς τις ανατολικές πλαγιές του Ταϋγέτου και την κοιλάδα του ποταμού Ευρώτα ανεπανάληπτες. Σύντομα επιάσαμε την κορυφογραμμή και επατήσαμε την υψηλή κορυφή του όρους πριν το μεσημέρι.
Εκεί στέκεται το όμορφο εκκλησάκι του Προφήτη Ηλία και άλλες λίθινες κατασκευές, όπως δύο μικρές κλίνες εξοπλισμένες με υπνοσάκους όπου μπορεί κανείς να διανυκτερεύσει. Μία αρκετά μεγάλη ομάδα ντόπιων αναβατών ήταν ήδη πάνω, γευμάτιζαν, έπιναν τσίπουρα και τραγουδούσαν τα παραδοσιακά των άσματα με νοσταλγικό πάθος.
Επήραν την κατηφόρα πριν από εμάς και εμείναμε μόνοι στην κορυφή περιζωμένοι από αυστηρή ησυχία. Τίποτε το ακουστό, χώρια από τα περιοδικά, ελαφρά φυσήματα του αέρα και βουίσματα των εντόμων. Η πανοραμική θέα ήταν επική. Πιάτο ο λακωνικός και ο μεσσηνιακός κόλπος σε ανατολή και δύση. Αγέρωχα τα πελοποννησιακά όρη στον βορρινό ορίζοντα. Άγρια και περηφανή η χερσόνησος της Μάνης εισεχωρούσε προς τα βάθη της Μεσογείου και εσήμαινε το τέρμα της Ευρώπης.
Ακολουθήσαμε την κορυφογραμμή και συνεχίσαμε την πορεία μας προς νότον. Το μονοπάτι εδώ ήταν πιο αραιά σηματοδοτημένο απότι στην άλλη μεριά, αλλά ακόμη ευεντόπιστο. Οι θέες μοναδικές καθ᾽ όλην την διαδρομή. Σε κάποιο σημείο συναντήσαμε συγκεντρωμένα συντρίμμια κάποιου αεροσκάφους που τραγικά συνεκρούσθη στις στις κρύες βραχοπλαγιές του Ταϋγέτου.
Με το που επήρε το μονοπάτι την κατηφόρα νοτόνδε, επετύχαμε και την πηγή Μουσγιά, το μόνο νερό καθ᾽ όλο το μήκος της σημερινής πορείας στο σημείο 36.9322-22.3436. Εμπήκαμε στο δάσος, και ύστερα από 1-2 ωρίτσες ακόμη, αφιχθήκαμε στο εκκλησάκι του Αγίου Δημητρίου, χτισμένο πάνω στην ομώνυμη πηγή, όπου θα επερνούσαμε την νύχτα.
Εκεί επετύχαμε έναν ογδοντάχρονο μπάρμπα ο οποίος ήταν νωρίτερα και στην κορυφή επίσης. Είχε μεγαλώσει ακριβώς εκεί, στην θέση του Αγίου Δημητρίου, το οποίο εκκλησάκι είχε χτίσει ο ίδιος. Τελευταία έχει μετοικίσει κάτω στην Καρδαμύλη αλλά διατηρεί εκεί ακόμη έκταση όπου καλλιεργεί διάφορα δένδρα και οπωροκυπευτικά, καθώς και διατηρεί ένα άλογο. Το άλογο αυτό έμεινε να μας θωρεί όλη την ώρα, απέναντί μάς, πίσω από τον φράχτη του.
Μας εκράτησε ο μπάρμπας παρέα αρκετή ώρα, και διηγήθκε χίλιες-δυό ιστορίες απ᾽ τον 20ό αιώνα. Ήλθαν και τον επήραν τελικά οι δικοί του με το αγροτικό και απεμείναμε μόνοι στην έρημη σκοτεινιά του δάσους, εν αναμονή του επομένου πρωινού.
Ημέρα 3η: Από τον Άγιο Δημήτριο στα Τσέρια μέσω Φαραγγίου Βυρού
Εσηκωθήκαμε κι άλλο ένα πρωί κι επήραμε σιγά-σιγά την κατηφόρα προς την δύση. Η σημερινή μας διαδρομή θα διέρχετο μέσω του περιφήμου Φαραγγίου του Βυρού.
Εν αντιθέσει με το τι είχα ακούσει, ηύρα το μονοπάτι που οδηγεί εντός του φαραγγίου από τον Άγιο Δημήτριο σε πολύ καλή κατάσταση και με συχνά σημάδια. Μετά από μία τερπνή, πρωινή βόλτα στο δάσος, επατήσαμε τον πάτο.
Νερό ηύραμε να τρέχει λίγο σε ένα-δυό σημεία στην αρχή, αλλά ύστερα δεν υπήρχε ούτε σταγόνα. Αυτό ήταν αναμενόμενο· έτσι και είχαμε πάρει μπόλικο νεράκι από τον Άγιο Δημήτριο, τρία εναμισόλιτρα μπουκάλια ο καθείς.
Η διαδρομή ήταν θαυμάσια πέραν περιγραφής. Τα πανύψηλα τείχη του φαραγγίου μάς εσκέπαζαν με τον δροσερόν των ίσκιον για το μεγαλύτερο μέρος της πορείας, μέχρι το απόγευμα. Το μονοπάτι συχνά άφηνε την κοίτη κι επορευόταν μέσα από τις λόχμες παρά τις όχθες. Εκεί ήταν κατιτί παραμελημένο, ούτως ώστε, ιδίως με μεγάλους σάκους που είχαμε εμείς, η προσπέλαση ήταν χαλεπή. Έτσι και προτίμησα να παραμείνουμε στην κοίτη για όλην σχεδόν την κάθοδο. Εκεί ήθελε λίγο σκαρφαλωματάκι πού-και-πού, και κανα αλματάκι από βράχο σε βράχο, αλλά ήταν σίγουρα η πιο εύκοπη πορεία.
Ύστερο απόγευμα, πλησιάζοντες το στόμιο, αφήσαμε το φαράγγι και ανηφορίσαμε το απότομο καλντερίμι προς το χωριό Τσέρια, το οποίο είναι και ο πρώτος πολιτισμός που συναντάς κατά την έξοδο από το φαράγγι. Εκάναμε μια στάση για καφεδάκι και φαγητό, κι ετείναμε αντίχειρες στην άκρη του δρόμου.
Δύο κούρσες, δύο λεωφορεία, και πολλή αναμονή μετά, αργά το βράδυ, εφτάσαμε στην Σπάρτη. Εχτυπήσαμε κάτι πιτόγυρα κι εστήσαμε σκηνή σε ένα χωράφι λίγο έξω από την πόλη, στον δρόμο για την Αναβρυτή. Ετελείωσε κι αυτό το ταξίδι.