Κάτω στην Ταπροβανή
Ωκεανόδαρτο νησί
Ευρέθην μία χαραυγή
Απέραντους ορίζοντες
Πλατείς και νέους να ξανοίγω
Κύμα ταχύ πανύψηλο μού κρατεροροχθά από πίσω
Προσέρχεται γοργά-γοργά όπως το καβαλήσω
Τρανά βουνά τα πρωινά στον ουρανό θωρούνται
Φωτοβολούνται οι κορυφές για να μ’ υποδεχθούνε
Μού ξέφυγε ο πύθωνας για να αποφευχθεί το δράμα
Ξεγλίστρησε σαν αστραπή κι ας είν’ δυο μέτρα πράμμα
Ωσάν κι αυτόν γυροβολώ καθώς περνούν τα χρόνια
Μόνο που εγώ δεν σέρνομαι· έχω τροχούς και πόδια
Πολλάκις με σταμάτησαν εις την ακροδρομιά οι μπάτσοι
Είχανε τάχα πρόβλημα· τον νόμο είχα σπάσει
Θέλανε λέει και καλά το πρόστιμο στο χέρι
Καθείς συμπατριώτης μου τι πήρανε το ξέρει
Τρομάρα του, το έβαψε με ερυθρομπογιά το γένι
Το αλάνι, και φροντίζει το καλά-καλά με χτένι
Μα μόνο στο προσποιητό τό ‘χει το χατζηλίκι
Την Μέκκα δεν αντίκρυσε· χωριό δεν έχει αφήσει
Πωπώ πώς ξεπετάγεται που βροντεροβοεί ο ιμάμης
Φοβούμενος την μοίρα του και μη βρεθεί χαρμάνης
Απ’ της Κεράλας τον χρυσό που ολημερίς καπνίζει
Προσπέφτει και προσεύχεται κοιτάζοντας την δύση
Του γέρου σκύλου έφεραν μόνο κακομοιριά τα χρόνια
Πως ζει τού λέει ο πόνος που τού δίνουν τα τσιμπούρια
Κάθεται όλο μόνος του· ποτέ του δεν γαβγίζει
Μα στις εκκλήσεις στον αλάχ αχ πώς φριχτά αλυχτίζει
Κι εγώ μονάχος στέκομαι στην παραποταμιά πιο δίπλα
Εγώ και τα κουνούπια ολούθε από δίπλα
Γιατί χοχλάζει, ατμίζει, το αίμα μου μυρίζει
Και έχουμε κάτι κοινό· θεός δεν μας σκοτίζει
Ωσάν τον Βούδα ώκλασα στης ιεορσυκιάς τις ρίζες
Έτσι που κάνεις να χαθείς σ’ αποψυχιάρες ρύμες
Αυτός διελογιζόταν μπας και εύρει την νιρβάνα
…Μα εγώ σκεφτόμουν άλλα
Για ένα θέμα άσπρο και ξανθό
και δυο γαλάζια μάτια
Μέλοπες με γεμίσανε
μπιτσμπόιδες μια δεκαριά
με ξύλα και στειλιάρια
Ο ένας όμως δεν με λησμονεί
Δονήθη το κρανίο
Δόξα πατρί στο κούτελο
Τού κέντραρα μια γονατιά
Με κόντρα χέρια δύο
Σε μαύρο βράχο κρύο κοφτερό
Συνέθλιψέ με κύμα
Αίμα πηχτό εξέρρευσε
Πληγές με πύον και βρομιά
Να γειάνουν πήρε μήνα
Στενός και άδειος χώρος πνιγερός
Κι ένα μαγεύον βλέμμα
Σίδερα με φυλάκισαν
Ιδρώτας, δάκρυα και φωτιά
Υπήρχε ένα θέμα
Οι μέλοπες ξεφθίζουνε· όπως περνάει ο χρόνος ποίθει
Οι έρωτες λιμνάζουνε στ’ απόνερα της λήθης
Ουλές μονάχα αδυνατεί ο χρόνος να σκονίσει
Οι πιο ανεξίτηλες ουλές είναι οι αναμνήσεις
Κάτω στην Ταπροβανή
Σε μιαν αφρίζουσαν ακτή
Ευρέθην ένα δειλινό
Απέραστους ορίζοντες
Να χαιρετάω πριν να φύγω
Πέρα απ’ την Ταπροβανή
Έχω περάσει κι αποκεί