Εντάξει, καλά το λοιπόν φτάσαμε και στην Αλεξάνδρεια. Και τώρα τι; Τούτο το ερώτημα τριγύριζε το κεφάλι μου καθώς ο φλοίσβος της Μεσογείου εξασθενούσε σταδιακά ξοπίσω μού, σαν βάδιζα τις αθόρυβες οδούς προς την καρδιά της πόλης. Ο σκοπός που κρατούσε την θέληση μου ισχυρή καθ’ όλη την διάρκεια των αφρικανικών μου περιπλανήσεων είχε εν τέλει επιτευχθεί. Είχε τώρα εγγίσει η ώρα που χρειαζόμουν καινούργιο σχέδιο ως προς το πού να πάω και γιατί. Οι ιδέες που ήδη είχα ήταν ουκ ολίγες· πριν οτιδήποτε άλλο όμως, αυτό που ήπειγε να εύρω ήταν ένα κρεβάτι.
Αυτή η ιστορία είναι απόσπασμα από το βιβλίο μου «Από το Κέιπ Τάουν στην Αλεξάνδρεια», στο οποίο αφηγούμαι το επικό, μοναχικό μου ταξίδι από άκρη σε άκρη της σαγηνευτικής Αφρικής, και διαβιβάζω μία σοβαρή μεν, γλαφυρή δε, απεικόνιση της ετερόμορφης και ιδιάζουσας αφρικανικής πραγματικότητας.
Λόγω του περασμένου της ώρας, η εύρεση ξενοδοχείου δεν απεδείχθη υπόθεση ιδιαιτέρως εύκολη. Τρία-τέσσερα είχα δοκιμάσει ήδη, εις μάτην βαρώντας επανειλημμένως τα κουδούνια, μέχρι που τελικά μία πόρτα άνοιξε. Σαν ανέβηκα τα δυο-τρία πατώματα και εισήλθα στην υποδοχή, διαπίστωσα και τον λόγο της αγρυπνίας των. Οι δύο φοιτητές εργαζόμενοι ήταν κολλημένοι μπροστά σε μία τηλεόραση του 90, και με τα χειριστήρια ανά χείρας ενετρυφούσαν πωρωμένοι σε έναν αγώνα προ. Με την πρώτη ευκαιρία που βγήκε η μπάλα έξω, ο ένας εξ αυτών με οδήγησε σε ένα κενό δωμάτιο, όπου και ξεράθηκα στον ύπνο για τις λίγες απομένουσες ώρες έως το πρωί.
Δεν χρειάστηκε κάτι περισσότερο από τις πρώτες αχνές φωτοδεσμίδες που εισχώρησαν στο δωμάτιό μου από τις πατζουροχαραμάδες, και τα μάτια μου άνοιξαν γαρίδα. Εξήλθα μονομιάς στο μπαλκόνι και πήρα να χαζεύω την ήρεμη εκείνη οδό ανάμεσα στα παλαιικά νεοκλασικά κτίρια, και το αναμεμειγμένο γαλάζιο της θάλασσας και του ουρανού προς το βόρειό της άκρο. Η σύσταση του σχεδίου μου εκκρεμούσε ακόμη. Ωστόσο, προς το παρόν, σαγηνευμένος από την πρωινή ομορφιά εκείνου του πρωτοϊδωμένου τόπου, το μόνο που εξίταρε την διάθεση μου ήταν η εξερεύνηση αυτής της υπερκλεινής πόλης.
Αφού ήπια ένα γρήγορο φλιτζάνι αραβικού καφέ, καθισμένος στο ξύλινο καρεκλάκι ενός γραφικού, βγαλμένου από εποχή αλλοτινή καφενείου, κατηφόρισα γραμμή προς την παραλία. Πήρα τον πεζόδρομο που χώριζε την πλατιά παραλιακή λεωφόρο της Αλεξάνδρειας από την κυματοδαρμένη ακτή, και δεν έκανα άλλο από το να τον ακολουθώ προς ανατολάς.
Ποια εξαίσια ημέρα! Οκνηρώς πλατσούριζαν τα κύματα της Μεσογείου στον αφρικανικό γιαλό, προτρεπόμενα από το μοσχοβολόν αλμύρα αεράκι. Φλεγματικοί μπαρμπάδες είχαν πάρει τις θέσεις των αραιά ανά την προκυμαία και τους βράχους, υπομονετικά βαστώντας τις πετονιές για να δελεάσουν τα ψάρια τα επιούσια. Πύκνωνε σιγά-σιγά η κίνηση στην λεωφόρο που εξετεινόταν προς το μακρύ πέραν, μπροστά από την παράταξη των ξεφτισμένων προσόψεων των υψηλών κτιρίων της αχανούς πολιτείας.
Ίσαμε δέκα με δεκαπέντε χιλιόμετρα θα είχα περπατήσει εκείνο το πρωί στην παραλιακή προμενάδα, έως ότου, αναγκασμένος από τον πλέον δριμύ μεσημεριάτικο ήλιο, κίνησα να επιστρέψω μέσω του εσωτερικού της πόλης, αναζητώντας ίσκιο στα στενά της δρομάκια. Κάπου εκεί ήταν που συνειδητοποίησα για-τα-καλά πως οι αφρικανικές μου περιπέτειες κόντευαν να τελειώσουν. Περιδιαβαίνοντας τους διάφορους δρόμους της Αλεξάνδρειας, τίποτε δεν μού δοκούσε πια εξωτικό· τίποτε δεν μού φάνταζε άγνωρο και καινό· παρά το κάθε τι μού ήταν ρομαντικά οικείο.
Πραγματικά, να με έφερναν εκεί με δεμένα τα μάτια και να μού έλεγαν πως είμαι σε κάποια γειτονιά της Αθήνας ή της Θεσσαλονίκης, ουδόλως δεν θα το δυσπιστούσα. Μισός αιώνας και πλέον μπορεί να έχει παρέλθει από τον εκτοπισμό της πάλαι ακμάζουσας ελληνικής διασποράς από το καθεστώς του Νάσερ, και τα απομεινάρια αυτής ζήτημα εάν σήμερα αριθμούν χίλια μέλη, ωστόσο τα σημάδια που άφησε σε αυτήν πόλη παραμένουν ανεξίτηλα.
Παντού αναγύρω, και ιδίως στην περιοχή γύρω από την μονή του Αγίου Σάββα, η πόλη βρίθει από ενδείξεις παρελθοντικής ελληνικής παρουσίας. Εκκλησίες και μοναστήρια, σχολεία και λοιπά δημόσια κτίρια, τα νεοκλασικά αρχοντικά των εύπορων Ελλήνων θεμελιωτών των, διάφορες ελληνικές επιγραφές… όλα στέκουν μάρτυρες της ευκλεούς ελληνικής ιστορίας που γράφτηκε στην Αλεξάνδρεια· και ανάκατα με τα σημάδια των πολυάριθμων άλλων ξένων παροικιών που αυτή φιλοξένησε, της μακραίωνης κοσμοπολίτικης ιστορίας που την έχει χαρακτηρίσει.
Εκτός από την πόλη την ίδια, αν και ο πληθυσμός της σήμερα αποτελείται σχεδόν αποκλειστικά από Άραβες, και οι ρυθμοί της ζωής της επίσης ελάχιστα διαφέρουν από εκείνους της χώρας μας. Αυτό το διακρίνει κανείς καθαρά, παραδείγματος χάρη, περνώντας έξω από τα τρισμύρια κατάσπαρτα καφενεδάκια και βλέποντας τους θαμώνες των να περνούν τις ώρες των με ένα τσιγάρο κολλημένο στα χείλη, ένα φλιτζάνι καφέ στο παραπλάι, ψυχή τε και σώματι απορροφημένοι στο τάβλι, κατειλημμένοι από μία διαρκή, διακαή προσδοκία μίας καλής ζαριάς.
Ένα από τα ολίγα που διαφοροποιούν την ζωή στην Αλεξάνδρεια από οιαδήποτε μία ελληνική είναι, βεβαίως, η οινοπνευματοποσία. Μόλο που διατηρεί ίσαμε δέκα εκατομμύρια κατοίκους, η Αλεξάνδρεια εθάρρησα κατέχει λιγότερα σημεία διάθεσης οινοπνευματωδών ποτών απότι μία τυπική ελληνική κωμόπολη. Η κατανάλωση αλκοόλ στην Αίγυπτο, εν αντιθέσει με το Σουδάν, δεν είναι παράνομη. Παράνομη-ξεπαράνομη μια-φορά, είναι σίγουρα εξαιρετικά περιορισμένη. Ακόμη και ανάμεσα στην κατά-τ’-άλλα προοδευτικότατη νεολαία, ελάχιστοι είναι αυτοί που θα πιουν ποτέ έστω και ένα ποτήρι κρασί. Οι ελάχιστοι, τώρα, που θα το πιουν, θα το κάνουν είτε στο σπίτι των είτε σε ένα από τα δακτυλομετρήσιμα μπαρ της πόλης.
Η πόση εν δημοσίοις χώροις αποτελεί εκεί σοβαρό αδίκημα. Αυτό το γνωρίζαμε καλά με τον Σκώτο φίλο μου ― με τον οποίο ευρεθήκαμε ξανά για λίγο στην Αλεξάνδρεια ― όταν, μία αξιέραστη βραδιά, την είχαμε αράξει στην προκυμαία, μπρος στην ζοφερή, ξαφρίζουσα Μεσόγειο, με μία σακούλα μπύρες.
Σαν είχαμε κρυμμένη την σακούλα κάτω από τα πόδια, και πίναμε την καθεμία γουλιά με τρόπο, είχαμε πίστη ότι δεν πρόκειται κανείς να μας πάρει είδηση. Μεγάλη αυταπάτη ήταν αυτή ωστόσο. Στην πραγματικότητα, δύο τύποι της πανταχού παρούσης μυστικής πολιτιστικής αστυνομίας κάθονταν πέντε μέτρα παραδίπλα μάς όλη την ώρα. Μα αφού ήμασταν ξένοι και πίναμε διακριτικά, είχαν περιοριστεί στο να μας επιτηρούν μονάχα.
Την παρουσία των την αντιληφθήκαμε μόνο όταν έσκασε ξαφνικά μύτη ένας μισότρελος, μεθυσμένος Αιγύπτιος αλητάμπουρας, που σταμπάροντας πως είχαμε μπύρες, γύρευσε μία στάλα. Το λοιπόν, τού πασάρω το μπουκάλι… Mία-που έφερε το στόμιο στα χείλη του, και μία-που ένα μπουκέτο τού ήλθε κατάκεντρα στην μύτη. Στα δυο-τρία συγκεχυμένα λεπτά που ακολούθησαν, εκείνοι οι δύο διπλανοί μας τύποι τον έβαλαν και ακούμπησε το μπουκάλι δίπλα μάς, τού έριξαν κάμποσες σφαλιάρες, τού έκραξαν λίγα αράβικα που μού έκαναν κάτι μεταξύ απειλής και κατάρας, τού έσκασαν και λίγες καρπαζιές, τού ξεστόμισαν και άλλα αράβικα που μού έκαναν πιο σε νουθεσίες, τον έστειλαν να κινήσει με ματωμένη μύτη, και χωρίς να μάς τείνουν ούτε βλέφαρο, σάμπως τίποτε να μην είχε συμβεί, κάθισαν πάλι παραδίπλα μάς. Εμείς, αφότου ξέφτισε η ταραχή της στιγμής, δεν κρίναμε να κάνουμε τίποτε καλύτερο από το να αποτελειώσουμε, διακριτικά ως και πριν, τις μπύρες.
Την άλλη, κίνησα ένα ωραίο απόγευμα να δειπνήσω στο εστιατόριο της ελληνικής λέσχης, που ευρίσκεται παρά την τοποθεσία όπου κάποτε επυργούτο ο περικλεής φάρος της Αλεξάνδρειας να φωτίζει τον πλου των νεών του αρχαίου κόσμου που προσέρχονταν σωρηδόν από κάθε γωνία της Μεσογείου εις τον λιμένα της τότε κορωνίδας του ανθρώπινου πολιτισμού. Μέχρι να πεινάσω καλά, είπα να πάω να σκαρφαλώσω στο τείχος του φρουρίου του Κιτάμπεη, που σήμερα καταλαμβάνει την θέση του φάρου.
Εκεί λοιπόν που την είχα πέσει να θωρώ από ψηλά τον απέραντο πόντο και την μεγαλοπολιτεία να απομακρύνονται σιγά-σιγά από τον ήλιο, με σίμωσαν τρεις νεαροί και μού συστήθηκαν ως φοιτητές ιατρικής. Κατά την αρχή της κουβέντας που πιάσαμε, τα έκοψα για σοβαρά τυπάκια. Σύντομα όμως κατάλαβα ότι δεν ήταν διόλου. Παρά την ιμάμικη γενειάδα του ενός, δεν θα μπορούσα να είχα υποπτευθεί την ένταση του εγκεφαλοπλυσίματος που είχαν υποστεί και τον ακραίο βαθμό αγνοίας που κυβερνούσε τα μυαλά των. Μετά από μία σύντομη εισαγωγή γνωριμίας, σε ανύποπτο χρόνο έστρεψαν την συζήτηση στην θρησκεία, με σκοπό, καθώς φαίνεται, να με προσηλυτίσουν στο Ισλάμ.
Παρότι εν γένει αρέσκομαι να συμμετέχω σε συζητήσεις πνευματικού περιεχομένου, η λογική αυτών των παιδιών ήταν ολωσδιόλου παράλογη ― ή μάλλον απούσα. Έτσι και το μόνο που προσπάθησα να πετύχω κατά την κουβέντα μας ήταν να τους ξαποστείλω ευγενικά και στα-γρήγορα ― προτού η υπομονή και η δυνατότητά μου να είμαι ευγενικός στερεύσουν. Με-τα-πολλά, το θέμα έληξε με τον τύπο με την ιμάμικη γενειάδα να μού λέει: «Ο Αλλάχ είπε ότι όποιος δεν πιστεύει σ’ εμένα θα πάει στην κόλαση! Σε προειδοποιήσαμε!», και εμένα να αποκρίνομαί τού: «Ευχαριστώ για την πληροφόρηση, μεγάλε. Θα το φέρω υπ’ όψιν μου.»
Δαύτα τα ψιλοκαμένα παιδάκια, ωστόσο, δεν ήταν παρά η εξαίρεση σε αυτήν την πόλη, όπου μεταξύ άλλων πολλών, εκείνο που με εντυπωσίασε περισσότερο ήταν η ανοιχτομυαλοσύνη, η μεγαλοκαρδοσύνη, η ευγένεια, και η εκλεπτυσμένη κουλτούρα των ανθρώπων της. Από τον καθένα τυχαίο αναγγλόφωνο τύπο που ολοπρόθυμα θα με βοηθούσε με κατευθύνσεις στους δρόμους· τον κάθε ξεκάρφωτο μπάρμπα με τον οποίο θα αντάλλασσα λίγες φιλικές κουβέντες σε κάποιο καφενείο· μέχρι και τους καλούς φίλους που έκανα και με φιλοξένησαν σπίτι των, μού προσέφεραν φαΐ, βόλταραν και έπαιξαν μουσική μαζί μού… οι άνθρωποι που είχα την τύχη να γνωρίσω στην Αλεξάνδρεια θα κατέχουν μία εξέχουσα θέση στην καρδιά μου για το υπόλοιπο των ημερών μου.
Να εύχεσαι να είναι μακρύς ο δρόμος, έφερνε σβούρες η σκέψη δαύτη στο κεφάλι μου, όταν, ένα λαμπρό μεσημέρι, μόλις αφότου είχα επισκεφτεί το σπίτι-μουσείο του Καβάφη, καθόμουν σ’ εκείνον τον γιαλό να οράω τον βορινό ορίζοντα και να συλλογούμαι την Ιθάκη μου. Εκείνες οι όμορφες ημέρες στην Αλεξάνδρεια είχαν πια περάσει. Το εφεξής μου σχέδιο είχε πλέον ορισθεί. Και την επαύριον θα αναχωρούσα προς νέα μέρη.
Κατά τις πρώτες ημέρες της παραμονής μου στην Αλεξάνδρεια, σχημάτισα την πρόθεση μου να μεταβώ στον μακρινό βορρά της γηραιάς ηπείρου. Ως πρώτο βήμα, κοίταξα για αεροπορικά εισιτήρια. Βρήκα όμως τις αξίες των απαγορευτικές για την τσέπη μου, από αμφότερα τα αεροδρόμια της Αλεξάνδρειας και του Καΐρου. Κατά δεύτερον, δοκίμασα μία ελπίδα που έφερα να μεταβώ πρώτα στην Ελλάδα διά θαλάσσης και να πετάξω αποκεί. Κατέβηκα μία πρωία στο λιμάνι, και απεπειράθην να εύρω κάποιο εμπορικό σκάφος ― αφού δεν λειτουργούν επιβατικές γραμμές ανάμεσα στις δύο χώρες ― να με μεταφέρει στην πατρίδα έναντι κάποιου λογικού αντιτίμου. Μπόρεσα τελικά και εντόπισα δύο ναυτικούς από δύο διαφορετικά πλοία, ένα ελληνικό και ένα τούρκικο, έτοιμα να σαλπάρουν προς Πειραιά. Και οι δύο όμως απεδείχθησαν πιο πρόθυμοι να με γδάρουν παρά να με βοηθήσουν· ζητώντας μού περισσότερα χρήματα απότι οι αεροπορικές για να με πάνε απευθείας στην Σκανδιναβία!
Περισκεπτόμενος και αναζητώντας αποδώ-κι-αποκεί, κατέληξα τελικά στο ότι ο πιο συμφέρων τρόπος να φτάσω στον προορισμό μου ήταν μία πτήση από το Τελ Αβίβ· η οποία, συνυπολογιζομένων των χερσαίων μεταφορικών εξόδων, ήταν πλέον του 50% φθηνότερη από τις αιγυπτιακές πτήσεις. Επίσης, μιάς-και δεν είχα δα και καμμία πίεση χρόνου, το καλό με αυτό ήταν ότι θα μού δινόταν η ευκαιρία να παρατείνω για λίγες ακόμη εβδομάδες την περιπέτεια. Άφησα, το λοιπόν, εκείνο το μεσημέρι, τον γιαλό στην θέση του, τον συλλογισμό της Ιθάκης να πλανάται κάπου μεσοπέλαγα, και κίνησα να ετοιμαστώ να φύγω για την Ασία.